Μια παράξενη συννεφιά σιωπηλή και ακίνητη έκανε εκείνο το πρωί να μοιάζει σαν να κρατά την ανάσα του περιμένοντας κάτι που θα συνέβαινε από ώρα σε ώρα.
Οι προβλέψεις του καιρού έλεγαν για χιόνια ακόμα και στα πεδινά, μιλούσαν για ακραία καιρικά φαινόμενα. Μετά από τόσες φορές που είχαν εκδοθεί παρόμοια δελτία και τα περισσότερα είχαν διαψευστεί κανένας δεν έδινε σημασία κι όλα κυλούσαν φυσιολογικά.
Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν τρελό κι η Βέτα έψαχνε απελπισμένα να το βρει… Επάνω στη βιασύνη της παρέσυρε κι έχυσε τον καφέ της , πάτησε την άκρη της μακριάς ρόμπας της και γονατιστή έπεσε μπροστά στον καναπέ πιάνοντας την ασύρματη συσκευή σαν αλεπού που μόλις έπιασε λαγό.
-«Επιτέλους το σήκωσες… Τί κάνεις; Κοιμάσαι ακόμα;» ήρθε η φωνή της φίλης της από την άλλη άκρη.
-«Από τα χαράματα έχω σηκωθεί…Λες και δε με ξέρεις… Έψαχνα πάλι να βρω το ρημάδι το τηλέφωνο… σκέφτομαι να το κρεμάω στο λαιμό μου… Σου έχω πει όταν τηλεφωνείς να το αφήνεις να χτυπά… να μου δίνεις τον χρόνο μου…δεν μπορώ να τρέχω, δεν είμαι η γαζέλα που ήξερες πιά…» απάντησε λίγο αυτάρεσκα.
-«Μια φορά γαζέλα – πάντα γαζέλα!!! Είσαι η πιο καλά διατηρημένη από όλες μας! Ο κύριος Παπασπύρου, αυτός ο καινούριος με το μουσάκι που γράφτηκε τελευταία στη δική μας λέσχη βιβλίου, όταν τον συνάντησα χτες στο Σούπερ μάρκετ ήταν γοητευμένος από σένα… Την κυρία Βέτα, μου είπε δεν πρέπει να την καλούμε Βέτα αλλά Ελισάβετ όπως την Βασίλισσα. Με τέτοια χάρη, κομψότητα, καλλιέργεια και καλό γούστο, θα έπρεπε να συχνάζει στα καλύτερα σαλόνια, να της φιλούν το χέρι και να υποκλίνονται στην ομορφιά της όλοι οι άντρες της πόλης.»
-«Να του μεταφέρεις τις ευχαριστίες μου Αμαλία μου και να του πεις να αποφεύγει τις πολλές συγκινήσεις και τους υπερβολικούς ενθουσιασμούς γιατί κάποιες φορές αποβαίνουν μοιραίοι για αγόρια της ηλικίας του… Όσο για την καλλιέργεια, το μόνο που καλλιεργώ είναι λίγες ελπίδες και τις αυταπάτες μου…
Θα έρθεις από δω; ‘Έφτιαξα το κέικ που σου αρέσει.. έλα να πιούμε ένα καφέ και να πάρεις το μισό γιατί ποιος θα το φάει… Τα παιδιά δεν πρόκειται να έρθουν αυτό το μήνα… η εγγονή μου πνίγεται στα φροντιστήρια…»
-«Αποκλείεται Βέτα μου… έχω κομμωτήριο…ξέρεις τώρα, θα με πάρει μεσημέρι…Θα βρεθούμε στις εφτά, κατευθείαν στο Αρτ- καφέ.»
-«Εντάξει τα λέμε» είπε κι έκλεισε πετώντας το τηλέφωνο στον καναπέ κι αυτό χώθηκε πίσω από το μαξιλάρι.

Η Βέτα …. μια λεπτή, φινετσάτη γυναίκα με άψογη σιλουέτα παρά τα εβδομήντα χρόνια της. Η διάφανη σχεδόν επιδερμίδα με τις αδιόρατες ρωγμές από το χρόνο έκανε φωτεινότερο το πρόσωπό της με τα αδρά χαρακτηριστικά που με ένα απαλό κραγιόν άγγιζε την τελειότητα.
