Το καλοκαίρι μάζεψε την πραμάτεια του και την έριξε όπως- όπως σε μια παλιοκαιρισμένη βαλίτσα με δεκάδες ταξιδιωτικές σφραγίδες πάνω της. Βιαστικό, με τις τελευταίες νότες από ένα μπιτς μπαρ που έκλεινε εκείνη την ώρα να το συνοδεύουν, άφηνε πίσω του ένα ψάθινο καπέλο κι ένα βατραχοπέδιλο που ξέφυγαν από το χαλασμένο φερμουάρ της βαλίτσας του. Δυο ανολοκλήρωτοι έρωτες, με σπασμένο ένα φτερό έκαστος, κάνανε κυκλικές πτήσεις πάνω από το ξανθό κεφάλι του παρακαλώντας το να τους δώσει λίγο χρόνο ακόμα, έστω μια φεγγαράδα, μπας και καταφέρουν τίποτα στο παραπέντε…

Εκείνο αδιάφορο στα όρια της σνομπαρίας, άλλαξε βαπόρια κι αεροπλάνα και έφυγε γι’ άλλα μέρη, να ραχατέψει άλλα κορμιά, να πλανέψει άλλες καρδιές με τα κύματα και τα φεγγάρια του, με τα λόγια μιας χρήσης και τις υποσχέσεις της στιγμής.
Το φθινόπωρο που απεχθάνεται την ταχύτητα και γουστάρει τρελά να χαζεύει τις διαδρομές, έχοντας ορίζοντα το ατέλειωτο του δρόμου κορμί, έρχεται με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ.
Αυτό δεν το εμποδίζει να έχει την όψη μεσήλικα Άγγλου αριστοκράτη, με ελαφρά γκριζαρισμένους κροτάφους και το μειδίαμα της ευγένειας και κάποτε του σαρκασμού στα λεπτά του χείλη. Κομψός, με την αυτοπεποίθηση που του δίνει η επίγνωση της γοητείας του, φορά πανωφόρι με αντιανεμικό επενδύτη και μπουτονιέρα από χρυσάνθεμα ενώ έχει την ομπρέλα του με την ξύλινη γυαλιστερή λαβή περασμένη στο μπράτσο του. Μόλις φτάσει στον προορισμό του θα πάρει μια βαθιά ανάσα και θα εκπνεύσει με ανακούφιση. Τότε τα φύλλα από τα σφεντάμια και τα πλατάνια θα σαλέψουν και θα στρωθούν μπρος του χαλί για να περάσει.

Θα διασχίσει τον κήπο για να μπει στο σπίτι. Βγάζοντας στο χολ τα παπούτσια θα φορέσει τις παντόφλες που θα το περιμένουν εκεί που τις άφησε την τελευταία φορά. Θα πάει στην κουζίνα και θα βρει στη θέση τους όλα τα ροφήματα και τα βοτάνια που είχε μαζέψει, τακτοποιημένα στα όμορφα πορσελάνινα βάζα με τις ετικέτες τους. Δεν θα αντισταθεί στον πειρασμό και θα βάλει κατευθείαν την τσαγιέρα στη φωτιά. Θα ρίξει μια πρέζα από τα πιο αγαπημένα του μέσα στο ζεστό νερό και θα γεμίσει μια μεγάλη κούπα προσθέτοντας μια κουταλιά μέλι. Στο παλιό μεταλλικό κουτί θα βρει τα κουλουράκια κανέλας που του αρέσουνε, ολόφρεσκα, σαν κάποιος να τα έφτιαξε το ίδιο εκείνο πρωί, περιμένοντάς το… Θα ανοίξει το ραδιόφωνο που θα παίζει το singing in the rain, θα βολευτεί στην πολυθρόνα του και θα ονειροπολήσει. Θα νοιώσει μια ζεστή συγκίνηση και μια πληρότητα την ώρα που οι πρώτες ψιχάλες θα γράφουν στα τζάμια «καλώς όρισες».