-Γιάγιο έλα να τραβήξεις το καζανάκι… δε φτάνω.. φώναξε η εφτάχρονη εγγονή μου από το μπάνιο. Το αρχαίο σιδερένιο καζανάκι είναι ψηλά στον τοίχο, ένα βίνταζ αντικείμενο που είναι ασορτί με το «αρχαίο» σπίτι μας.
Πηγαίνω, το τραβάω, την σπρώχνω απαλά στο νιπτήρα να πλύνει τα χέρια της και σκουπίζοντάς την με τη ροζ πετσέτα της της δίνω ένα φιλί.
-Όταν θα φτάνω να τραβήξω το καζανάκι, μου λέει όλο τσαχπινιά, εσύ θα ζεις;
-Δεν ξέρω, της απαντώ με το μάτι ελαφρώς γουρλωμένο…
-Δεν πειράζει, συνεχίζει εκείνη, αν πεθάνεις θα γίνεις αστεράκι, λέει η μαμά…
-Άμα το λέει η μαμά εντάξει… της απαντώ, ενώ θα ήθελα να της πω πως άμα τινάξω τα πέταλα και σούπερ νόβα να γίνω πολύ που με κόφτει. Δεν είπα τίποτα, μην την χώσω από τώρα στη βαριά φιλοσοφία και φρικάρει…

Όταν ήμουνα κι εγώ παιδί ο θάνατος δεν είχε υπόσταση. Καμιά φορά έπεφτα κάτω κι έκανα την πεθαμένη για να τρομάξω τη μάνα μου, αλλά μετά από την «πρεμιέρα» και την τρομάρα που πήρε, οι επόμενες παραστάσεις μου πήγαν άπατες καθώς μια σβουριχτή σφαλιάρα ήταν αρκετή για να με αναστήσει…
Άμα πέθαινε κανένας γέρος, καμιά γριά, δεν μας άφηναν οι μανάδες μας να πάμε στις κηδείες λες κι έτσι θα ξόρκιζαν τον θάνατο και δεν θα τον συναντούσαμε στη ζωή μας. Όμως ξέρανε ότι αυτός αποτελούσε την μόνη βεβαιότητα στις ζωές όλων μας.
Αντίθετα μας άρεσε να παρακολουθούμε μικροί και μεγάλοι το «γύρο του θανάτου» στα πανηγύρια και να χειροκροτούμε τον ήρωα που του ξέφευγε.
Κάποιες φορές όμως ο θάνατος έρχεται τόσο απροσδόκητα και με τόσο παράξενο τρόπο που συγκλονίζει τις μικρές κοινωνίες και τους απλούς ανθρώπους τους.

Έτσι ήρθε και στο μικρό σπίτι, στην άκρη του αναχώματος που με δυσκολία φαινότανε πίσω από τη μεγάλη συκιά της αυλής και τα άλλα μικρότερα δέντρα του καταπράσινου κήπου του. Ένα πέτρινο πηγάδι και δυο μικρά παρτέρια με εκατόφυλλες τριανταφυλλιές περίμεναν τον επισκέπτη λίγα μέτρα πιο πίσω από την μικρή ξύλινη εξώθυρα του κοντού φράχτη.
Αυτήν την εξώθυρα άνοιγε κάθε πρωί την ίδια ώρα ο κύριος Άγης για να πάει στη δουλειά του και την έκλεινε κάθε απόγευμα που γυρνούσε.
Ο κύριος Άγης που δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους άντρες της εργατικής γειτονιάς.
Με τη μπεζ καπαρντίνα του το φθινόπωρο, την άνοιξη με την μπλε πλεχτή ζακέτα, με το καφέ παλτό του τους βαριούς χειμώνες και με τα άσπρα πουκαμισά το καλοκαίρι… Ξεκινούσε από το σπίτι με τον μαύρο του χαρτοφύλακα χειμώνα – καλοκαίρι στο δεξί του χέρι, για να είναι στη στάση του λεωφορείου πέντε λεπτά πριν την άφιξή του και να καταλάβει πάντα την ίδια θέση, αφού το όχημα ερχότανε άδειο από το τέρμα.
Δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους άντρες, με τα άγρια γένια, με τις μουστάκες, με το μακρύ νύχι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού και τις χοντρές κοιλιές που βγαίνανε τριχωτές έξω από τη φανέλα όταν κάθονταν με ανοιχτά τα πόδια στις αυλές τα καλοκαίρια και κάπνιζαν τα τσιγάρα τους.