Ντύνονταν με ένα τελείως προσωπικό στυλ που την έκανε να ξεχωρίζει.
Όποιος την έβλεπε πρώτη φορά θα υπέθετε πως ήταν ξένη… Μια σικάτη ευρωπαία, μια δυναμική , ανεξάρτητη γυναίκα με στυλ. Οι γυναίκες που την συναναστρέφονταν έβλεπαν την διαφορετικότητά της…
Ίσως και να την ζήλευαν λίγο που πάντα έκλεβε τις εντυπώσεις… Όμως η πραγματικότητα απείχε πολύ από την εικόνα της. Η διαφορετικότητα της αφορούσε μόνο την εξωτερική της εμφάνιση γιατί κατά τα άλλα ήταν μια απλή γυναίκα χωρίς καμιά ιδιαίτερη καλλιέργεια, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, με περιορισμένα ενδιαφέροντα… Μια συνταξιούχος τραπεζική υπάλληλος που παρά την οικονομική της ανεξαρτησία ήταν ανασφαλής, επιλεκτική στις συναναστροφές της και στην ουσία μόνη.
Η μοναξιά είναι μια πληγή, είναι μια αρρώστια που για κάποιους είναι θεραπεύσιμη και για άλλους θανατηφόρα. Για άλλους τρόπος επιβίωσης και κάθαρσης. Εκείνη την πονούσε αφόρητα.

Χρόνια τώρα μονάχη μετά το φευγιό του Σωκράτη της, έψαχνε τρόπο να γεμίσει τις ώρες της ατέλειωτης σιωπής και της απραξίας. Υπέφερε όταν αναγκάζονταν να αναλώνεται σε επιφανειακές σχέσεις και συναναστροφές χωρίς ουσία νιώθοντας ότι κοροϊδεύει τον εαυτό της και τους άλλους. Προτιμούσε τις ήσυχες ώρες στο σπίτι με μόνη παρέα τη μουσική. Πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας ένα πάζλ χρόνια τώρα υπό κατασκευή περίμενε καρτερικά με σκόρπια τα εκατοντάδες κομμάτια του, πότε θα είχε ξανά αϋπνία η Βέτα για να ασχοληθεί μαζί του. Στα κομοδίνα και στη βιβλιοθήκη βιβλία μισοτελειωμένα με τους σελιδοδείκτες να επισημαίνουν την εγκατάλειψη από την αναγνώστρια τους.
Το Αρτ -καφέ ήταν από τα λιγοστά στέκια που της άρεσαν. Σε μια ήσυχη γωνιά της πόλης είχε ωραία διακόσμηση, διακριτική μουσική που σου άφηνε περιθώρια να κάνεις μια ήσυχη συζήτηση και να την συνοδέψεις με ένα καφέ ή το τσάι της αρεσκείας σου από την μεγάλη ποικιλία που διέθετε. Συχνά φιλοξενούσε εκθέσεις κι άλλοτε παρουσιάσεις βιβλίων.
Αν είχε και σήμερα παρουσίαση βιβλίου σίγουρα θα έβρισκε μια δικαιολογία και δεν θα πήγαινε… τις παρουσιάσεις τις βαριότανε αφόρητα… Όμως ήξερε ότι ήταν η τελευταία μέρα μιας έκθεσης φωτογραφίας από την κόρη ενός συμμαθητή της κι είχε μια περιέργεια να τη δει.

Ήταν έξι η ώρα όταν φόρεσε την μακριά γκρίζα φούστα της, μια πλεχτή λευκή ζιβάγκο μπλούζα και τις μπότες της. Έβαλε το πανωφόρι της κι έψαξε στον καλόγερο για την ομπρέλα της, μια κλασσική από τις παλιές που δεν σπάζουν… Μαύρη με μια βαθυκόκκινη ρίγα περιφερειακά στο τελείωμα και μια ξύλινη κομψή λαβή.
Έβρεχε με το τουλούμι. Αυτό δεν χάλαγε την διάθεσή της αντίθετα την αναζωογονούσε. Σκοτείνιαζε.
