Πέμπτη πρωί ο Χρήστος κατέβαινε το δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία. Χειμωνιάτικη μέρα, ηλιόλουστη και το μαύρο μπουφάν του ένοιωθε πως ήταν μια παραφωνία στην αφθονία του φωτός και των χρωμάτων. Στην τσέπη του διπλωμένη ρολό η πρωινή εφημερίδα και στο αριστερό του χέρι μια πλαστική τσάντα με τη φίρμα γνωστού βιβλιοπωλείου. Τα τζάμια του καφενείου «Η συνάντηση» αντανακλούσαν σαν καθρέφτες το φως χωρίς να αφήνουν να διακρίνεται τίποτα από το εσωτερικό του παρά μόνο σκοτεινιά. Μπήκε κι αναζήτησε με τα μάτια τον Σταμάτη. Λίγοι οι πελάτες και μόλις συνήθισε στο λιγοστό φως τον διέκρινε στο βάθος να κάθεται σε ένα τραπέζι έχοντας μπροστά του τον μισοτελειωμένο καφέ του. Τράβηξε την καρέκλα και τον καλημέρισε ενώ κάθονταν.

-Θανάση έναν σκέτο, έκανε νόημα με το χέρι στον καφετζή.
-Φέρε κι ένα τάβλι, φώναξε ο Σταμάτης.
-Α, όχι σήμερα δεν προλαβαίνω… Θα πάω στην πορεία διαμαρτυρίας για τα εργασιακά, τον έκοψε ο Χρήστος.
-Α, ρε Χρήστο… δεν διορθώνεσαι με τίποτα… Γεράσαμε κι ακόμα δεν κατάλαβες ότι ο κόσμος σκατά ήτανε και σκατά θα μείνει…
-Τι λες τώρα ρε Σταμάτη… Και το δίκιο… που το βάζεις το δίκιο;
-Το δίκιο το έφαγε ο καπιταλισμός και το ξέρασε στα μούτρα μας… Όλα είναι για το συμφέρον…
-Και για πες μου για να ‘χουμε καλό ρώτημα, ποιο είναι το δικό σου συμφέρον; Να κάθεσαι και να παίζεις τάβλι την ώρα που σου κόβουνε το μισθό και τη σύνταξη; Να παρακολουθείς στις ειδήσεις τα γκάλοπ με τα ποσοστά της ανεργίας έχοντας άνεργο γιό, και τα ρεπορτάζ από τις λαϊκές που δείχνουν τους ανθρώπους να μαζεύουν από κάτω ότι απόμεινε για να την βγάλουν ενώ και το δικό σου ψυγείο είναι άδειο;
-Συμφέρον φιλαράκο είναι όταν εσύ κάνεις απεργία και χάνεις πέντε μεροκάματα, ο άλλος να παίρνει ολόκληρο το μηνιάτικο και να μην τον κουνάει κανένας από τη θέση του την ώρα που εσύ κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου. Συμφέρον είναι ο μπάρμπα- Θόδωρας που όταν ο πατέρας σου ήταν εξορία στη Μακρόνησο προχώραγε τη ζωή του κι έφτιαξε τα μαγαζιά και τα διαμερίσματα… Συμφέρον είναι η κυρία Μακρίδου που ξημεροβραδιαζότανε στο βουλευτικό γραφείο του Μπριλάκη με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά κι εξασφάλισε δουλειά για την κόρη της… συμφέρον είναι η ευλυγισία και η ελαστικότητα πολιτικών και πολιτών να πηδάνε σαν καγκουρό από τον ένα χώρο στον άλλο…
Αυτό είναι συμφέρον…

Δυό άγνωστοι τύποι από το διπλανό τραπέζι είχαν σταματήσει την κουβέντα τους και φαίνονταν να παρακολουθούν διακριτικά…
-Και τι μου λες τώρα ρε Σταμάτη, συνέχισε ο Χρήστος, να ξεχάσω το σωστό και να κοιτάξω την πάρτη μου και πως θα την βγάλω εγώ καθαρή; Ρούφηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ του και σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού το μουστάκι του συνέχισε.
-Ρε συ θα ‘ρχεται κάθε βράδυ ο συχωρεμένος ο πατέρας μου και θα με φτύνει… θα βλέπω τους συντρόφους μου και θα αλλάζω δρόμο… Και μετά χωρίς καμιά αντίσταση , χωρίς πάλη, χωρίς ιδανικά θα μας πάρουν φαλάγγι… Θα χάσουμε τη ζωή και την ψυχή μας μαζί…
Ο άλλος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του, έφερε μια γύρα το πιατάκι με το φλιτζάνι και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι του είπε ξερά: Κάνε λοιπόν την πολιτική σου γυμναστική με ασκήσεις περιορισμένης επικινδυνότητας και σε προστατευμένο περιβάλλον… Φάε μια μερίδα δίκιο, ζεστάσου με τα ιδανικά σου και με ότι περισσεύει πορέψου. Συναισθηματισμοί και αυταπάτες…

-Το δίκιο φίλε μου… το δίκιο το ρημάδι είναι το ίδιο όλους τους καιρούς… Απαιτητικό, βασανιστικό… Θέλει το μυαλό και την ψυχή σου, σα θρησκεία που πετάει το κορμί σου στα σκουπίδια της κατανάλωσης… Για να σου χαρίσει τι;… Έναν βαθύ ύπνο … Άντε να πηγαίνω τώρα… είδα πέρασαν κι οι άλλοι… Θα τα πούμε αύριο, μέχρι τότε προπονήσου στο τάβλι γιατί θα σου τα πάρω πάλι όλα διπλά.
Άφησε το αντίτιμο του καφέ στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κλείνοντας την κοντοστάθηκε, άνοιξε την πλαστική τσάντα, έβγαλε ένα χάρτινο πικέτο και το φόρεσε από το λαιμό με καμάρι σαν να φόραγε την καινούρια του μεταξωτή γραβάτα. Πέρασε το χέρι πάνω απ’ τα μαλλιά του κι άνοιξε το βήμα του.