Αυτός ήταν αδύνατος και σχεδόν διάφανος, το δέρμα του είχε το χρώμα της κερήθρας της μέλισσας, τα ματοτσίνορά του βαριά σκίαζαν το γκρίζο βλέμμα του στα χαμηλωμένα μάτια που ίσα – ίσα έβλεπαν που πατά και που βρίσκεται.
Αυτός έβγαινε με το ραδιοφωνάκι του και άκουγε τα τραγούδια «τα ευρωπαϊκά» μέχρι το σούρουπο και κάποιες φορές έπαιρνε από το χέρι τη όμορφη γυναίκα του, περνούσε το άλλο χέρι του γύρω από τη μέση της και τη στροβίλιζε σ΄ όλη την αυλή στο ρυθμό ενός βαλς.
Όχι δεν ήταν σαν τους άλλους… που φώναζαν κι έβριζαν στις οικοδομές, που έκαναν χοντρά καλαμπούρια στο καφενείο και σφύριζαν «γεια σου πασά μου» στις πιτσιρίκες που περνούσαν το δρόμο. Αυτοί πιάνονταν στα χέρια για έναν τσαμπουκά και μετά μπορεί να πίναν ρετσίνα από το ίδιο ποτήρι και το βράδυ πήγαιναν και ξάπλωναν με τα ρούχα στο διπλό κρεβάτι και ξεχαρμάνιαζαν στα πεταχτά κάτω από τη νυχτικιά της κυράς τους.
Αυτός ήξερε να βλέπει την καλή όψη των πραγμάτων και των ανθρώπων και με ένα γλυκό λόγο, μια συνειδητή υποχώρηση μέχρι να ηρεμίσουν τα πνεύματα να δίνει χώρο στον καθένα να σκεφτεί και να τον βρει σε μια καλύτερη στιγμή, όπου οι λέξεις θα έβρισκαν το κατάλληλο έδαφος για να ανθήσει το λουλούδι του διαλόγου και της κατανόησης.
Όταν η νύχτα έριχνε τα μαύρα σεντόνια της εκείνος στόλιζε με άστρα – φιλιά το κορμί της όμορφης Μάρθας, που ήτανε ο ουρανός και η ζωή του όλη.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, χωρίς καμιά αιτία, χωρίς να το καταλάβει καν ότι είχε έρθει, μια βαθιά λύπη φώλιασε μέσα στο στήθος του. Μεγάλωνε κι απλωνότανε σα λαδιά μέσα του και του έτρωγε κάθε χαρά, τον έκανε να γερνάει πριν την ώρα του. Τα χρώματα άρχισαν να ξεθωριάζουν, οι στίχοι των τραγουδιών να τον πληγώνουν, τα βιβλία δεν του προκαλούσαν πια κανένα ενδιαφέρον. Αυτός ήτανε λογιστής. Αγαπούσε τους αριθμούς, τώρα τους αγάπησε ακόμα περισσότερο, τα κατάφερνε καλύτερα μ΄ αυτούς παρά με τις λέξεις. Οι λέξεις τον μπέρδευαν, μεγάλωναν τη λύπη του, τον πλήγωναν.

