Μετά την επί μήνες αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, την αιματηρή εισβολή ακροδεξιών στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου και την παραπομπή του για δεύτερη φορά για υποκίνηση σε βία κατά της κυβέρνησης, ο Ντ. Τραμπ αποχωρεί από τον Λευκό Οίκο παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Τζο Μπάϊντεν σε μια πρωτόγνωρη για τις ΗΠΑ διαδικασία και σε μια πόλη (Ουάσιγκτον) που θυμίζει πάνοπλο φρούριο. Ο ίδιος ο Τραμπ δεν θα είναι εκεί, όπως δεν ήταν και ο Σαμαράς όταν αναλάμβανε ο Τσίπρας. Πάλι πρώτοι εμείς…


Απ’ όσα άκουσα και διάβασα όλες τις προηγούμενες μέρες για τις αμερικανικές εκλογές και τα όσα ακολούθησαν, εκείνα που συγκράτησα και κατέγραψα είναι τα εξής :
Φοβερά και τρομερά πράγματα συμβαίνουν στη μητρόπολη του καπιταλισμού, δηλαδή στη χώρα που βγήκε νικήτρια στην τιτάνια μάχη που έδωσε για 45 χρόνια εναντίον του κατ’ ευφημισμό αντιπάλου της, στη χώρα που υπερηφανεύεται για την ποιότητα της δημοκρατίας της και καλεί, άλλοτε με το καλό, άλλοτε με το άγριο, τις άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της, να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της Ιστορίας ως προς το ποιο οικονομικό μοντέλο και ποιο πολιτικό σύστημα επικράτησαν οριστικά και αμετάκλητα.
Ο μέχρι σήμερα το πρωί πρόεδρός της αμφισβητεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Αρνείται να παραδεχτεί την ήττα του, συνεχίζει να μιλάει για νοθεία, ενώ από την ημέρα των εκλογών ζητούσε συνέχεια από τους οπαδούς του να βγουν στους δρόμους, να διαμαρτυρηθούν ακόμα και με τα όπλα στα χέρια και προσπαθούσε να ανατρέψει την κατάσταση προσφεύγοντας στα δικαστήρια, αφού είχε φροντίσει να διορίσει δικαστές που ανήκουν στη δική του ιδεολογική οικογένεια.

Στη χώρα αυτή υπάρχουν μόνο δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία (δεν απαγορεύεται να φτιάξεις κόμμα αλλά το σπορ είναι πανάκριβο – πού να βρεις τα λεφτά να το στήσεις και να αγοράσεις χρόνο στα μέσα ενημέρωσης), οι υποψήφιοι πρόεδροι πανηγυρίζουν για τα ποσά που μάζεψαν για την εκστρατεία τους από τους… ανιδιοτελείς χορηγούς, χωρίς πάντως να ανακοινώνουν τα ανταλλάγματα που έδωσαν, και ισχύει ένα προβληματικό ως προς την εγκυρότητά του εκλογικό σύστημα. Δεν κερδίζει τις εκλογές όποιο κόμμα συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους, αλλά το κόμμα που θα εξασφαλίσει τους περισσότερους εκλέκτορες, που δεν είναι το ίδιο πράγμα. Το έχουν ξαναζήσει οι Αμερικανοί πολίτες αυτό το περίεργο φαινόμενο. Ο Γκορ και η Χίλαρι Κλίντον έχασαν τις εκλογές, αν και είχαν πάρει 300.000 ο πρώτος και τρία εκατομμύρια η δεύτερη περισσότερες ψήφους από τον Μπους τον μικρό και τον Τραμπ, αντίστοιχα.
Έτσι και τώρα ο «πρόεδρος του χάους», όπως όλοι περίμεναν, αμφισβήτησε αμέσως το αποτέλεσμα σε μια σειρά από Πολιτείες-κλειδιά, σπέρνοντας ακόμη περισσότερη διχόνοια στις ήδη ακραία πολωμένες ΗΠΑ.