Με τον χαρακτηριστικό ήχο άνοιξε ο μεγάλος θόλος της ομπρέλας που την πήρε υπό την προστασία του. Με το που πάτησε το πόδι της κάτω από το κεφαλόσκαλο φύσηξε ένας αέρας που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα την απογείωνε…
Πως θα ήθελε η ομπρέλα να την σήκωνε όλο και πιο ψηλά, μια άλλη Μαίρη Πόπινς να γινότανε… Να πετούσε πάνω από τις στέγες των σπιτιών, να έβλεπε από ψηλά τη φωτισμένη πολιτεία, να άγγιζε με το ελεύθερο χέρι της τα σύννεφα, να τα ανακάτευε λίγο… Να έκανε βηματισμούς, ψαλιδάκια και περιστροφές στον αέρα που πότε θα την ανέβαζε στα ψηλά και πότε θα την έφτανε ως το δρόμο κι απότομα θα την σήκωνε ξανά επάνω… Να περνούσε πάνω από την κορφή του ψηλότερου δέντρου της πλατείας τρομάζοντας τα κουρνιασμένα πουλιά που θα πετούσαν κρώζοντας κι ύστερα πάνω από το ρολόι της εκκλησίας όπου θα πιάνονταν το φουλάρι της στο πιο ψηλό σημείο του … Θα το άφηνε να ανεμίζει, να το έβλεπαν όλοι το πρωί και να αναρωτιόνταν πώς βρέθηκε εκεί…
Όμως τι κρίμα… όλα αυτά δεν συνέβησαν… Η ομπρέλα απλά την προστάτευε από την βροχή όπως θα έκανε οποιαδήποτε άλλη και οι μπότες της γέμισαν πιτσιλιές από τα λασπόνερα του δρόμου.
Παρόλα αυτά είχε την αίσθηση ότι σε κάθε βήμα της διαδρομής μέρες, μήνες, χρόνια έσβηναν από την ηλικία της κι όταν έφτασε στο καφέ ένιωθε σαν είκοσι χρονών!. Η ψυχή της τραγουδούσε ένα παράξενο τραγούδι, ένα τραγούδι που τη μάγευε χωρίς να το καταλαβαίνει, που είχε εισχωρήσει σχεδόν παράνομα στην ψυχή της.

Από τα τζάμια του καφέ φαινόταν ένα ζεστό κιτρινωπό φως και μια μελωδία από το πιάνο έφτανε αμυδρά στα αυτιά της. Έσπρωξε την πόρτα ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της για να βεβαιωθεί για την συνέπειά της… Ως Ελίζαμπεθ ήταν Εγγλέζα στην ώρα της…
«Τα κορίτσια» ήταν όλα εκεί… Πέντε γυναίκες των εξηνταφεύγα (αδιευκρίνιστο το πόσο…φεύγα) με χτενισμένα στο κομμωτήριο μαλλιά, περιποιημένο μανικιούρ ακριβά ρούχα σε έντονους χρωματισμούς και λίγο παραπάνω ρουζ στα μάγουλά τους.
Την καλησπέρισαν εν χορώ ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό της. Παράγγειλε το τσάι της κι έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες. Πρόσωπα και των δυο φύλων κι όλων των ηλικιών πόζαραν ή συλλαμβάνονταν εξ απήνης από το φακό μεταφέροντας στον θεατή όλη τη γκάμα των συναισθημάτων.
Καθώς κυλούσε η κουβέντα περνώντας από το ένα αδιάφορο θέμα στο άλλο, κάτι που συνέβαινε συχνά για να σπρώξουνε τη βραδιά, την προσοχή τους τράβηξε η κυρία που κάθισε στο πιάνο. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, φίλη της φωτογράφου θα τους κρατούσε συντροφιά με ζωντανή μουσική. Ήταν μια γυναίκα πληθωρική με πυρόξανθα μαλλιά. Φορούσε άνιμαλ πριντ μπλούζα και κολάν από δερματίνη που τόνιζε τις καμπύλες της και δεν έκρυβε ούτε γραμμάριο από τα λίγα παραπανήσιά κιλά της που δεν έδειχνε να την απασχολούν καθόλου.
