Να δεις τι θυμήθηκα τούτες τις μέρες! Κάποτε στη γειτονιά μας είχαμε την Λιλίκα. Μια όμορφη ζωηρή γυναίκα δίχως ηθικούς φραγμούς. Απ΄ το κρεβάτι της πέρασαν νέοι και γέροι, λεύτεροι και παντρεμένοι, πλούσιοι και πλουσιότεροι. Στο πέρασμά της το ένα σπίτι διαλυόταν μετά το άλλο. Καμιά γυναίκα δεν ήθελε νταραβέρια μαζί της, μα οι περισσότεροι άντρες έτρεχαν ξοπίσω της να γίνουν παραμάνα στο στρίφωμα του φουστανιού της. Ήταν κάτι σαν παράσημο να μπορεί κάποιος να πει το βράδυ στο καφενείο ότι την πήδηξε.

Ωστόσο, η Λιλίκα, είχε τα δικά της όνειρα. Ήθελε να παντρευτεί, να γίνει κυρία, σαν κι εκείνες που τους διέλυε τα σπίτια. Γιατί, βέβαια, φλογερή και ποθητή η κοπελιά, αλλά κανείς απ΄ όσους τσιλημπούρδιζαν μαζί της δεν σκόπευε να παρατήσει γυναίκα και παιδιά και να της βάλει το στεφάνι. Κανείς, εκτός απ΄ τον Θανάση. Πολύ καψούρης ο Θανάσης.
«Θέλω να γίνεις γυναίκα μου» της είπε «κι ούτε με νοιάζει με πόσους έχεις πάει, αρκεί να μου σταθείς καλά εμένα».
«Καλά και τρίκαλα θα σου σταθώ, Θανάση μου, μα θέλω κι εγώ να νιώθω μια ασφάλεια, όχι για μένα, για τα παιδιά που θα κάνουμε. Πώς ξέρω πως δεν θα ξεμυαλιστείς εσύ;»

Και απαίτησε να της γράψει το πατρογονικό του σπίτι. Τρία δωμάτια με λουτροκαμπινέ, πλυσταριό στην ταράτσα και περιποιημένο κήπο. Εντάξει, αν ήταν να νιώθει ασφαλής… άλλωστε η Λιλίκα δεν ήταν πια εκείνη που ήτανε παλιά… άλλαξε, το έβλεπε, του το έλεγε και η ίδια και επέμενε σ΄ αυτό.
Έτσι, και το μοναδικό του σπίτι της έγραψε και στεφάνι της έβαλε με παπά και με κουμπάρο. Κουμπάρος, το αφεντικό του στο εργοστάσιο που εργαζόταν, ένας σοβαρός, ηλικιωμένος άνθρωπος.

Η συνέχεια της ιστορίας κλισέ. Η Λιλίκα έμπλεξε με τον κουμπάρο, πέταξε τον Θανάση απ΄ το σπίτι μην της λερώνει και το χαλί με τα πήγαινε έλα του και συνέχισε τη φάμπρικα που ήξερε να κάνει. Ο Θανάσης, εκτός απ΄ τη γυναίκα και το σπίτι του, έχασε και τη δουλειά του. Ε, για το αφεντικό, δεν ήταν πρέπον να μοιράζεται την γκόμενα με τον εργάτη του…
Από τότε, θυμάμαι τον Θανάση, λιγάκι σαλεμένο, να τριγυρνά στη γειτονιά, να σταματάει τους γείτονες και σε έξαλλη κατάσταση να φωνάζει «γαμιέται η Λιλίκα, μ΄ όποιον βρει γαμιέται». Έτσι, για να την εκθέσει. Οι γείτονες προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν λέγοντάς του «μα δεν ήξερες, αφού ήξερες, βρε φουκαρά. Σήμερα την γνώρισες τη Λιλίκα; Χρόνια τώρα… τι σε έκανε να πιστεύεις ότι θα άλλαζε;»
«Ναι, μα άλλα μου υποσχέθηκε εμένα… Και να το ξέρετε, γαμιέται η Λιλίκα…»
Και βέβαια το ήξεραν. Γι’ αυτό πηδούσανε και έστριβαν. Αλλά ο Θανασάκης, πίστεψε τις υποσχέσεις. Κι ούτε που συλλογίστηκε από ποιο στόμα έβγαιναν αυτές οι υποσχέσεις.
Πώς τα θυμήθηκα τούτα όλα τώρα! Πάνε μέρες πια όπου βοούν τα κοινωνικά δίκτυα με το γνωστό σύνθημα κατά του πρωθυπουργού, τον οποίο έχουν ξεφτιλίσει όσο δεν ξεφτιλίστηκε ποτέ πρωθυπουργός. Στιχάκια, στιχάκια, στιχάκια… Θαύμασα την εφευρετικότητα των στιχουργών του ποδαριού. Γέλασα με την καρδιά μου. Καθισμένη μπροστά στην τηλεόραση, έπιασα τον εαυτό μου να μεγαλουργεί στην στιχουργική πλάθοντας, αναπλάθοντας ή και κλέβοντας άλλων τα στιχάκια. Εντάξει, καλά πέρασα, αλλά κάπου εκεί θυμήθηκα τον Θανάση, τον παλιό μου γείτονα. Και μου κόπηκε το γέλιο.

Κι ύστερα είπα. Βρε θλιβερά συφοριασμένα ανθρωπάκια, βάλατε τη Λιλίκα να σας διοικήσει την ζωή; Την Λιλίκα, βρε; Δεν ξέρατε πως θα σας πάρει και τα σώβρακα; Πότε βρε, η δεξιά, στήριξε το δίκαιο του φτωχού; Πότε έβαλε βέτο στα μεγάλα συμφέροντα;
Και μην μου λέτε εμένα πως δεν τον ψήφισαν οι φτωχοί και πως τον ψήφισαν οι πλούσιοι. Πόσοι είναι οι πλούσιοι στην Ελλάδα, εκείνοι οι πολύ πλούσιοι που καταβροχθίζουν το βιός σας και τον ιδρώτα σας; Το πέντε, το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού; Δεν είναι πάρα πάνω. Για μέτρησε τους ψήφους, βγαίνουν τα κουκιά;

Άρα κι εσύ κι εσύ κι εσύ… τον ψήφισες. Ναι, κι εσύ που κάθεσαι τώρα και σκαρώνεις τα στιχάκια. Αλλά εντάξει, περί ορέξεως… τι να πω! Αναρωτιέμαι όμως όταν σου περάσει ο στιχουργικός σου οίστρος, κάπου εκεί, την ώρα της κάλπης, θα σου έχει περάσει και η καψούρα για την Λιλίκα ή μήπως αναζωπυρωθεί;

Την Λιλίκα, βρε… την Λιλίκα, πάλι να σου διαφεντεύει την ζωή!

Το κείμενο-χρονογράφημα το «ψάρεψα» στο Facebook, από τη φίλη μου Μαρία Λιόπα – τη γυναίκα του Νίκου Λιόπα – και είναι της κυρίας Λίτσας Καραμπίνη, πρώτο – δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Αττικό Βήμα». Με την άδειά τους σας το μεταφέρω εδώ, και τις ευχαριστώ πολύ και τις δυό.