Mε το πρώτο φως της μέρας που μπαίνει από μια ελάχιστη σχισμή των κατεβασμένων ρολών των παραθύρων, ξυπνάω…
– Σήκω Ντίνο, λέω στον εαυτό μου, άλλη μια μέρα σου χαρίζεται μπαγάσα! Πάρ’ την και ζήσ΄ την!
Σιάχνω το σώβρακο που όλο μου μπαίνει στον κώλο και με μισό μάτι τραβάω για το μπάνιο. Ψάχνω να βρω το όργανο που κατουράω, το βρίσκω κουλουριασμένο κάπου μπρος μου ανάμεσα σε δυο παραγινωμένα ακτινίδια. Ξαλαφρώνω…

Στον καθρέφτη συναντάω τη γνωστή ελαφρώς πρησμένη από τον ύπνο φάτσα και την ανακατωμένη και κατά τόπους ξεχερσωμένη κώμη μου σε χρώμα κομοδινί που είναι η τελευταία βαφή που διάλεξα (για να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο φυσικό μου, να μην κάνει καραμπάμ και μας παίρνουνε χαμπάρι), όπως είναι και το περουκίνι που πρόσφατα αγόρασα για την αναδάσωσή της. Καθώς χτενίζομαι παρατηρώ ότι οι τρίχες στις μασχάλες μου είναι πιο πλούσιες και πιο μακριές από τα μαλλιά μου κι όπως είναι στο ίδιο χρώμα θα μπορούσα να κολλήσω απ΄ αυτές στα κενά της κεφαλής μου και να μην ξοδεύομαι.

Μαλακίες λες Ντίνο λέω και γελάω μονάχος μου …Καταλαβαίνω πως έχω τα κέφια μου. Τα καλλίτερα αστεία είναι αυτά που λέω στον εαυτό μου. Είναι φορές που γελάω μονάχος από αστεία που βγαίνουνε από τις σκέψεις μου, έτσι ξαφνικά σα ριπές από πολυβόλο όπλο και με ξεκοιλιάζουν στο γέλιο.
Πλένομαι και βάζω μια κρέμα στη μούρη μου που πήρα από το ιντερνέτ από τα βιολογικά καλλυντικά και έγραφε ότι είναι καλή (είχε και τις φωτογραφίες του πριν και μετά) για να μη γερνάει το δέρμα και γίνεται σαν της ξεφούσκωτης τσαμπούνας.
Βουρτσίζω με επιμέλεια τα έξι-εφτά ψεύτικα δόντια μου μαζί με τα φυσικά. Μυρίζω την αναπνοή μου για να τεστάρω αν η καινούρια οδοντόκρεμα που πήρα δίνει αλήθεια ακαταμάχητη αναπνοή ή είναι μούφα της διαφήμισης…

Παίρνω από το ψυγείο το μπεσέλ προάκτιβ για τη χοληστερίνη (που δεν έχω αλλά όλο και με κοντοζυγώνει για να μου κατσικωθεί και δεν θα της κάνω τη χάρη), μαύρο ψωμί και μέλι θυμαρίσιο. Φτιάχνω κι ένα διπλό ελληνικό με στέβια και αράζω μπέϊκα.

Ετοιμάζομαι να βγω για εφημερίδα, απέναντι στο μίνι μάρκετ, φοράω τη φόρμα μου για να είμαι έτοιμος μετά καμμιά ωρίτσα να πάω για τρέξιμο. Με το που βγαίνω από το σπίτι, στη δεξιά κολώνα βλέπω ένα αγγελτήριο κηδείας ίσαμε μια αφίσα του Καρρά. Κοιτάω τη φωτογραφία… Μια καρακουκλάρα, μελαχρινή, ξωτική ομορφιά, απ’ αυτές που έκανε τραγούδι ο Τσιτσάνης.
Μοβόρε χάρε σκέφτομαι και διαβάζω κάτω από τη φωτογραφία της άτυχης καλλονής : Αικατερίνη Τάδε ετών 95. Αυτή τη μανία που έχουν μερικοί να βάζουν στα κηδειόσημα και στους τάφους των συγγενών τους φωτογραφίες από τα νιάτα τους ενώ έχουν πεθάνει χούφταλα ποτέ δεν την κατάλαβα… Ρε στον άλλο κόσμο πάνε… δε στέλνεις φωτογραφία σε προξενήτρα ούτε στο γαμπρό στην Αμερική…

Αλλά εγώ δε θέλω να πεθάνω… δε θέλω να μιλάω για αρρώστιες, δεν πηγαίνω σε κηδείες, δε θέλω να τις διαβάζω στις εφημερίδες ούτε αυτές ούτε τα μνημόσυνα, δε θέλω να τρώω, να μιλάω, να ακούω ακόμα και για ραδίκια…δε θέλω να τα δω μπροστά μου και προ πάντων δεν θέλω να τα δω ανάποδα!_-
Σκίζω με λύσσα την ¨αφίσα¨ και την πετάω στον κάδο. Παίρνω την εφημερίδα και γυρνάω στο σπίτι.

