Παλιά στη Χώρα αλλά και στα χωριά το σιδηρουργό τον λέγανε Φάβρο, από το Ιταλικό fabbro(Σιδεράς) και το σιδηρουργείο το λέγανε Φαβρικό. Μερικά χωριά, είχανε Φαβρικά, όχι όμως όλα. Το βαλανειό είχε φάβρο και φαβρικό και ήτανε ο Τάτσης του Μανώλη, ο Τατσούρης.
Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε τα μεγάλα καταστήματα που έχουμε τώρα να μπαίνεις μέσα και να βρίσκεις του πουλιού το γάλα που λέει ο λόγος. Δεν είχαμε ηλεκτρισμό για να δουλέψουν όπως σήμερα. Δεν είχαμε τουρισμό για να πάμε να δουλέψουμε εκεί. Δεν είχαμε νερό μέσα στα σπίτια και άλλα. Η κάθε οικογένεια είχε λίγη γη να τη δουλέψει κι απ’ αυτή να βγάλει το φαγητό της. Ακόμα είχαμε για βοήθεια διάφορα ζώα, το καθένα να κάνει αυτό που μπορούσε, όπως κάναμε και οι άνθρωποι. Το υπομονετικό γαϊδούρι για τις μεταφορές. Οι ευλογημένες προβατίνες και τι δεν έκαναν, όπως και τα φλιμμένα τα κοτιά. Οι γάτοι είχανε πολλή δουλειά με τα ποντίκια, αλλά και με τα χάδια, αφού οι άνθρωποι τότε δεν είχαμε φάρμακα ηρεμιστικά, είχαμε ο καθένας το γατί του για φάρμακο κι εσώναμε! Αμί το σκυλί το σκοτεινό, που τότε κακοπερνούσε κι όλις και τι δεν έκανε κι αυτό. Αλουπάδες, τσακάλια, θελήματα του κυνηγού, τσωπάτε. Μερικοί, όπως ο Καλλικούνης είχανε και γρούνια. Άλλος ένα, άλλος περισσότερα. Ακόμα είχαμε τα άλογα που γύριζαν τα λιθάρια στα λουτρουβιά για να λιώσουν τις ελιές να κάμουμε το λάδι. Τα ζώα είχανε τη φροντίδα που τους έπρεπε και το σεβασμό, συνήθως. Είχανε κι ονόματα, όπως οι άνθρωποι.
Τελικά, μιλάμε για μια άλλη ζωή, εντελώς διαφορετική από τη ζωή που κάνουμε τώρα, κι εμείς οι μεγαλύτεροι δεν τη πολυκαταλαβαίνουμε. Κάνουμε όμως ό,τι μπορούμε. Δεν έχουμε και καμία άλλη επιλογή.

Ο φάβρος το λοιπόν κατασκεύαζε όλα τα εργαλεία που χρειαζόμασταν. Τα εργαλεία για τη γη. Κασάρια, κοπίδες, φάρτσες, αλέτρια, δίκοπες, γράβαλους, πέταλα για τ’ άλογα, και άλλα. Για το σπίτι έφτιαχνε διάφορα χρήσιμα πράγματα, όπως ήταν οι λαδοφωτιές, τα μαχαίρια και όλα τα τροχίσματα. Κάγκελα και άλλα τέτοια σπάνια έκαναν, δεν πολυχρειαζόντουσαν εκείνα τα χρόνια και τις ενώσεις τις έκαναν με πρόκους.
Όταν ήθελε κάποιος χωριανός μια κοπίδα, ο φάβρος είχε, γιατί δε μπορούσε να τις φτιάχνει μία μία. Όπως και τα υπόλοιπα εργαλεία. Έτσι όταν του περίσσευαν εργαλεία έβανε μέσα σε ένα σακί διάφορα και πήγαινε να τα πουλήσει στα άλλα χωριά που δεν είχαν φαβρικά. Γύριζε αρκετά κοντινά χωριά μέχρι να ξεπουλήσει και να μη γυρνάει στο χωριό πάλι φορτωμένος.
Ο Τάτσης είχε το παρουσιαστικό που γράφουνε στα παραμύθια για τους ανθρώπους που κάνουν τέτοιες δουλειές, έτσι όπως φτιάχναν τον Ήφαιστο ή τον Άρη οι αρχαίοι στα αγάλματα. Έτσι τον έβλεπαν τα παιδιά. Δεν ήταν όμως, καθόλου έτσι ο Τάτσης μας. Απόξω μαύρος από το καμίνι μα η ψυχούλα του από μέσα άσπρη όπως το χιόνι. Έπαιζε κιθάρα. Τραγουδούσε τραγούδια του παλιού καιρού. Γνώριζε περίεργα κουρδίσματα της κιθάρας και ξεχασμένα ακοπανιαμέντα και αρπίσματα. Μερικά τα μάθαμε κι εμείς όπως το ακομανιαμέντο στο τραγούδι που έλεγε, “Σε περιβόλι μπαίνω μιά σχόλη”.
Τα παιδιά πηγαίναμε όταν δούλευε στο φαβρικό και τον βοηθούσαμε. Του γυρίζαμε το φυσερό στο καμίνι, και στο τέλος πηγαίναμε όλα κι ετρώγαμε σκάμουνα από τη μεγάλη σκαμιά που είχε δίπλα στο πηγάδι. Ανέβαινε ένα παιδί πάνω στο δέντρο, τίναζε τα κλαριά, τα σκάμουνα πέφτανε κάτω βροχή πάνω στο καθαρό χορτάρι, και τρώγαμε με την ψυχή μας, γιατί πρέπει να πούμε κι όλις, ότι τότε, κανένα παιδί δε χόρταινε ποτέ, αφού το φαΐ ποτέ δεν έφτανε.

