Σήμερα φτιάχνω ψωμί με προζύμι. Κάθε φορά που μπαίνω στη διαδικασία αυτή, δηλαδή μια φορά την εβδομάδα, θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί να κάθεται στο πεζούλι του κήπου μου στο χωριό και να περιμένω τη θειά Πολυτίμη να βγάλει τα ψωμιά. Μέχρι τα 18 μου έζησα στο χωριό. Έφυγα όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Δύο γειτόνισσες είχα από τη δεξιά μεριά του σπιτιού, από τη μεριά του κήπου. Τη θειά Πολυτίμη και τη θειά Ελένη. Η προσφώνηση θειά με τον τόνο στη λήγουσα, ήταν απαραίτητη κάθε φορά που ήθελες να απευθυνθείς σε γυναίκα μεγαλύτερη. Οπότε γύρω γύρω στο σπίτι ήταν για μένα η θειά Ηρώ, η θειά Δημητρούλα η μοδίστρα, η θειά Νούλα, η θειά Ελένη και η θειά Πολύτιμη οι οποίες ζυμώνανε ανελλιπώς. Δεν ξέρω αν είναι η νοσταλγία που με κάνει να θυμάμαι τη μυρωδιά του ξυλόφουρνου τόσο μαγική. Ξερές μεγάλες κλάρες από ελιές και άλλες από κληματαριές να κάνουν φλόγα για να κάψει ο φούρνος της πατούσε με το πόδι και της τραβούσε με το χέρι η θειά Ελένη για να της σπάσει να χωρέσουν στη μικρή πόρτα. Στην αρχή από το στόμιο ξεπεταγόταν μια λαίμαργη φωτιά μαζί με ένα δυνατό φύσημα σαν να καίγεται ολόκληρο δάσος. Το ηχείο που σχηματίζει η σπηλιά του φούρνου έκανε τον ήχο αυτό να ακούγεται απόκοσμος στ’ αυτιά μου. Σιγά σιγά η φωτιά έπεφτε και άφηνε πίσω της μικρά μικρά καρβουνάκια τόσο λαμπερά και κόκκινα που έμοιαζε το πάτωμα του φούρνου σαν να είναι στρωμένο με ρουμπίνια. Όλος ο θόλος γινόταν κατάλευκος. Έχεις δει πως είναι από μέσα τα ιγκλού τον Εσκιμώων; Τόσο λευκό χρώμα έπαιρνε ο φούρνος, μόνο που αυτό δεν ήταν σημάδι παγωνιάς αλλά της απόλυτης θερμοκρασίας. Αυτής που ήταν έτοιμη να ψήσει τα πάντα. Αρνάκια, μοσχαράκια, κουνελάκια, πατατούλες, χορτόπιτες, μπρούστουλες ( άλλη φορά θα σας πω τι είναι), κολοκυθόπιτες και φυσικά ψωμιά. Έτσι ψηνόμουν και γω στο σκαλοπάτι μέχρι να βγει το πρώτο ψωμάκι.

Περίμενε όμως ακόμα δεν ήρθε η ώρα. Τα κάρβουνα πρέπει να πάνε στις άκρες του φούρνου και να μείνει το πάτωμα καθαρό. Ήρθε η ώρα της πανιάρας. Ένα μακρύ ξύλο που στην άκρη του ήταν δεμένο ένα ή πολλά πανιά μαζί, εξού και πανιάρα. Όταν θέλανε καμιά φορά να δουν τη γλώσσα μας οι μεγαλύτεροι, λέγανε για βγάλε έξω την πανιάρα σου. Έπιανε στα χέρια η θειά Ελένη την πανιάρα και με επιδέξιες κινήσεις και γρήγορες, για να μην πιάσει φωτιά το πανί, σκούπιζε το πάτωμα του φούρνου από τα κάρβουνα, σπρώχνοντάς τα στις άκρες για να κρατούν ζεστασιά. Πότε πότε βουτούσε την πανιάρα σε ενα σίγκλο (κουβάς) με νερό για να την σβήσει. Το πρόσωπό τους κατακόκκινο από τη φωτιά, δένανε το μαντίλι μαγουλίκι σε όλο το κεφάλι σαν Νίντζα για να μην καίγονται. Μιλάμε για γυναίκες 75 και 80 χρόνων τότε. Μετά η μεγάλη στιγμή έφτανε και δεν ήταν άλλη από αυτή της «προπύρας». Τέτοια έφτιαξα και γω σήμερα. Η προπύρα είναι ένα είδος λαγάνας πασπαλισμένη με χοντρό αλάτι και σουσάμι.

Ζάχοοο ακουγόταν μια φωνή. Πήγαινε σε φωνάζει η θειά Πολυτίμη, μου έλεγε η μάνα μου. Τσακιζόμουν εγώ να πάω και έφτανα πάνω από το φούρνο. Σε όλη τη διαδρομή έτρεχα και τα τελευταία βήματα τα έκανα ντροπαλά. Έλα πήδα το πεζούλι με προσοχή. Ποια προσοχή; Αν με έβλεπε η θειά Πολυτίμη πώς πηδούσα το πεζούλι όταν δεν ήταν μπροστά δε θα το γλίτωνε το εγκεφαλικό. Παρ’ όλα αυτά μπροστά της κατέβαινα με προσοχή. Πρόσεχε μην καείς. Καίει, και έσπαγε με τα δυο της χέρια την προπύρα στα δύο. Αμάν αμάν τι μυρωδιά θεϊκή. Σαν αυτή που βγαίνει τώρα από το φούρνο μου, μόνο που δεν είναι με ξύλα, ούτε πανιάρα έχει ούτε φτυάρι ξύλινο. Τα έχω όμως στο μυαλό μου και αυτό είναι κάτι. Να ναι καλά όλες οι θειές του χωριού μου και η μάνα μου που με φώναζε να πάω. Δεν την πετυχαίνω ακριβώς στη γεύση της μνήμης μου, ούτε και θέλω να σας πως την αλήθεια. Άστην αυτή τη γεύση να την κυνηγάω. Έτσι έχει νόημα..

Υ.Γ.: Η θειά Πολύτιμη και η θειά Ελένη έχουν ταξιδέψει πια. Η μαμά φυσικά ζει. Τότε που με φώναζε πρέπει να ήταν στα 33. Εγώ θα μουν δε θα μουν 6.