Δεν ήθελε ούτε να τις διαβάζει ούτε να τις λέει. Μιλούσε λίγο. Τη γυναίκα που αγάπησε τόσο πολύ, έβλεπε σιγά σιγά να την χάνει… Πόσο ήθελε να τη αγκαλιάσει ξανά, να αγγίξει το άσπρο χέρι της την ώρα που έπιανε το ψωμί στο τραπέζι, να την κοιμίσει πάνω στο στήθος του… Όλο έκανε να απλώσει το χέρι κι όλο αυτό ήταν κούτσουρο, ανάπηρο… Κι η μεγάλη του λύπη με τις ρίζες της απλωμένες στο στήθος του, να απομυζάει τη ζωή του, να τρέφεται από της ψυχής το δάκρυ και να του λέει «άστα πράγματα όπως είναι… θα την πληγώσεις πιο πολύ» και να τον τυλίγει όλο πιο σφιχτά και να τον τραβάει μακριά της.
Πέρασαν τα χρόνια που πήγαιναν κινηματογράφο, που βγαίνανε μόνοι ή με συντροφιά για κανένα κρασί ή για μια κοντινή εκδρομή. Τώρα η Μάρθα πήγαινε μόνο την Κυριακή στην εκκλησία γιατί δεν ήθελε να πάει πουθενά αλλού χωρίς αυτόν. Ο Άγης το έβλεπε, το καταλάβαινε πώς μαζί μ΄ αυτόν μαραινότανε μέρα με τη μέρα κι εκείνη. Και τι δεν θα έδινε για να το σταματήσει… Προσπάθησε μια και δυο και τρείς φορές να βγει, να γελάσει, να βρει τον παλιό Άγη, μα ότι κι αν έκανε ένοιωθε ξένος και γελοίος μέσα στο ρόλο αυτό ενώ από μέσα η ανεξήγητη λύπη του, του ψιθύριζε «γύρνα σε μένα, μόνο εδώ είσαι ο εαυτός σου, μου ανήκεις» και γύρναγε πάλι στο σκοτεινό του κουκούλι.
Στη γειτονιά έλεγαν ότι πειράχτηκαν τα νεύρα του… Τον χαιρετούσαν με συμπόνια «τον κακομοίρη τον κύριο Άγη που έπαθε μελαγχολία».
Κι αυτός για μόνη του παρηγοριά είχε τη μουσική και τα πουλιά του. Κάθε βδομάδα αγόραζε κι έναν καινούριο δίσκο με ορχηστρική μουσική. Κάθε απόγευμα κατέβαζε τα κλουβιά με τα δυο καναρίνια και την καρδερίνα του και τα καθάριζε. Άλλαζε το νερό τους και γέμιζε με κεχρί και κανναβούρι τα δοχεία τους. Τους έβαζε άλλοτε μια φέτα μήλο κι άλλοτε λίγο μαρούλι και το κόκαλο από μια σουπιά στα κάγκελα του κλουβιού. Έβαζε στο πικάπ ένα δίσκο και καθόταν με τα μάτια κλειστά κι άκουγε… Τα πουλιά συνήθισαν και μόλις άρχιζε η μουσική κελαηδούσαν κι αυτά. Τις Κυριακές όταν το επέτρεπε ο καιρός έβγαζε τα κλουβιά και τα κρεμούσε στη συκιά. Έβαζε ένα δίσκο στο πικάπ και γέμιζε η γειτονιά κελαϊδίσματα.

Μια ανοιξιάτικη Κυριακή η Μάρθα έφυγε για την εκκλησία. Εκείνος πήρε τα κλουβιά με τα πουλιά στον κήπο και τα καθάρισε βγάζοντας νερό από το πέτρινο πηγάδι. Τους έβαλε φρέσκο νερό και μήλο και στα καναρίνια του έξτρα λιχουδιά από μισό αυγό.
Έφερε το πικάπ και έβαλε έναν από τους αγαπημένους του δίσκους. Τα πουλιά κελαηδούσαν ξέφρενα, σχεδόν κάλυπταν τη μουσική. Η μέρα ήτανε τόσο φωτεινή, ο αέρας διάφανος δεν χωρούσε στα πνευμόνια του, σχεδόν τον πονούσε η κάθε αναπνοή, δεν άντεχε την τόση ομορφιά του πρωινού, λες και το έκανε η ζωή επίτηδες για να τον παιδέψει.
Δεν άντεχε το σκοτεινό κόσμο της ψυχής του, τη θλίψη και τη μοναξιά του. Αλλά και στον άλλο κόσμο, τον όμορφο το φωτεινό δεν μπορούσε να ζήσει… Δεν ανήκε πουθενά…
Άλλαξε τον δίσκο και έμεινε να κοιτά στο κενό.
Όταν γύρισε από την εκκλησία η Μάρθα δεν ακουγότανε πιά μουσική. Μόνο τα καναρίνια κελαηδούσαν έναν αλλιώτικο σκοπό.
Η στριγκλιά της Μάρθας έσκισε τον αέρα και κόσμος μαζεύτηκε στη στιγμή.
Από ένα χοντρό κλαδί της συκιάς κρέμονταν το άψυχο κορμί του Άγη, σαν πουλί πιασμένο στο σύρμα. Το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω και το ένα παπούτσι βγαλμένο από το πόδι σαν να μην ήθελε να ακολουθήσει σ΄ αυτό το ταξίδι. Μια μικρή σκάλα πεταμένη στο πλάι, το μαγκάνι του πηγαδιού χωρίς το σχοινί κι ο κουβάς πεταμένος στην άκρη.
Κουστουμαρισμένοι άντρες και γυναίκες με τα ταγεράκια και το αντίδωρο στο χέρι μετά την εκκλησία, σταυροκοπιόντουσαν μπροστά στο θέαμα και κάποιες πήραν την ημιλυπόθυμη Μάρθα μέσα στο σπίτι.