Λένε πως τα εργαλεία κάνουνε το μάστορα. Μπορεί. Όμως ο Τάτσης μας, όπως κι οι άλλοι φάβροι δεν είχαν εργαλεία. Είχαν μονάχα το καμίνι, το αμόνι, τα σφυριά, κι ένα μαστέλο σιδερένιο με νερό. Δηλαδή, φωτιά, νερό και μυαλό που μ’ αυτά έκαναν όμορφα πράγματα αλλά και χρήσιμα.
Ο Τάτσης μας έπινε κι όλις. Ποιος να ξέρει γιατί πίνει κανείς. Τι γίνεται μέσα του. Για τους μεγαλύτερους δεν ξέρω αν αυτό ήτανε καλό ή κακό. Για μας όμως τα παιδιά ήταν ασφαλώς καλό! Γιατί ο Τάτσης όταν εμέθουνε, τότε τραγουδούσε. Τότε μας έκανε το τρένο με φωνή και με ρυθμό:
Τσάφα τσούφα, τσάφα τσούφα, τσάφα τσούφα
Τσουφ, τσουφ
Θα σκάσω θα σε φτάσω, θα σκάσω θα σε φτάσω.
Τσάφα τσούφα, τσάφα τσούφα, τσάφα τσούφα
Τσου, τσουφ
Σφύριγμα του τρένου
που ακουγότανε σα νά ‘ρχεται καταπάνω μας ρουκέτα!
Τέλος πάντων, ο Τάτσης μια Δευτέρα, αφού είχαν μαζευτεί πολλές κοπίδες κι ήθελε λεφτά να πάρει σίδερο γέμισε ένα σακί για να πάει να τις πουλήσει στα χωριά. Θα κατέβαινε στο Ρεκίνι που τότες ήταν Κόμβος είχε και καφενείο που το λέγανε Λιμεναρχείο και τον Αρσένη τον καφετζή που τον λέγαν Λιμενάρχη.
Ύστερα θα άρχιζε να πουλάει κοπίδες από τσου Μαλακιούς και μετά θα ‘παιρνε στη σειρά όπως είναι τα άλλα χωριά. Αγρό, Αη Θανάση κλπ, Χωρεπισκόπους και γυρισμό στη βάση του από τη Μάκαινα.

Είχε ένα φοβερό πονόδοντο. Ένα δόντι πίσω πίσω είχε σαπίσει, είχε κάνει απόστημα, έπρεπε να βγει, να εκτονωθεί να μην πονάει.
Στο Λιμεναρχείο έκανε την πρώτη στάση. Λέει στον Αρσένη ότι πονάει, ήταν χάλια πράγματι. «Να πιεις κανένα ούζο, ορέ Τάτση» του λέει ο Αρσένης «Θα σου περάσει τότσο». «Βάλε, κάνε», του λέει κι ο Τάτσης.
Για να μην τα πολυλογούμε αυτό έγινε και στα άλλα χωριά. Πούλησε και μερικές κοπίδες. Το ισοζύγιο όμως ήταν ελλιπές. Του φεύγανε περισσότερα λεφτά από αυτά που μάζευε. Τα ούζα ήταν περισσότερα από τσι κοπίδες.
Στον Αγρό, αφού ήπιε κάμποσα ούζα, έφυγε κι η τελευταία δραχμή κι ο πόνος ήτανε αβάσταχτος αφού το δόντι υπέφερε από το σύνδρομο τση στέρησης. Του λένε στο καφενείο ότι λίγο παραπάνω έχει έρθει μιά κοπέλα οδοντίατρος και μάλιστα “είναι και καλή, ωραία, ντελικάτη. Να πας να σου το βγάλει”.
Λεφτά δεν είχε. Πόναγε. Μέσα στο σακί είχε ακόμα καμιά δεκαριά κοπίδες. Πάει στο οδοντιατρείο. Αποθώνει. Κάθεται. Μουγκρίζει από τον πόνο. Τον παίρνει λίγο ο ύπνος. Ξυπνάει. Βγαίνει από μέσα μια ασθενής. Ορμάει. Ξαπλώνει στην πολυθρόνα της γιατρού. Δε μιλάει ο φουκαράς. Μόνο μουγκρίζει κάπου κάπου. Τι να πει; Η κοπέλα δεν ήξερε από που να τόνε πιάκει. Άρχισε αγάλι αγάλι.
Τέλος, η οδοντίατρος τα κατάφερε. Είχε τσαγανό. Του το ‘βγαλε. Εκτονώθηκε. Πονούσε όλο και λιγότερο. Γίνανε φιλαράκια. Μιλούσανε. Ο Τάτσης κοκκίνιζε όπως το μικρό παιδί. Σιγά σιγά τον άφηνε και το αλκοόλ. Δεν του ‘χανε μείνει καθόλου λεφτά για την κοπέλα. Ήρθε η ώρα να φύγει. Να φύγει λυτρωμένος, ο καημένος. Κανείς δεν τού ‘πε για λεφτά. Η κοπέλα ήξερε πως δε θα τα ‘χανε με τίποτα. Την άλλη Δευτέρα θα της τα πήγαινε ο Τάτσης. Ο Τάτσης δεν ήξερε τι να πει για την πληρωμή. Δεν έφευγε, ντρεπότανε, ώσπου του λέει η κοπέλα ευγενικά- όπως ήταν όρθιος να φορτωθεί το σακί του και να φύγει:
– Να πάτε στο καλό κύριε Τάτση!
Ο Τάτσης σκεβάρει. Την κοιτάζει με χαμηλωμένα μάτια και της λέει ντροπαλά, τρακαρισμένος :
– Τώρα λεφτά δεν έχω. Α θέλεις καμία κοπίδα…