Δεν προλαβαίνω να στρωθώ και να την ανοίξω, χτυπάει το κινητό.
-Έλα ρε Λάκη λέω στο φιλαράκι από τα παλιά – που ‘σαι Ντίνο, το μεσημεράκι με τον Βασιλάκη και τον Μήτσο θα πάμε στις Ρόδες για καμιά μπυρίτσα. Τι λες θα ‘ρθεις;
-Τι να ‘ρθω ρε Λάκη …σαν την άλλη φορά που μου αρχίσατε ο ένας με τις αιμορροΐδες του, ο άλλος με το παχύ έντερο, του τρίτου δεν του σηκώνεται… Το δικό μου χάπι ο ένας είναι πιο καλό, ο γιατρός σου δεν ξέρει τι του γίνεται ο άλλος… άσε… Σας αγαπάω, σας εκτιμάω, αλλά δεν είμαι εγώ για τέτοια.. Αρρωσταίνω.. Καλά να περάσετε και πάρτε κι ένα υπογλώσσιο στην υγειά μου!
Άνοιξα πάνω στο τραπέζι το λάπτοπ κι άφησα την εφημερίδα για αργότερα. Η υπενθύμιση στο φεϊσμπούκι έλεγε : Σήμερα έχει γενέθλια ο Θεόδωρος Χ., ο συμμαθητής μου, το φιλαράκι, το κολλητάρι μου. Μπαίνω στο προφίλ του στο φεϊσμπούκι και βλέπω τα πρώτα «Χρόνια πολλά», τούρτες κι ευχές ποσταρισμένες κάτω από την φωτογραφία του ευτραφούς εξηνταπεντάρη με το φαρδύ μέτωπο και το πλατύ γέλιο.
Αααα ρε που είναι κείνα τα χρόνια…

….Τότε που τα καλοκαίρια, στην αρχή με κάτι σαράβαλα μοτοσακά, μετά με τις Χόντες, πηγαίναμε μετά τη δουλειά κι ακόμη περισσότερο τις Κυριακές, από το Άργος στο Τολό για να ψαρέψουμε τουρίστριες. Με λιγοστά λεφτά χωρίς να ξέρουμε γρι εγγλέζικα αμολιόμασταν με λεξικό τα χέρια και διαβατήριο την καρδιά και δεν καταλαβαίναμε ούτε κούραση, ούτε ξενύχτι … τραβάγαμε για τη δουλειά στην οικοδομή ξημερώματα και δεν έτρεχε κάστανο.
Πηγαίναμε και στις Μυκήνες που πέφτανε πολλές τουρίστριες … Μια φορά μια ελληνοαμερικάνα μακρινή ξαδέλφη μου είχε φέρει μαζί της μια Αμερικάνα φιλενάδα της και μένανε στο σπίτι της γιαγιά της.
Το σπίτι κοντά στο πατρικό μου, η Καρολάιν ωραίο κομμάτι, λέω στην ξαδέλφη να φέρω και το φίλο μου τον Ρούλη (έτσι τον λέγαμε τότε… για να έχει περισσότερη πέραση), να σας κεράσουμε κάνα γλυκό, καμμιά γουρουνοπούλα σε κάνα πανηγύρι( τότε τρώγαμε ότι να ‘ναι και πίναμε του σκασμού), δέχτηκαν.

