Θα δεις…
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά

Ήταν μια εποχή που πουλούσαν οικόπεδα με δόσεις… Εκεί κάπου κοντά στο 1960 έκοβαν οικόπεδα σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη γύρω από την Αττική και κάποιοι φουκαράδες σφίγγανε το ζωνάρι, αγόραζαν ένα κομμάτι γης. Κάποιο βράδυ έπαιρναν δυο εργάτες και υλικά, κράταγαν τσίλιες ο ίδιοι μην πάει καμμιά καρφωτή και την πέσουν οι μπάτσοι, κι αν όλα πήγαιναν καλά, την άλλη μέρα ξεφύτρωνε σα μανιτάρι το αυθαίρετο… Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα τετράγωνο δωμάτιο με σκεπή από ελενίτ, με δυο παράθυρα για να κοιτάζουν την θάλασσα κι ας ήτανε μακριά, και μια πόρτα πάνω στο δρόμο της ζωής… Γέμισε ο τόπος φτωχόσπιτα και λυώμενα σπίτια…
Σε μια εποχή που στη θάλασσα δεν έβλεπες να επιπλέουν τεράστια ροζ φλαμίνγκος ούτε τζετ σκι. Έβλεπες όμως μαύρες σαμπρέλες από λάστιχα αυτοκινήτων να επιπλέουν σα μικρά σκάφη με μοναδικό επιβάτη κάποιον ή κάποια που δεν ήξερε κολύμπι αλλά ήξερε να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα στη ζωή. Έβλεπες χαρούμενους ανθρώπους να κάθονται όπου γούσταραν στην παραλία, χωρίς να πληρώνουν ξαπλώστρες γιατί στρώνανε και κάθονταν στις ταπεινές ξεβαμμένες πετσέτες τους.

Σ΄ αυτόν το μικρόκοσμο όπου το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν πολυτέλεια και το νερό πουλιότανε με βυτία από τους νερουλάδες ήρθε κι έστησε την επιχείρησή του ο Ηλίας. Ο Ηλίας που είχε κομμένο το αριστερό του χέρι σχεδόν στον αγκώνα και το κάλυπτε με ένα κλειστό μανικέτι σαν τεράστιο προφυλακτικό. «Παντοπωλείο ο Ανάπηρος» έλεγε η ταμπέλα. Κανένας όμως δεν τον φώναζε με το όνομά του… Όλοι τον αποκαλούσαν «ο κουλός» …Τότε, που άκουγες πολύ φυσιολογικά να αποκαλούν τον όποιο σκουρόδερμο άνθρωπο «αράπη» αλλά δεν τον έδιωχναν από τον τόπο τους και τον ομοφυλόφιλο τον έλεγαν «τοιούτο» αλλά δεν τον σκότωναν για ψύλλου πήδημα.
Ότι ήθελες έβρισκες στο μαγαζί του Ηλία… Από καρφίτσα μέχρι λάμπες πετρελαίου και γκαζιέρες, αργότερα πετρογκάζ και λουξ με αμίαντο που έκαναν μέρα το σκοτάδι, τρόφιμα και λαχανικά και… το γιό του, τον Νικόλα να κάθεται εκεί ανάμεσα στο ψυγείο με τον πάγο και στον πύργο με τα καρπούζια και να διαλαλεί εκπέμποντας σάλια προς όλες τις κατευθύνσεις :
«Έλα το καλό καρπούζι…»

Ο Νικόλας με τη μπλούζα βαλμένη μέσα στο φαρδύ παντελόνι που το στήριζε επάνω στην τουρλωτή του κοιλιά μια ξεθωριασμένη καφέ ζώνη… Ένα παντελόνι που έκανε τον φαρδύ κώλο του να φαίνεται τεράστιος, όπως τεράστια φαίνονταν τα μάτια του μέσα από τα πατομπούκαλα γυαλιά του, που χωρίς αυτά δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη του. Όλα αυτά του τα « προσόντα» μαζί με τη βραδύτητα που είχε τόσο στην ομιλία όσο και στην κίνηση του κατοχύρωσαν την ταυτότητα του χαζού. Δεν ήταν το καμάρι του πατέρα του, ούτε επρόκειτο να συμπληρωθεί η ταμπέλα του μαγαζιού με το «και υιός».
Ο Ηλίας έχοντας το μονοπώλιο εσόδευε από την πρώτη μέρα. Με μάτια πάντα κόκκινα από την αναζήτηση της ευκαιρίας και του κέρδους, με τον καλοκαιρινό ιδρώτα να κυλάει όλη την ώρα μαζί με το αίμα του, δούλευε και δούλευε, καθημερινές και σκόλες με τα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, με το ανάπηρο χέρι να ανταγωνίζεται σε δεξιότητα το καλό, σταματημό δεν είχε… Μάζευε από τις νόμιμες πληρωμές, μάζευε κι από τα βερεσέδια, πολλές φορές διπλογραμμένα.
Δίπλα στο μαγαζί είχε φτιάξει ένα δωματιάκι με ένα τραπεζάκι κι ένα ράντζο, να τσιμπάει κάτι πρόχειρα άμα δεν προλάβαινε να πάει σπίτι ή να κοιμάται αν περίμενε να παραλάβει πολύ νωρίς εμπόρευμα. Είχε φτιάξει μια πατέντα με δυο κονσερβοκούτια, που το ένα είχε μικρότερη διάμετρο από το άλλο, τους είχε αφαιρέσει το πάνω μέρος ώστε να κουμπώνουν το ένα μέσα στο άλλο και να κλείνουν. Έφτιαχνε μασούρια τα χαρτονομίσματα και τα έβαζε εκεί μέσα και στη συνέχεια έθαβε την κονσέρβα σε μια λακκούβα που είχε κάτω από το τραπέζι, το σκεπασμένο με τον μακρύ μουσαμά που έφτανε ως το χωμάτινο πάτωμα. Κάθε που γέμιζε το κουτί πήγαινε στην τράπεζα και τα κατέθετε κι άντε πάλι από την αρχή.

