Ήταν ωραίο εκείνο το καλοκαίρι. Πλησίαζε η γιορτή του Άι Λια. Το κοριτσάκι στις αρχές της εφηβείας φορούσε ένα καρό μπλε φόρεμα, τόσο όμορφο και τα λευκά χέρια της ήταν σαν μοσχομυριστά κλαδιά στο πλάι κρεμασμένα. Το χωριό είχε κόσμο και εκείνη ήταν εκεί για μια μικρή “παραθέριση”. Έπαιρνε το πήλινο κανάτι και πατώντας πέτρα – πέτρα στο τραγουδισμένο καλντερίμι έφθανε στην βρύση του Δεσπότη με τα πλατάνια για το πιο κρύο νερό. Μα δεν ήταν το τοπίο τόσο, όσο ο κόσμος που στο δρόμο θα συναντούσε.
– Ε ψιτ, κοριτσάκι, πως σε λένε, είπε τ’ αγόρι με το απολλώνιο κεφάλι, τόσο όμορφος σα Θεός! Είχε έρθει από Αθήνα και το καταξιωμένο σόι του που ‘φθανε μέχρι τα Παρίσια, του ‘δινε έναν αέρα αρχοντιάς. Το κοριτσάκι δεν μιλούσε ποτέ …γιατί δεν μιλούσαν τότε στα πειράγματα των αγοριών. Μον’ έσπασε ένα χαμόγελο, γιατί ήξερε πως ήταν στο κέντρο της προσοχής.

Τα γεροντια αποφάσισαν να βγούνε το βράδυ στην πλατεία. Ευκαιρία ήταν δημόσια να εμφανισθούν με το κορίτσι.
Η Λένη κι ο Αντώνης γυαλιστηκαν στον καθρέφτη με το βασιλικό στέμμα και παίρνοντας από μια ζακετούλα κατηφόρισαν προς το κέντρο. Θα κερνούσαν στη μικρή πορτοκαλάδα, βανίλια, γλυκό του κουταλιού, ότι ήθελε τέλος πάντων…. Ήταν πάντα περήφανοι κι αν ξέμειναν άτεκνοι, αυτό τους έκανε ακόμη πιο περήφανους κι ολιγομίλητους στους πολλούς.
Η μικρή ένιωθε ευτυχισμένη. Σε λίγη ώρα θ άρχιζε το πανηγύρι. Θα γινόταν χωρίς υπερβολή χαμός, αφού κάθε μαγαζί καλούσε τους δικούς του κλαριντζήδες και συναγωνίζονταν ποιος θα τραβήξει τον περισσότερο κόσμο. Φορούσε το μακρύ καρό φουστάνι της και είχε μια μπλε ζακέτα.
Κάθισαν σ ένα νέο μαγαζί. Κάτι σαν καφετέρια, καινούργια ήθη για κείνους τους καιρούς. Πήρε υποβρύχιο και πρόσεχε ολόγυρα τους θαμώνες. Διαισθανόταν πως τα γερόντια ένιωθαν περήφανα για την παρουσία της.
Σε κάποια φάση μπούκαρε μια φασαριόζικη παρέα νεαρών. Ο ένας ήταν και συγγενής. Τόσο όμορφο αγόρι. Μα τη μικρή τάραξε η παρουσία ενός άλλου αγοριού. Γιατί το βλέμμα του την κάρφωνε κι όλο και προσπαθούσε με αστεία και κουβέντες να φθάσει η φωνή του στ’ αυτιά της. Πόσο να ‘ταν άραγε; Γύρω στα 16, 17;; Στενό μπλουζάκι, παντελόνι κάπως ανοιχτό στο τελείωμα και μαλλί που σκέπαζε τα αυτιά. Η εφηβεία σε όλο της το σφρίγος. Διαγώνια τα τραπέζια, έστελναν όλα τα ηλεκτρικά κύματα που δονούσαν τ’ άβγαλτα κορμιά κι έκαναν τη νύχτα να καλπάζει σαν ατίθασο άλογο.
Ο Αντώνης και η Λένη κουρασμένοι σηκώθηκαν και τράβηξαν τη μικρή για το γυρισμό. Έξω γινόταν πανικός από κόσμο. Οι πλατείες στα χωριά, τα γνωστά νυφοπάζαρα, κάποτε ήταν και ο μοναδικός χώρος συναναστροφής των κατοίκων.

Το κοριτσάκι πήρε τον ανήφορο του γυρισμού, ώσπου άκουσε μια φωνή:
– Ει εσύ, κάτι ξέχασες! Ήταν τ αγόρι με τη μπλε ζακέτα! Για λίγα δευτερόλεπτα ήταν μόνοι τους στο σύμπαν. Μ’ όλη την αθωότητα της πρώτης νιότης ακραγγίχτηκαν τα χέρια στην παράδοση. Αυτό ήταν μόνο. Τίποτα και τα πάντα μαζί. Ικανό να κάνει την παραμονή στο χωριό παράδεισο.
Το κορίτσι κατέβηκε το βουνό για την πόλη με μια θύμηση όλο νοσταλγία. Σε λίγο θ’ άρχιζαν τα σχολεία.
Ήταν Σεπτέμβρης, όταν έσκασε η βόμβα. Ένα τροχαίο, μια παρέα ολόκληρη….ολόκληρο το βουνό μαύρισε.
Στη θύμηση έμεινε εκείνο το απλωμένο χέρι της παράδοσης και η διήγηση για τη συγγένισσα μάνα του άλλου αγοριού…που λέει τη βρήκαν στο δάσος να κλαίει και να μοιρολογά ένα μικρό πουλί, ψόφιο στο μονοπάτι.
Πρέπει να ‘ταν η χρονιά, γύρω στο ’75.