Ήταν χρόνια στη θέση αυτή. Δεν θυμάται πόσα. Η μνήμη εξασθενεί με την ακινησία. Δεν έχει και σημασία εξάλλου. Έτσι μάλλον πρέπει να αισθάνονται και τα δένδρα. Ο χρόνος μηδενίζεται, αν και στην περίπτωση των δένδρων οι εποχές έχουν άλλη γνώμη. Ένιωθε τα βλέμματα των ανθρώπων πάνω της. Πολλές αποχρώσεις. Περιέργεια, θαυμασμός, απορία. Οι άνθρωποι είναι περίεργα όντα. Δεν σ’ αφήνουν ήσυχο ακόμα και όταν δεν τους ενοχλείς. Κυρίως τότε. Είναι η αίσθηση της κυριαρχίας που έχουν πάνω σε κάθε τι στη γη. Έμψυχο και άψυχο. Αναπόφευκτη η επαφή μαζί τους. Μερικές φορές την αποζητούσε. Η σιωπή δεν είναι πάντα ευχάριστη. Βέβαια, δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους. Από τις κινήσεις, τις χειρονομίες, τα βλέμματα, τα επιφωνήματα, έβγαζε συμπεράσματα. Δεν την ένοιαζε, όμως και πολύ. Γενικώς δεν την ένοιαζε τίποτε. Τής έφθανε να χάνεται στον ορίζοντα, να κάνει συντροφιά με τα θαλασσοπούλια, να θαυμάζει τα νεοφερμένα παπάκια που σαν μικρός στρατός βουτούσαν στην αλμύρα. Και κάπου-κάπου να χαιρετά τα δελφίνια που χόρευαν στ’ ανοιχτά απολαμβάνοντας την ελευθερία τους, δώρο της φύσης ανεκτίμητο.

Αυτά την ημέρα. Τα βράδια έκανε παρέα με τ΄ άστρα. Ιδίως το καλοκαίρι που ο ουρανός είναι καθαρός. Ο μικρός γραφικός παραθαλάσσιος οικισμός που είχε αράξει δεν είχε πολλά φώτα. Έτσι μπορούσε να μετράει τ΄ αστέρια που λαμπύριζαν στο ουράνιο βελούδο. Άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο. Δεν έκανε ευχές στα πεφταστέρια. Φοβόταν μην μείνει ο ουρανός χωρίς τους φωτεινούς φίλους του. Νόμιζε ότι έτσι θα μίκραινε το σύμπαν. Δεν ήξερε από αστρονομία. Δεν είχε πάει καν σχολείο. Η φαντασία, όμως, τής έδινε φτερά. Τα φτερά που τής έκοψαν αυτοί που την καταδίκασαν στην ακινησία. Μεγάλο όπλο, όμως, η φαντασία. Όπως και η μνήμη. Τα δειλινά με την μνήμη ξαναζούσε τα ταξίδια της ζωής της. Μια επανάληψη που ποτέ δεν την κούραζε. Τα ταξίδια αυτά ήταν άλλωστε η ζωή της. Kαι τα λιμάνια. Και οι φάροι. Και οι ναυτικοί. Και η νοσταλγία τους.
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ με ολόγιομο φεγγάρι κουράσθηκε να μετράει τ’ άστρα. Το φεγγάρι κυρίαρχο στον ουρανό έκλεβε την λάμψη τους. Αχόρταγο και εγωκεντρικό. Αυτό το αυγουστιάτικο φεγγάρι θαρρείς έχει μια υπεροψία. Ήταν μια νύχτα μετά από μια πολύ ζεστή ημέρα. Ο Αύγουστος είναι μερικές φορές αμείλικτος. Θέλει να καλοπιάσει το καλοκαίρι και ξεπερνάει τα όρια. Η θάλασσα απολάμβανε μετά το λιοπύρι τα χάδια της σελήνης που έστρωνε τον δρόμο της με ασήμι. Περασμένα μεσάνυχτα. Ησυχία που διέκοπταν μόνο οι γρύλοι. Τα γιασεμιά μεθούσαν την νύχτα με τ΄ άρωμά τους. Οι άνθρωποι είχαν αποσυρθεί αποκαμωμένοι από την αφόρητη ζέστη. Άρχισε πάλι το παιγνίδι της νοσταλγίας. Ταξίδια. Θάλασσα και ουρανός μέρα και νύχτα. Και λιμάνια με διαφορετικό χρώμα το καθένα, όμοια και διαφορετικά ταυτόχρονα.