Ο Νικόλας ήταν που ήταν ομορφόπαιδο, με τα μπιμπίκια της ακμής στο πρόσωπο είχε απογίνει… Είχε μεγάλη τρέλα με τα περιοδικά και τα Μίκυ μάους κι όσο καθότανε στον πάγκο με τα καρπούζια όλο και τα ξεφύλλιζε, αν έβλεπε δε κανένα νόστιμο κοριτσάκι φώναζε: «έλα ζάχαρη καρπούζα για την γαϊταναφρύδαααα»
«Σκάσε, ανάθεμά σε» φώναζε ο Ηλίας από μέσα κι έσπευδε να του ρίξει την αρμόζουσα για την περίσταση καρπαζιά.
«Βάρα…βάρα και θα δεις…»
«Σε φοβήθηκα χαμένε…» του έλεγε ο Ηλίας και του έριχνε μια επιπλέον σφαλιάρα για επιβεβαίωση.
Ήταν ένα κολασμένο μεσημέρι που ο ήλιος είχε βαλθεί να τους τηγανίζει δίχως λάδι πάνω στην φλούδα της γης. Ο Νικόλας δεν προλάβαινε να τραβάει με το μαύρο γάντζο τις κολώνες του πάγου και να τις βάζει στις πλεχτές σαν φιλέ τσάντες, που θα άφηναν τα ίχνη αυτού που θα τις κουβαλούσε τόσο δρόμο, φθάνοντας δε στο σπίτι θα απογοητεύονταν βλέποντας πως είχε μείνει ο μισός…

Σαν πνοή ανέμου δροσερή, έφτασε η πιτσιρίκα με το μπικινάκι της και στάθηκε μπροστά στον πάγκο με τα καρπούζια μέχρι να μπει η μάνα της στο μαγαζί να ψωνίσει. Αλληθώρισαν τα μάτια του Νικόλα κι άρχισε να φωνάζει ξέφρενα: «όλα τα καρπούζα για την γαϊτανοφρύδα, όλα τα καρπούζα για την γαϊτανοφρύδαααα» κι απ’ άνω στον ενθουσιασμό του άφησε και την πόρτα από τον ξύλινο χώρο που έβαζαν τον πάγο ανοιχτή. Κατακόκκινος από ντροπή ο Νικόλας άρχισε να της μιλάει. Μπερδεύοντας τη γλώσσα του και μαζεύοντας όπως – όπως τα σάλια του να της δείχνει στα περιοδικά τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς της εποχής. Εκείνη λίγο από λύπηση λίγο για χαβά τον άφηνε να λέει, του ‘σκαγε και κάνα χαμόγελο, πέταγε και καμμιά λέξη. Η κυρά Μαρίκα παραπονιότανε στον Ηλία, που τόση ώρα είχε βάλει το καρπούζι στη ζυγαριά κι ο Νικόλας τρόμπαρε, ενώ τα νερά από την ανοιχτή πόρτα που έλειωνε ο πάγος είχαν δημιουργήσει μικρές λίμνες και ανάγκαζαν τους πελάτες να πηδάνε σαν καγκουρό για να μπουν στο μαγαζί.
Πήρε πρέφα τι συμβαίνει ο Ηλίας, βγαίνει έξαλλος, κλείνει την πόρτα του πάγου κι αρχίζει στις φάπες και τους φούσκους τον Νικόλα που μάταια προσπαθούσε να προφυλαχτεί… Πέσανε από δίπλα οι πελάτες να τον λευτερώσουνε τον δύσμοιρο, αλλά αυτός με τα αποτυπώματα από τη χερούκλα του πατέρα του στα μάγουλα και στα μπράτσα έμενε αδάκρυτος. Μόνο τα μάτια του γίνανε δυο γκρεμοί, όταν τον κοίταξε και του είπε :
«Βάρα… βάρα… θα δεις…»