Ένα είναι βέβαιο. Σήμερα με την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάϊντεν, οι βαθιές εσωτερικές πληγές της Αμερικής -που λόγω μεγέθους και ειδικού βάρους στον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος μάς αφορά όλους, ιδίως στο λεγόμενο «δυτικό στρατόπεδο» όπου καλώς ή κακώς εντάσσεται και η χώρα μας- δεν πρόκειται να κλείσουν εύκολα. Και ο Μπάϊντεν μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, θα έχει απέναντί του την άλλη μισή Αμερική. Μια «άλλη Αμερική» βαριά οπλισμένη, φανατική και μισαλλόδοξη, όπου η παραμικρή ένδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης χαρακτηρίζεται… κομμουνισμός και όπου ο ασυνάρτητος, ρατσιστικός και εθνικιστικός πολιτικός λόγος του Τραμπ βρίσκει εύφορο έδαφος για να καρπίσει.
Το γεγονός ότι ο Τραμπ κατάφερε να πάρει αισθητά περισσότερες ψήφους απ’ ό,τι το 2016, δείχνει πως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από τον παραλογισμό ενός μόνο ανθρώπου και αντίθετα σχετίζεται με τις ιδεοληψίες δεκάδων εκατομμυρίων, που βλέπουν ακόμη και σήμερα στο πρόσωπο του λαϊκιστή μεγιστάνα τον καλύτερο, τον πιο πατριώτη (!) πρόεδρο όλων των εποχών. Και αυτό, ακόμη και μετά την επιεικώς τραγική διαχείριση της πανδημίας, με 230.000 νεκρούς, πολλοί από τους οποίους θα ζούσαν ακόμη αν στη θέση του ανεκδιήγητου Τραμπ υπήρχε κάποιος άλλος, σοβαρότερος άνθρωπος.

Και για πρώτη φορά είχαμε την κατάληψη του Καπιτώλιου με την παρότρυνση του Τραμπ και όχι μόνο. Ένα πραξικόπημα «οπερέτα» με πρωταγωνιστές διάφορους εθνικοπαράφρονες, ναζιστές, συνωμοσιολόγους και γραφικούς πλην επικίνδυνους τύπους παρέπεμπε σε κάτι το «μπρουτάλ» και πρωτόγονο για μια σύγχρονη υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ. Όπως υπογράμμισε ο Μπάϊντεν, η συγκέντρωση των οπαδών του Τραμπ «δεν ήταν διαμαρτυρία… ήταν χάος». Πρόσθεσε πως «δεν ήταν διαδηλωτές. Μην τολμήσετε να τους ονομάσετε διαδηλωτές. Ήταν ένας ταραχώδης όχλος – στασιαστές, εγχώριοι τρομοκράτες». Επισήμανε δε με νόημα, «Οι οπαδοί αυτοί, οι οποίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό λευκοί, δεν αντιμετωπίστηκαν επιθετικά από την αστυνομία, εξαιτίας εν μέρει της φυλής στην οποία ανήκουν. Κανείς δεν μπορεί να μου πει ότι αν ήταν μια ομάδα διαδηλωτών από τους Black Lives Matter, δεν θα είχαν αντιμετωπιστεί πολύ διαφορετικά από τους κακοποιούς που εισέβαλαν χθες στο Καπιτώλιο».

Και φυσικά έσπευσαν οι ηγέτες διαφόρων ευρωπαϊκών και μη χωρών να καταδικάσουν τα όσα τραγικά έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες με την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, κάνοντας αναφορά στη δημοκρατία, στους θεσμούς και στο μεγαλείο της χώρας, με τα οποία δεν συνάδουν τέτοιου είδους πράξεις. Ωστόσο, η πρεμούρα των Ευρωπαίων να αποστασιοποιηθούν από τα τεκταινόμενα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν τους απαλλάσσει από τα δικά τους πεπραγμένα στο πεδίο της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Αυτές όλες οι αθώες περιστερές κριτικάραν τον Τραμπ, χωρίς να αποκηρύσσουν όμως τις πολιτικές του που έκαναν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.
Τώρα αν αυτό το εκρηκτικό μίγμα το βλέπαμε σε μια ασιατική ή αφρικανική χώρα, όλοι αυτοί Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι θα μιλούσαν για «αποτυχημένο κράτος». Ωστόσο μην ξεχνάμε ότι, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της συγκεκριμένης χώρας παραδίδουν, χρόνια τώρα, μαθήματα δημοκρατίας, επιβάλλουν κυρώσεις, καθοδηγούν εκτροπές, πραξικοπήματα και απειλούν με στρατιωτική επέμβαση τις κυβερνήσεις που δεν είναι της αρεσκείας τους. Να θυμίσω ότι στήριξαν με όλα τα μέσα κάθε προσπάθεια των φιλικών τους δυνάμεων να υπονομεύσουν κυβερνήσεις και πολιτικούς που αντιστέκονταν στα κελεύσματά τους. Τα παραδείγματα πολλά. Όποτε κέρδιζε εκλογές στη Βενεζουέλα ο Τσάβες έπεφταν σωρηδόν καταγγελίες για νοθεία. Όλες οι εκλογικές νίκες του Μαδούρο ήταν προϊόν βίας και νοθείας. Πόνταραν στον Γουαϊδό αλλά αποδεικνύεται κουτσό άλογο. Πέτυχε εκλογικό θρίαμβο ο Μοράλες στη Βολιβία; Ήταν φανερό πως έκανε πραξικόπημα. Υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και ανέλαβαν να τη σώσουν κάτι απίθανοι τύποι με πολλά εκατομμύρια στους λογαριασμούς τους στις ΗΠΑ.

Στα δικά μας τώρα, ο Μπάϊντεν δεν συμπαθεί τον Ερντογάν. Αυτό είναι ηλίου φαεινότερο. Δεν ταιριάζουν τα χνότα τους. Δεν έχουν καλή χημεία. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών παίζουν έναν ρόλο, όχι όμως τον βασικό. Αυτό που μετράει για τον αρχηγό μιας χώρας που θέλει να παραμείνει υπερδύναμη είναι τα οικονομικά συμφέροντα και οι γεωπολιτικές ισορροπίες.
Είναι συνεπώς υποχρεωμένος ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ να πάρει υπόψη του ότι ο Ερντογάν διοικεί μια μεγάλη χώρα, παραδοσιακή σύμμαχο των ΗΠΑ και της Δύσης, και, παρά τα πολλά και σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην οικονομία, παρά τις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται στο κόμμα του, παρά τη μείωση της ηγετικής λάμψης του στην κοινωνία, παρά την εμπλοκή του σε πολεμικά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή, παραμένει υπολογίσιμος, ελέγχει περίπου το μισό εκλογικό ακροατήριο και, επειδή είναι τυχοδιώκτης και οπορτουνιστής υψηλού επιπέδου, δεν αποκλείεται, αν πιεστεί αφόρητα, αν εκβιαστεί ωμά, να περάσει από τη ρητορική στην πράξη και να ενισχύσει τους δεσμούς του με τη Ρωσία του Πούτιν. Κι αυτό δεν θα το ήθελαν σε καμία περίπτωση ο Μπάϊντεν και οι άνθρωποί του που θα στελεχώσουν τα καίρια πόστα της αμερικανικής διοίκησης γιατί θεωρούν ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι ο βασικός αντίπαλος των ΗΠΑ.

