Από σήμερα ξεκινά μια «Μεγάλη Βδομάδα» για την οποία πολλοί θα πουν και θα γράψουν πολλά … Εμένα με άγγιξε το σημερινό άρθρο με τον παραπάνω τίτλο της συντάκτριας της ΕΦ.ΣΥΝ., Κυριακής Μπεϊόγλου και σας το καταθέτω :
«Μεγάλη Εβδομάδα κι η ζωή μας αλλάζει. Σχολεία κλειστά και μαγαζιά γεμάτα. Επαρχιακές πόλεις και χωριά ζωντανεύουν. Οι πλατείες βουίζουν σαν τα μελίσσια την άνοιξη. Τραπεζάκια στον ήλιο, πρωινοί καφέδες και συναντήσεις. Ξανανταμώνουν οικογένειες και φίλοι παιδικοί, ανοίγουν τα πατρικά σπίτια κι ανάβουν τα κεριά των «απόντων». Πάνε κι έρχονται οι νονοί κρατώντας στα χέρια σακούλες γεμάτες δώρα.
Παίρνει μια ανάσα και η ταλαιπωρημένη αγορά. Η αίσθηση ευφορίας διακόπτεται πού και πού όταν η συζήτηση πάει αναπόφευκτα στο αβέβαιο μέλλον της οικονομικής κατάστασης ή στον πόλεμο.
Στις μεγάλες πόλεις, αυτές τις μέρες της χαρμολύπης, εμείς που δεν φεύγουμε διαπιστώνουμε πως σταδιακά, μέρα με τη μέρα, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Ο ουρανός δεν είναι πια τόσο μακρινός και αδιάφορος. Ο χώρος που ζούμε γίνεται λίγο πιο μεγάλος. Αλλάζει κι η συμπεριφορά μας. Η Μεγάλη Εβδομάδα, για πιστούς ή μη, είναι μια επαναλαμβανόμενη ενδοσκοπική ιεροτελεστία. Σαν ένας απολογισμός του χειμώνα που πέρασε.

Μπορεί κάποια βράδια να περπατάμε μόνοι διερωτώμενοι για το ποιοι πραγματικά είμαστε και πολλές είναι οι φορές που γινόμαστε οι πιο αυστηροί κατήγοροι του εαυτού μας. Για τις σωστές ή λάθος αποφάσεις, για τις δοκιμασίες και τα άπιαστα όνειρα, για τις απογοητεύσεις και τα μαθήματα που πήραμε. Για το τι αξίζει να «θυσιάσουμε» για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη και για ποιους αξίζει να θυσιαστούμε. Ερωτήματα που κατά βάθος ξέρουμε πως δεν έχουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Με το φως της επόμενης μέρας έχουμε πιο καθαρό μυαλό.
Όσοι μένουμε στην πόλη νιώθουμε λιγάκι πιο κοντά στους ανθρώπους που καλημερίζουμε το πρωί φεύγοντας και καληνυχτίζουμε το βράδυ επιστρέφοντας. Τους ανθρώπους της γειτονιάς που κρατούν κι αυτοί τα φώτα αναμμένα στα παράθυρα των πολυκατοικιών του δρόμου μας.
Φτιάξαμε μαζί, χρόνο με τον χρόνο, τα δικά μας «μικρά χωριά». Στο κέντρο και στις συνοικίες. Μοιραζόμαστε μεγάλους χειμώνες και εξαντλητικούς καλοκαιρινούς καύσωνες. Αθηναίοι, επαρχιώτες, μετανάστες, μόνοι ή με οικογένειες, αλληλεπιδρούμε καθημερινά. Εν γνώσει μας, αλλά περισσότερο εν αγνοία μας.
Το βλέπω κάθε φορά που κάνω Πάσχα στην Αθήνα. Μαζί στον Επιτάφιο, μαζί και στην Ανάσταση. Τα ίδια γνώριμα πρόσωπα. Το σημαντικότερο, όμως, σε κάθε «έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο…», είναι να μετριόμαστε και να είμαστε όλοι εκεί. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά στη μικρή ή μεγάλη πόλη που ζούμε από το να υπάρχουν «απόντες».

http://www.efsyn.gr/arthro/ear-mikro-ear-vathy