«Θα μου κάνεις τα τρία δύο! Άχρηστε… Ανάθεμα την ώρα που σ’ έσπερνα»
Ο Νικόλας πήρε το ασουλούπωτο κορμί του και χάθηκε στο βάθος του μαγαζιού.
Την άλλη μέρα και την παράλλη πήγε κανονικά στο πόστο του. Αμίλητος, πιο βραδυκίνητος. Κοιτούσε αφηρημένος το εξώφυλλο του περιοδικού αλλά δεν το άνοιγε. Ο πατέρας του τον αγριοκοίταζε κάθε στιγμή που περνούσε διπλά του για μια δουλειά, σαν να του έλεγε πως τον περίμεναν χειρότερα στην επόμενη παρασπονδία.
Την Κυριακή όμως ο Νικόλας ήτανε διαφορετικός! Πλυμένος με καθαρά ρούχα κι ένα πλατύ – άτσαλο χαμόγελο να πιάνει το μισό του πρόσωπο.
Έκατσε μπροστά στα καρπούζια και φώναζε ασταμάτητα «Καρπούζα για τις όμορφες- καρπούζα για τους μάγκες» Κόντευε να σπάσει το κεφάλι του Ηλία από τις φωνές του..
«Βούλωσέ το που να πλαντάξεις και μιλιά μην ξαναβγάλεις…» του είπε σπρώχνοντας τον να καθίσει στο σκαμνί δίπλα στον πάγκο. Κατά τις δέκα και μισή η κίνηση άρχισε να ανεβαίνει. Κυριακή βλέπεις, όλοι πήγαιναν για μπάνιο, όλο και κάποιον φίλο, κάποιο συγγενή φιλοξενούσαν, ο δρόμος που πήγαινε ντουγρού στην παραλία κι απείχε μόλις λίγα μέτρα από το μπακάλικο, ήταν γεμάτος κόσμο. Παιδιά με τα σωσίβια περασμένα στη μέση, οικογένειες ολόκληρες, έφηβοι με ποδήλατα, νεαροί με μηχανάκια, ακόμα και ηλικιωμένοι που κούτσα- κούτσα πήγαιναν για ένα ευεργετικό αμμόλουτρο.

«Τρέξε, τρέξε κυρ- Ηλία, ο γιός σου τρελάθηκε», πετάχτηκε από το φορτηγό του ένας που θα ξεφόρτωνε κάρβουνα.
«Τι κάνει πάλι ο βλάκας… πως έφυγε και δεν τον πήρα χαμπάρι..»Προχώρησαν μαζί, ακολουθήσαν και κάνα δυο άλλοι περίεργοι. Και τότε είδαν τον Νικόλα καμαρωτό πάνω στο ποδήλατό του, να έχει δεμένο με μακρυσκελισμένο σκοινί από τη σέλα το κονσερβοκούτι – χρηματοκιβώτιο του Ηλία. Το είχε ανοιχτό από τη μεριά που ακουμπούσε στο δρόμο και σε κάθε λακκούβα, σε κάθε πέτρα έβγαιναν χαρτονομίσματα. Ο Νικόλας πήγαινε πάνω κάτω και φώναζε «Πάρτε κόσμε!!! Σήμερα κερνάει ο Κουλός !!!» και πίσω του παιδιά, νέοι και γέροι μάζευαν λεφτά και γέλαγαν παραξενεμένοι. Έπεσε στα τέσσερα κι ο Ηλίας κι άρχισε να μαζεύει όσο πιο γρήγορα μπορούσε- ότι μπορούσε με το ένα χέρι…
Να προσκυνάει το χρήμα, να χώνει τα χαρτονομίσματα στην τσέπη του και μετά στον κόρφο του και να ΄ναι το πρόσωπό του μια λάσπη, από το χώμα του δρόμου τα δάκρυα και τον ιδρώτα του. Απόκαμε και έμεινε στην άκρη του δρόμου να βλέπει την τρέλα του κόσμου να μαζεύει λεφτά σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και τα χαρτονομίσματα να στροβιλίζονται χαριτωμένα στο πέρασμα αυτοκινήτου ή ποδηλάτου. Πήρε μια ανάσα και γύρισε στο μπακάλικο. Πήγε πίσω από τον πάγκο σαν να μην είχε γίνει τίποτα.

Στο μαγαζί χρόνο με το χρόνο, έβαζε καινούρια εμπορεύματα ανάλογα με τη ζήτηση. Ανακαινίστηκε κι επεκτάθηκε δυο φορές ως που έγινε ένα σύγχρονο σούπερ μάρκετ.
Ο κουλός πέθανε ογδόντα χρονών πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού με την τελευταία είσπραξη στο χέρι.

Τον Νικόλα από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς.