Ο Οκτώβρης μπήκε ήρεμα όπως του ταιριάζει, με μια ήσυχη βροχή, σαν συγκίνηση από ποίημα, ανακουφιστική σαν πρώτη φράση σε μια κουβέντα, μετά από μέρες σιωπής, που μπορεί να εξελιχθεί και σε εξομολόγηση.
Τα φύλλα στα δέντρα, ακόμα πράσινα γαντζώνονται στους μίσχους σαν χέρια ετοιμοθάνατων σφιγμένα στο κρεβάτι, διαισθανόμενα τον επερχόμενο θάνατο.

Οι ροδιές φορτωμένες καμαρώνουν την ομορφιά τους κι όλο το χωριό πλέει σαν καράβι μέσα στα σύννεφα.

Κάτι αλανιάρες γάτες χουζουρεύουν σε παγκάκια του δρόμου και σε χαλάσματα νιαουρίζοντας «ότι βρέξει ας κατεβάσει», ενώ στον αντίποδα οι σπιτόγατες γλείφονται αραχτές πάνω σε χνουδωτά πατάκια ξέροντας ότι έχουν εξασφαλισμένη μάσα και ξάπλα οπότε γι’ αυτές ο μήνας έχει πάντα εννιά.

Στων ρημαγμένων σπιτιών τις αυλές κάτι ταπεινά λουλουδάκια ρουφάνε λαίμαργα τις στάλες του νερού που όλο το καλοκαίρι λαχταρούσαν και κανένα ποτιστήρι δεν τους χάρισε, μέσα στο σιωπηλό χορταριασμένο κήπο. Ο κισσός μαγκώνεται διεκδικητικός και φιλόδοξος πάνω σε δέντρα, φυτά και πέτρες, να ανέβει όλο και πιο ψηλά, απομυζώντας τη ζωή των άλλων… Πως μοιάζει με τον άνθρωπο…

 

Στα χορταριασμένα σκαλιά δεν ακούγεται βήμα… Στα παράθυρα με τα σπασμένα τζάμια ένα σκισμένο δαντελένιο κουρτινάκι θροΐζει στο φύσημα του ανέμου και θαρρώ πως η σκιά μιας ντροπαλής κοπέλας αποσύρεται γρήγορα για να μην γίνει αντιληπτή.

Ένας ξεθωριασμένος αριθμός πάνω από μια πόρτα σκουριάζει σε έναν δρόμο χωρίς όνομα. Ούτε διαβάτης, ούτε γράμμα δεν φτάνει εδώ πιά, μονάχα των ποντικών το ανατριχιαστικό τσίριγμα την ώρα που ζευγαρώνουν ανάμεσα σε σκουπίδια και χαλάσματα σμίγει τη νύχτα πότε με τη φωνή της κουκουβάγιας και πότε με των αδέσποτων σκύλων τα ουρλιαχτά.


Ένα δέντρο υψώνεται στη μέση μιας πάλαι ποτέ τραπεζαρίας, σε ένα σπίτι μετέωρο που για σκεπή του έχει τον ουράνιο θόλο. Είναι ένα γενεαλογικό δέντρο που στις ρίζες του έχει προπάππους και πατεράδες και στην κορφή κάτι χλωρά κλαδάκια από τρισέγγονα που μπορεί και να μην πάτησαν ποτέ σ΄ αυτό τον τόπο.
Τα κατσαρόλια και τα πιατικά απόμειναν στα σκεβρωμένα ράφια μιας κουζίνας με σβησμένες τις φωτιές της που δεν πρόκειται να ξαναμαγειρέψουν ποτέ για κανένα πεινασμένο και τα σπίτια παρόλο που είναι αδειανά δεν ανοίγουν την αγκαλιά τους για κανέναν άστεγο.

Το σκουριασμένο κρεβάτι δεν θα ξεκουράσει κανένα κορμί αλλά κάθε βράδυ θα αναζητά στα άστρα τα χλωμά τα όνειρα όσων κοιμήθηκαν πάνω του.
Από το όμορφο μπαλκόνι κανείς δεν θα αγναντέψει τον ορίζοντα, ούτε θα αφεθεί να μαγευτεί απ΄ το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Κάπου αλλού μια άμυαλη βάρκα που πρόδωσε τη θάλασσα και βγήκε στη στεριά νομίζοντας πως θα έκανε τη μεγάλη ζωή, τώρα γερνάει μετανοιωμένη γλείφοντας τα τελευταία υπολείμματα αλατιού που απόμειναν στο κορμί της κι από το δρόμο ακούει κόρνες και φρεναρίσματα αντί για τον φλοίσβο των κυμάτων.
Ένα άλογο στέκει ευτυχισμένο, με τα αθώα του μάτια κοιτάζει τριγύρω και μοιάζει να βλέπει όλα του κόσμου τα κρυμμένα.

Μια τριανταφυλλιά επιμένει να ανθίζει κόντρα στον καιρό της μοναξιάς κι οι δρόμοι μένουν άδειοι και σιωπηλοί στου φθινοπώρου το διάβα…