Ηφαίστειο η Καρολάιν αλλά κι η μακρινή ξαδέλφη δεν πήγαινε πίσω… Τι μπάνια στο Ναύπλιο, στο Τολό, γυμνισμό στην Κίο και στον Καραθώνα… μέχρι στριπτίζ μας έκανε η Καρολάιν σε ένα δανεικό διαμέρισμα.
Έλα όμως που η Καρολάιν ήτανε διαβασμένη κι ήθελε να πάει στην Επίδαυρο.. Και να ήτανε μόνο να πάει …να πήγαινε στο διάολο… Ήθελε και να δει παράσταση. Εγώ κι ο Ρούλης ντουβάρια από τέτοια.
Πιάνω μια ανηψούλα μου που πήγαινε γυμνάσιο
-Δε μου λες μανάρι, της λέω, ξέρεις τι θέατρα παίζουνε στην Επίδαυρο;
-Μας είπε η καθηγήτρια θείο, είπε το κορίτσι, παίζουνε αρχαία έργα λυπητερά και αστεία, όμως μιλάνε όπως και μείς. Έχουνε κι ένα χορό από πολλά αγόρια και κορίτσια και τραγουδάνε… Έχει ωραίες μουσικές και κουστούμια! Θα πας θείο;
-Δε.. ξέρω θα δω…
-Άμα πας πάρε κι εμένα…
-Θα δούμε..
Μόλις μου είπε αυτά λέω μέσα μου, θα είναι σαν αυτά τα έργα που παίζουν στον κινηματόγραφο… Άμα έχουν και χορό και παίζει κάνα μπουζουκάκι, κάνα κλαρίνο, όλο και καμμιά ζεμπεκιά, κάνα τσάμικο θα ρίχνουνε. Δεν πάμε …να δούμε τι πράμα είναι κι αυτό… έξω από την αυλή μας να είναι και να μην το ‘χουμε δει ποτές…

Βάζουμε τα κολλαριστά πουκάμισα, βάζουμε και τα μοντέρνα τα παντελόνια, παίρνουμε και τις δίμετρες κουκλάρες με τα μάξι φουστάνια αλλά μπρατσέτα και πάμε. Το πρώτο ταράκουλο το πάθαμε στα εισιτήρια… Νομίζαμε ότι θα έκαναν όσο του σινεμά… Αυτά φίλε μου κάνανε ένα μηνιάτικο… Βάλαμε ότι είχαμε και τα υπόλοιπα τα έβαλε η Καρολάιν που το φύσαγε το παραδάκι.
Άρχισε η παράσταση με κάτι νταούλια ξεκάρφωτα και κάτι κραυγές που μου έσπασε η χολή! Κάνω υπομονή και λέω ένα σκετς θα είναι αυτό, παρακάτω θα είναι καλλίτερα… Βογγητά, ένας έβγαζε τα μάτια του κι έπεφτε γκαβός πάνω στις κολώνες και τράβαγε τις μπούκλες του… Λέω μέσα μου, μάνα μου σε τρελούς πέσαμε… Κοιτάω το Ρούλη, μου γουρλώνει τα μάτια, χεσμένος κι αυτός, έτοιμος να λακίσει… Αγάντα λέω, θα βγει ο χορός… αυτό θα είναι το καλό! Βγήκανε καμμιά δεκαριά κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά τα κορμιά τους αλλά σα γυρίσανε τα μούτρα τους κατά μας, φόραγαν κάτι τρομαχτικές μουτσούνες που μ’ έπιασε σύγκρυο… Ε, ρε μανούλα μου… Και σαν αρχίζουνε να μουγκρίζουνε και να καταριούνται, να χτυπιούνται κάτω και να τσουρομαδιώνται, αγριεύτηκα… τσουτσούρωσε η τρίχα μου.
-Πα να φύγουμε λέω στη μακρινή ξαδέλφη..
-Πώς; Τί να πω στην Καρολάιν που θέλει να το δει…
-Άστο σε μένα της λέω και σκύβω κατά την Καρολάιν. Της δείχνω την κοιλιά μου, διπλώνομαι στα δύο κι αρχίζω να κουνιέμαι πάνω-κάτω με βόγγο. Βγάζω δυο πήχες έξω τη γλώσσα και χώνω τα δάχτυλα ότι θέλω εμετό..
Φρικάρει η Καρολάιν, φρικάρουν οι από πίσω, φρικάρουν οι από μπρος… Με φάσκελα και βρισιές από τους θεατές φεύγουμε…
Μια ώρα αργότερα κάναμε μπάνιο γυμνοί κάτω από το φεγγάρι στην Νέα Επίδαυρο.
….
Τρέχω γελώντας στη βιβλιοθήκη, βρίσκω ένα παλιό άλμπουμ φωτογραφιών, ψάχνω μπρος – πίσω και τη βρίσκω..! Εγώ κι ο Ρούλης έχουμε αγκαλιά τις γυμνόστηθες φίλες μας σε μια παραλία….

Ένα από τα καλύτερα καλοκαίρια της νιότης μας…
Την ποστάρω στο προφίλ του φίλου μου γράφοντας :
« Χρόνια πολλά Ρούλη !!! Η ζωή είναι ωραία!»