Ξαφνικά την σιωπή έσπασε ένα λυγμός. Αφουγκράσθηκε. Η θλίψη πάντα της χαλούσε τη διάθεση. Δεν ήξερε πώς να τη διαχειρισθεί. Είχε ακούσει κι άλλες φορές ανθρώπους να κλαίνε. Αλλά, κυρίως, άκουγε μικρά παιδιά να κλαίνε γοερά όταν τα μάλωναν για κάποια αταξία. Δεν έδινε πολλή σημασία γιατί ήξερε ότι πολύ γρήγορα το κλάμα τους θα γίνει γέλιο. Αυτό, όμως, ήταν κάτι άλλο. Αισθάνθηκε ότι ήταν κάτι άλλο. Το κλάμα ερχόταν από το διπλανό παγκάκι. Ένα παλιό, ξύλινο, ξεβαμμένο παγκάκι. Ένα παγκάκι για ερωτευμένους και όχι μόνο. Κάτω από μια μουριά, ένα νεαρό δένδρο που τού χάριζε τη φτωχή ακόμα σκιά της. Τα παγκάκια ήταν πάντα μια φιλόξενη στάση για τους ανθρώπους. Μπορούσαν να ατενίζουν τον ορίζοντα και να ονειρεύονται. Υποσχέσεις, αλήθειες, ψέματα, καυγάδες απλώνονταν σ΄ ένα παγκάκι. ‘Ήταν ένα από τα πολλά παγκάκια της παραλίας. Αλλά, ήταν το δικό της παγκάκι κι αυτό το έκανε διαφορετικό, πιο φιλικό, πιο οικείο.
Ας γυρίσουμε, όμως, στο κλάμα. Το παγκάκι μοιραζόταν ένα ζευγάρι. Δύο μεγάλοι άνθρωποι, κοντά στο τέρμα της ζωής τους. Δεν έβλεπε καλά, το σκοτάδι ήταν πηχτό, αλλά το κατάλαβε από τις φωνές τους. Τρεμάμενες, κουρασμένες, βραχνές. Όπως είπαμε στην αρχή, δεν καταλάβαινε τους ανθρώπους. Αυτή η αδυναμία δεν την πολυαπασχολούσε. Όταν ταξίδευε είχε σκεφθεί ότι πρέπει να μάθει τη γλώσσα τους, αλλά τεμπέλιασε. Προτίμησε να μάθει τη γλώσσα των ανέμων. Τώρα, για πρώτη φορά ένιωσε ότι έπρεπε να το είχε κάνει. Αμέσως, όμως, συνήλθε και προσπάθησε να νιώσει τι συνέβαινε. Το νοιάξιμο, πολλές φορές, σε κάνει να βλέπεις και να κατανοείς καλύτερα τα πράγματα. Τα γεροντάκια ήταν απελπισμένα. Μόλις είχαν μάθει ότι ο γιος τους δεν θα έλθει από τα ξένα. Η πανδημία που ταλαιπωρούσε όλο τον πλανήτη έβαλε φρένο στα ταξίδια. Σαν κεραυνός τους έπεσε αυτή η είδηση. Περίμεναν με λαχτάρα να τον σφίξουν στην αγκαλιά τους. Είχαν να τον δουν πάνω από τρία χρόνια χρόνια. Ζούσε στη Βραζιλία, πολλά χρόνια τώρα. Λαμπρός επιστήμονας και καλό παιδί. Περήφανοι , αλλά η περηφάνεια δεν μαλακώνει την πίκρα του αποχωρισμού. Πέρσι ήταν να έλθει, αλλά δεν τα κατάφερε γιατί αρρώστησε η γυναίκα του και ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Φέτος, πάλι τι ατυχία. Δεν είχαν επικοινωνήσει μαζί του, αλλά όλα έδειχναν ότι και φέτος δεν θα τον σφίξουν στην αγκαλιά τους. Και αν δεν τον ξανάβλεπαν; Θα τους έκανε η ζωή τη χάρη να τους χαρίσει μέρες για να τον ξαναδούν; Η τεχνολογία τον έφερνε για λίγο κοντά τους, αλλά κακά τα ψέματα έχει πάρει διαζύγιο