Στη διεθνή σκηνή και το μέλλον της, δεν ξέρω ποια είναι η πιο χαρακτηριστική ένδειξη της αλήθειας του τίτλου: Η εικόνα της εισβολής του ετερόκλητου πλήθους στο Καπιτώλιο; Ή το γεγονός ότι η Κίνα του 1,4 δισ. κατοίκων εδώ και μήνες έχει μηδενίσει το κοντέρ του θανάτου από κορονοϊό, ενώ μετρά μόλις ελάχιστες δεκάδες νέων κρουσμάτων τη μέρα; Ποια είναι λοιπόν η πιο ισχυρή απόδειξη παρακμής της Δύσης; Η καταρράκωση της δημοκρατίας στην καρδιά της Αυτοκρατορίας; Ή ο θρίαμβος της ανερχόμενης ανατολικής αυτοκρατορίας κατά της πανδημίας χωρίς καν το εμβόλιο;
Ρίξτε μια ματιά στα στοιχεία του Worldometer –ένας από τους πολλούς online μετρητές της πανδημίας– και θα καταλάβετε. Η Κίνα, με τετραπλάσιο πληθυσμό από τις ΗΠΑ, έχει μείνει εδώ και μήνες σε μόλις 4.600 θανάτους και λιγότερα από 100.000 κρούσματα, όταν η πλανηταρχία μετρά 22 εκατ. κρούσματα και 374.000 θανάτους. Αλλά δεν είναι το μόνο που πέτυχε. Με την εξαίρεση της Ινδίας, η Κίνα περίπου επέβαλε ένα συγχρονισμένο μοντέλο αναχαίτισης του ιού στις περισσότερες χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού, που επέδειξαν επίσης μια ικανοποιητική θωράκιση του πληθυσμού, παρότι τα συστήματα διακυβέρνησής τους είναι εντελώς «δυτικά». Η Κίνα πέτυχε επίσης μια γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής της δραστηριότητας – από την ύφεση 7% του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου της πανδημίας, έκλεισε το 2020 με έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης σχεδόν 5%, κι αυτό παρά τα εκτεταμένα λοκντάουν στους βασικούς πελάτες της, τις χώρες της Ευρώπης. Σκεφτείτε τι θα συμβεί όταν η πανδημία υποχωρήσει και στη Δύση, όταν η κυβέρνηση Μπάϊντεν επαναφέρει –όπως αναμένεται– έναν στοιχειώδη ορθολογισμό στον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε ο Τραμπ, όταν ενεργοποιηθεί η επενδυτική συμφωνία Κίνας-Ε.Ε. που μόλις στην εκπνοή του 2020 συνομολογήθηκε.
Τι θα συμβεί; Αυτό που το βρετανικό θινκ τανκ CEBR προέβλεψε προ δυο εβδομάδων. Η Κίνα θα αναδειχθεί και επίσημα μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, πάνω από τις ΗΠΑ, πολύ νωρίτερα απ’ όσο προβλεπόταν, από το 2028. Και μακριά το βλέπουν, λέω εγώ, γιατί αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη της Παγκόσμιας Τράπεζας για μια ολόκληρη χαμένη δεκαετία, αν η διεθνής οικονομία τρέχει με έναν ισχνό ρυθμό 3,5%, οι αναπτυγμένες «δυτικές» οικονομίες με λιγότερο από 2% και η Κίνα τρέχει με 7-8%, η κινεζική «συντέλεια» θα έρθει πολύ νωρίτερα, μέχρι 2025 βαριά, λέω εγώ.
Ότι τα Καπιτώλια, οι Μπούντεσταγκ και οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν θεωρούνται πια ούτε αναγκαίο ούτε κατάλληλο πολιτικό κέλυφος για τον καπιταλισμό της ψηφιακής επιτήρησης, του υπολογιστικού νέφους και της εργασιακής πλατφόρμας. Μια χαρά γίνεται η δουλειά με αυταρχικά και συγκεντρωτικά συστήματα διακυβέρνησης.

Ύστερα μου λες να μην ανησυχώ για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, «που πάμε ρε;» που θα ‘λεγε κι ο αείμνηστος Αυλωνίτης…. Όσο και να απεχθανόμαστε δικαίως τον τραμπισμό και ανυπομονούμε να τον ξεφορτωθούμε, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι δημοκρατία βάρβαρη πάλι μας τάζουν.