Τις επόμενες μέρες η γειτονιά έγινε διάσημη. Φωτογράφοι έπαιρναν φωτογραφίες για τις εφημερίδες τους κι ένας δημοσιογράφος με τα αρχαία εκείνα κασετόφωνα με τις μπαταρίες που τα κρεμούσαν στον ώμο, έκανε ερωτήσεις προτείνοντας το μικρόφωνο στους γείτονες που σκοτώνονταν ποιος θα πρωτοαπαντήσει λες και θα γίνονταν κι αυτός διάσημος. Όλοι είχαν να πούνε μια καλή κουβέντα για τον «κύριο Άγη» που δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι.
Κάποιος ρώτησε πότε θα γίνει η κηδεία και ο κύριος Φώτης ο ιεροψάλτης γούρλωσε τα ξεπλυμένα κάτω από τα πυκνά φρύδια μάτια του και είπε ξαφνιασμένος : «Κηδεία; Δεν δικαιούται των λόγων του Θεού κάποιος που απαρνήθηκε το υπέρτατο δώρο της ζωής που του χαρίστηκε από τον Δημιουργό του. Οι πύλες του παραδείσου δεν θα ανοίξουν γι’ αυτόν, είναι ένας αυτόχειρ!!!» και κράτησε το ρο παρατεταμένα τόσο που ακούστηκε σαν τον ήχο που κάνει η αλυσίδα της άγκυρας που πέφτει από το πλοίο.
Τον άκουσε η Μάρθα κι ήθελε να του φωνάξει ότι ο Άγης της ήταν τώρα ευτυχισμένος κι ένας κήπος γεμάτος πουλιά τον περίμενε σε ένα κομμάτι του ουρανού που δεν ήταν χαρτογραφημένο μέσα στα βιβλία του κυρ- Φώτη. Ένας ουρανός που τους χωρούσε όλους αλλά δεν χωρούσε στις ψαλμωδίες του. Πνίγηκαν οι λέξεις μέσα στον πόνο και σε ένα λυγμό.

Έγιναν όλα τα διαδικαστικά και ντύθηκε στα μαύρα η Μάρθα και βουβάθηκαν τα πουλιά. Μετά από δυο τρείς μήνες ένα μεγάλο φορτηγό σταμάτησε μπροστά στο σπίτι κι η Μάρθα φόρτωσε όλα τα πράγματά του νοικοκυριού της και σφάλισε για πάντα την πόρτα του σπιτιού. Τελευταία άφησε τα κλουβιά. Τα κρέμασε πάνω στη συκιά κι άνοιξε τις πορτούλες τους. Τα πουλιά πέταξαν στον ουρανό προς την ίδια κατεύθυνση σαν να ήξεραν ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο που θα τα οδηγούσε στον παλιό τους φίλο. Σε κείνον, τον άλλο ουρανό… Είχαν ελευθερωθεί κι αυτά …
Χρόνια μετά κάποιοι θυμόντουσαν την ιστορία του «κυρίου Άγη» και πες – πες την παράλλαξαν, κάποιοι λέγανε ότι το σπίτι στοίχειωσε, πως έβλεπαν το βράδυ να αναβοσβήνουν τα φώτα κι άκουγαν να κελαηδούν καναρίνια. Δέκα χρόνια μετά δόθηκε αντιπαροχή και το συνεργείο κατεδαφίσεων έσβησε κάθε ήχο και εικόνα του μέσα σε ένα ντουμάνι σκόνης.