Καθόσουν πίσω απ΄το παλιό τραπέζι, στο ημίφως του υπογείου κι είχες αραδιασμένα πάνω του τα παλιά εργαλεία σου. Μια πένσα, μια τανάλια, το τσαγκαρσούλι, μια χοντρή βελόνα, τη σφόρα και κάτι αυτοσχέδια μπαλώματα που έφτιαχνες από τις σαμπρέλες … Στο στόμα σου είχες πέντε- έξι ψιλά καρφιά και επιδιόρθωνες σιωπηλός τα παλιά μας παπούτσια, να τους δώσεις παράταση ζωής… Ήθελα τόσο πολύ να σε κάνω να γελάσεις και να φύγουν τα καρφιά από το στόμα σου σαν να επρόκειτο να σε ξεκαρφώσω από το σταυρό σου… Εσύ όμως τον αγαπούσες τόσο πολύ που δεν γέλασες…


Μαζί γεράσαμε…. Εγώ να τους αγκαλιάζω μέσα στους πέτρινους τοίχους μου, να τους προφυλάγω από τα κρύα του χειμώνα κι απ΄ το λίβα του καλοκαιριού, να κρύβω στις μικρές ρωγμές τα όνειρά τους… κι εσύ να οργώνεις τα σπλάχνα της γης για τον επιούσιο. Τώρα που φύγανε όλοι τους για άλλες αγκαλιές, δεν ακούω πια τις ανάσες τους… Δες με παρατημένο σαν και σένα…. Ανοιχτό το πορτόνι μου στους ξένους, στα σκυλιά και στους αέρηδες… Κι εσύ αφημένο στο σύνορο, να σκουριάζεις πάνω στις μαύρες ρόδες σου αφήνοντας το τελευταίο ρόγχο μέσα από τα άδεια από αέρα λάστιχα σου…