από τα συναισθήματα. Έλεγαν και ξανάλεγαν τα ίδια πράγματα με μια απογοήτευση που άγγιζε την απελπισία. Η γυναίκα ήταν πιο ψύχραιμη, προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον άνδρα, αλλά μάταια. Κάποιοι διαβάτες που πέρασαν τους κοίταξαν παράξενα. Αναγκάσθηκαν να σιωπήσουν. Ήταν περασμένη η ώρα. Για λίγο, όμως. Ξανάρχισαν να ψιθυρίζουν τον καημό τους λες και η επανάληψη θα έδινε την ποθητή λύση. Στο τέλος η νύστα νίκησε και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Σκυφτοί με βαρύ περπάτημα. Άκουσε την πόρτα του σπιτιού τους να τρίζει και να κλείνει πίσω τους. Γείτονες ήταν. Πώς δεν τους είχε προσέξει τόσο καιρό; Περίεργο. Καμιά φορά απορεί με τον εαυτό της. Ίσως, πρέπει να ασχολείται λίγο περισσότερο με τους ανθρώπους.

Σιωπή και πάλι. Σήκωσε το «σιδερένιο» βλέμμα της στον ουρανό. Το φεγγάρι είχε δύσει προ πολλού. Έκανε μια ευχή. Για πρώτη φορά. Δεν φοβήθηκε μήπως λείψει ένα αστέρι. Δεν την ένοιαζε. Την ένοιαζε μόνο η ευχή. Υψώθηκε σαν προσευχή. Σε λίγο χάραξε. Χάραξε ελπίδα. Για πρώτη φορά είχε κάτι να περιμένει. Να ελπίζει. Προσπάθησε να καταλάβει τι τής συμβαίνει. Δεν τα κατάφερε. Δεν είχε και τόση σημασία. Η μέρα ήταν διαφορετική. Και η νύχτα το ίδιο.
Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε. Ο Αύγουστος άρχισε να κουράζεται. Πάντα το παθαίνει αυτό όταν βαδίζει προς το τέλος του. Σαν τους ανθρώπους και οι μήνες. Περιορισμένης αντοχής. Οι μέρες άρχισαν να χάνουν το φως τους. Συνηθισμένα πράγματα. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ένα αεράκι φλέρταρε διακριτικά με τα πανιά. Δεν είχε γίνει ακόμα έρωτας. Προσπάθησε να το αναγνωρίσει. Μαϊστράλι τής φάνηκε, χωρίς να είναι σίγουρη. Ο γραίγος, αυτός ο αγαπημένος τοπικός άνεμος έρχεται αργότερα. Κάποτε μιλούσε με τους ανέμους. Μ΄ εκείνη τη γλώσσα τη θαλασσινή, τη γεμάτη αλμύρα. Τώρα με κόπο τους αναγνωρίζει. Ίσως άλλαξαν κι αυτοί σαν το κλίμα. Λένε ότι άλλαξε το κλίμα και η γη απειλείται. Γιατί να μην αλλάξουν και οι άνεμοι; Όπως και να έχει, ένα αεράκι πάντα καλοδεχούμενο είναι. Η μέρα, λοιπόν, ήταν δροσερή. Λίγα σύννεφα κυνηγιόντουσαν στον ουρανό σαν ατίθασα παιδιά. Διαλύθηκαν γρήγορα από έναν αυστηρό ήλιο. Οι περισσότεροι καλοκαιρινοί επισκέπτες είχαν φύγει. Ορόσημο το δεκαπενταύγουστο. Θαρρείς και μετά από αυτό το καλοκαίρι αποθαρρύνεται, μελαγχολεί. Και οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι πρέπει να πάρουν το δρόμο της επιστροφής και να συνηθίσουν στην ιδέα ότι ο χειμώνας είναι μπροστά.

Ξαφνικά άκουσε βήματα και γέλια. Και γνώριμες φωνές. Ρίγησε η «σιδερένια» της καρδιά. Μπορεί και να ράγισε. Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν τον κόσμο. Οι φωνές πλησίαζαν. ‘Εστησε αυτί. Δεν είχε, αλλά λέμε τώρα. Κατάλαβε ότι ήταν τα δυο γνωστά γεροντάκια της γειτονιάς. Μαζί τους ένας μεσήλικας με γκρίζα, πυκνά μαλλιά. Χαμογελαστός και ορεξάτος. Τους πείραζε συνεχώς και τα μάτια του έλαμπαν. Το ζευγάρι γελούσε συνεχώς, ένα γέλιο γάργαρο, θαρρείς νεανικό, η χαρά τ΄ αλλάζει όλα, έχει την ικανότητα να ομορφαίνει κάθε πλάσμα που αγγίζει. Ακόμα και να το ξανανιώνει. Σαν μάγισσα με ανυπέρβλητη δύναμη. Δεν άργησε ν΄ αντιληφθεί τι συνέβαινε. Είπαμε είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τη γλώσσα των ανθρώπων. Τα γεροντάκια ήταν τόσο χαρούμενα γιατί ο γιος τους ήλθε τελικά. Τους έκανε έκπληξη. Φαντάσθηκε όλη την σκηνή. Η φαντασία της ξέφυγε επιτέλους από τα ταξίδια και άγγιξε τους ανθρώπους. Ένα ωραίο αυγουστιάτικο πρωινό ο ξενιτεμένος γιός ξύπνησε πρώτα μια μαχμουρλού γάτα που τεντωνόταν στο κατώφλι του πατρικού του σπιτιού προσπαθώντας να ανοίξει τα γαλαζοπράσινα μάτια της και ύστερα έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η ζωή κρύβει κι ευχάριστες εκπλήξεις, ποτέ δεν πρέπει ο άνθρωπος να απογοητεύεται κι όλα αυτά τα κλισέ, που όμως όταν συμβαίνουν στην πραγματικότητα παύουν να είναι κλισέ και γίνονται αλήθειες του καθενός.

Με την «σιδερένια» της ματιά τους έβλεπε να περπατάνε αγκαλιασμένοι, ένα κουβάρι θαρρείς και δεν το πίστευε. Ούτε κι αυτοί το πίστευαν. Η απροσδόκητα μεγάλη χαρά μοιάζει με ψέμα. Σιγά-σιγά την πλησίαζαν. Χειρονομούσαν συνεχώς. Ώσπου έφθασαν δίπλα της. Ο γιος κοντοστάθηκε. Την κοίταξε περίεργα. «Μα ήταν αυτή η άγκυρα εδώ την τελευταία φορά που ήλθα;» αναρωτήθηκε. Η μάνα του με ένα νεύμα επιβεβαίωσε την παρουσία της, χαρακτηρίζοντας τον αφηρημένο. «Η άγκυρα αυτή είναι πολλά χρόνια εδώ. Έχουμε ξεχάσει πόσα» είπε αγγίζοντάς την απαλά με τα ακροδάχτυλα. «Όταν κάθομαι δίπλα της θυμάμαι τα ταξίδια μου» συμπλήρωσε ο πατέρας. «Μια άγκυρα στην στεριά σού φέρνει θλίψη, αλλά από την άλλη σού θυμίζει ότι τα πάντα στην ζωή έχουν ένα τέλος» φιλοσόφησε ο γιός κουνώντας το κεφάλι του. «Είναι πια σαν αξιοθέατο πρόσθεσε ο πατέρας. Σαν σήμα κατατεθέν του τόπου μας». Η συζήτηση έκλεισε γρήγορα και απομακρύνθηκαν. Κατευθύνθηκαν προς τις παραλιακές ταβέρνες. Ένα τσιπουράκι καλωσορίσματος επιβεβλημένο.
Ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση. Αυτός είναι σίγουρα γραίγος σκέφθηκε. Οι άνεμοι αλλάζουν συχνά κατευθύνσεις. Σαν τους ανθρώπους.