Προλόγιζε τα τραγούδια με σχόλια σχετικά ή άσχετα δείχνοντας πόσο πολύ της άρεσε να μιλά και παρέσυρε όλους στο τραγούδι της κι όσο περνούσε η ώρα στην κατανάλωση αλκοόλ. Κάποιες στιγμές ξεχνούσε τους στίχους των τραγουδιών κι αυτοσχεδίαζε παρασέρνοντας και τους θαμώνες σε ένα μικρό χάος. Τότε γελούσε και μαζί της γελούσαν ακόμα και τα πορτρέτα της έκθεσης. Το γέλιο που έφευγε από το βαμμένο κόκκινο στόμα της έμοιαζε να γράφει με διάφανα γράμματα πάνω στις παρτιτούρες της, στις κουρτίνες και στους καταλόγους του μαγαζιού «Η ζωή είναι λιγότερο σκληρή μαζί σου όταν χαμογελάς» με μια υπογράμμισή στη ίδια απόχρωση με το κραγιόν της.
Τραγουδούσαν όλες με κέφι, για το κέφι τους… ήταν από τις λίγες φορές που δεν είχε μετανιώσει που είχε βγει…
Τη Βέτα την συνέπαιρναν τα τραγούδια … έκλεινε τα μάτια και ταξίδευε στις μελωδίες. Ίσως να ταξίδευε και σε άλλους καιρούς. Όμως η ώρα περνάει… Τελευταίο τραγούδι, τελευταίο αστείο κι η καληνύχτα…

Όταν μένει μόνη στο δρόμο της επιστροφής σε κάθε βήμα φορτώνεται μέρες, μήνες, χρόνια μιας ολόκληρης ζωής. Όταν βάζει το κλειδί στην πόρτα κι ακούγεται το κλικ της κλειδαριάς είναι πάλι εβδομήντα χρονών.
Είναι πάλι μόνη.
Ανάβει το φωτιστικό με τη λάμπα θερμού φωτός που δεν μπορεί να κάνει πιο υποφερτή την παγωμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού. Πατάει οποιοδήποτε κουμπί στο τηλεκοντρόλ αρκεί να σπάσει αυτή την πηχτή σιωπή…
Θα ξεντυθεί όπως κάθε βράδυ και θα κρεμάσει τα ρούχα της στη ντουλάπα. Θα δει τα τελευταία λεπτά από το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.
Θα πάει στην κρεβατοκάμαρα, όπως κάθε βράδυ, με δυο ποτήρια κρασί. Θα ακουμπήσει το καθένα δεξιά κι αριστερά στα κομοδίνα.
Θα ξαπλώσει στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού και θα διαβάσει λίγες σελίδες από ένα οποιοδήποτε βιβλίο με σελιδοδείκτη πίνοντας το κρασί της. Μετά θα το κλείσει και θα κοιτάξει τη φωτογραφία του άντρα της στο αριστερό κομοδίνο… Θα την κοιτάει κι αυτός, ίδιος, δικός της αλλά και ξένος με αυτό το παγωμένο από το χρόνο χαμόγελο των απόντων που πονά πιο πολύ από το κλάμα…
Θα απλώσει το χέρι και θα χαϊδέψει τα μαξιλάρια του… Ποτέ δεν κοιμήθηκε από την μεριά του… Θα πάρει το δεύτερο ποτήρι με το κρασί και θα το πιεί μονορούφι. Θα βαρύνουν τα βλέφαρα και θα κοιμηθεί μόνη μέσα σε απόλυτο σκοτάδι.
Θα ονειρευτεί πως είναι βράδυ και φυσάει. Πως ανοίγει τη μεγάλη μαύρη ομπρέλα της με την κόκκινη γραμμή στο τελείωμα κι ο άνεμος την σηκώνει ψηλά στον ουρανό για πάντα. Μόνο το φουλάρι της αφήνει να ανεμίζει πιασμένο στο ψηλότερό σημείο του ρολογιού της εκκλησίας για να θυμίζει πως κάποτε πέρασε από κει…