9 του Γενάρη, σωτήριον έτος 2021. Σύμφωνα με το νέο εθιμοτυπικό ανταλλάσσω μηνύματα με τον Άι-Βασίλη, καθημερινά.
«Ο αέρας πήρε την μάσκα μου! Ξέχασα να αναπνέω χωρίς αυτή!», μου γράφει.
«Ξεκίνα! Έχω αφήσει στο τραπέζι μία ολοκόκκινη για εσένα, δίπλα από το ποτήρι με το γάλα! Και μία δεύτερη από λευκή γουνίτσα να την φοράς πάνω από την κόκκινη, να μην κρυώνεις στα ψηλά! Το παλτό σου να βάλεις, θα έρθουν πολλά χιόνια!», του απαντώ.
«Κρατήσανε τον Ρούντολφ στα διόδια, γιατί δεν ήμασταν συγγενείς πρώτου βαθμού στο ίδιο όχημα και πληρώσαμε και οι δύο πρόστιμο! Θα αργήσω!», έγραψε πριν πέντε μέρες.

«Να έρθω να σε πάρω; Θα βάλω τον κωδικό 4. Είσαι εξ’ άλλου ο παππούς μου», απάντησα αμέσως.
«Ξέρεις, δεν βρίσκω και τα δέματα με τα δώρα… Ένας Θεός γύρευε σε ποια αποθήκη ταχυμεταφορών ξημεροβραδιάζονται φοβισμένα, … Βλέπεις φέτος… δεν με αφήσανε να ζέψω και τα άλλα πρόθυμα ελάφια μου στο όχημα, μόνο μέχρι δύο άτομα όρισαν… γι’ αυτό και εγώ έστειλα τα δώρα με ταχυμεταφορά… να τα παραλάβω από κοντινή αποθήκη…», έγραψε τέσσερεις αράδες γεμάτα αποσιωπητικά, πριν δύο μέρες. Δεν πρόκειται να ξεστολίσω φέτος, όσο καιρό και αν του πάρει να έρθει! Δεν θέλω δώρα, μονάχα να έρθει! Να του μαγειρέψω με κουκουνάρι και σταφίδες να με χαρίσει τον σκούφο του, να με ταξιδέψει σε χώρες χωρίς να χρειάζεται να κάνω εμβόλιο, να καθίσουμε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, τυλιγμένοι με την ίδια κουβέρτα και να με πάρει ο ύπνος.

«Βρέ μαμά, μαγειρεύεις πια κάθε μέρα σαν, να είναι Χριστούγεννα!», με είπε ο γιός μου.
Όπου μπορώ, και όπου δεν μπορώ προσθέτω κουκουνάρι και σταφίδες. Λέτε να με έμεινε κουσούρι τόσα χρόνια που περιμένω τον Άι-Βασίλη;