Τι ζητάει ο μέσος εργαζόμενος, ο μισθωτός, ο μικρομεσαίος, ο «νοικοκύρης» αυτή την περίοδο των γιορτών; Να περάσει λίγες μέρες με την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους χωρίς την ασφυξία του πορτοφολιού που αδειάζει. Είναι διατεθειμένος να δαπανήσει μερικά ευρώ παραπάνω, αλλά χωρίς να ξυπνήσει τις επόμενες μέρες σε έναν εφιάλτη χρεών και ελλειμμάτων.
Την τελευταία διετία, από τότε που ξέσπασε η πληθωριστική κρίση με αφορμή (ή πρόσχημα) τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αυτή η ταπεινή προσδοκία για ένα ανέφελο και οικονομικά γιορταστικό διάλειμμα έχει μπει στη ζώνη του απρόβλεπτου. Από τον κουραμπιέ μέχρι το χοιρινό και από τη γαλοπούλα μέχρι τη χριστουγεννιάτικη ψυχαγωγία των παιδιών, τα πάντα εκτοξεύονται στη ζώνη της απαγόρευσης, των εκπτώσεων και των δραστικών περικοπών.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των καταναλωτικών ενώσεων και τη δειγματοληψία από τις αγορές λιανικής -των σούπερ μάρκετ, των λαϊκών αγορών, των περιφερειακών κρεοπωλείων- το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα στοιχειώδη συστατικά του είναι κατά 11% ακριβότερο από πέρσι. Που σημαίνει ότι η επιχείρηση της κυβέρνησης να τιθασεύσει τις τιμές σε συνεργασία με τους διαμορφωτές τους απέτυχε παταγωδώς.
Κι αν υποθέσουμε ότι ισχύει το ρητό «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», ιδιαίτερα στην εορταστική περίοδο, θα πρέπει να υπολογίσουμε τι κοστίζει σε μια οικογένεια με ανήλικα παιδιά η αναπόφευκτη ομαδική έξοδος των Χριστουγέννων. Για μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία, ακόμη και για το ταπεινό σινεμαδάκι.
Ούτε το 50% της αύξησης στο κόστος της ελάχιστης γιορταστικής ευφορίας δεν καλύπτει το «φιλοδώρημα» που δίνει η κυβέρνηση στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Ούτε το 10% των ανατιμήσεων δεν καλύπτει η υπεσχημένη αύξηση στις συντάξεις και στους μισθούς.

Ενδεχομένως η αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα στην ειδυλλιακή εικόνα ευφορίας που παρουσιάζει η κυβέρνηση και στην πραγματική κατάσταση της πλειονότητας των νοικοκυριών να μη χαλάσει το πνεύμα των ημερών, δηλαδή την απόφαση των ανθρώπων «να περάσουν καλά», σε πείσμα της ακρίβειας και της κυβερνητικής αφασίας.
Ωστόσο, στο γύρισμα του χρόνου, όταν κάτσει η χρυσόσκονη των γιορτών και βγει ο οικονομικός λογαριασμός των «ΧρΩστουγέννων», κάποιος πρέπει να πληρώσει και τον πολιτικό λογαριασμό. Υποθέτουμε ότι δεν θα είναι ο μπακάλης της γειτονιάς.

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ.