Σ’ ένα χωριό είναι ένα πετρόχτιστο σπίτι, όχι κάτι ξεχωριστό, σίγουρα θα βρεις κι άλλα στο χωριό που να του μοιάζουν…
Όταν είχε πρωτομπεί μέσα σαν επισκέπτρια το είχε βρει κάπως μουντό και καταθλιπτικό μέχρι που έφτασε στη νότια κρεβατοκάμαρα κι από ένα ανοιχτό παράθυρο είδε μια θέα που την μάγεψε.
Ήταν καλοκαίρι κι ένας μικρός πίνακας ζωγραφικής ανοίχτηκε μπρος στα μάτια της που είχαν στεγνώσει από τη ζέστη και την κούραση του ταξιδιού. Ένα πετρόχτιστο ασβεστωμένο ντουβάρι οριοθετούσε την αυλή από το υπόλοιπο μέρος του οικοπέδου κι από αυτό το σημείο ως το τέλος όπου κατέληγε σε μια ξερολιθιά πνιγμένη στον κισσό απλωνότανε ένα κομμάτι με καταπράσινο τριφύλλι στο πιο εκτυφλωτικό πράσινο χρώμα που είχαν ποτέ δει τα μάτια της. Δυο κατσικάκια χοροπηδούσαν και δοκίμαζαν τα νιόβγαλτα κερατάκια τους με κουτουλιές κι άτσαλα πηδήματα. Στο κοτέτσι οι κότες κακάριζαν κι ένας πετεινός σουλατσάριζε επιδεικτικά. Η εικόνα αποτυπώθηκε στη μνήμη και στην καρδιά της.
Μετά είδε τη σκάλα… Η εξωτερική σκάλα της κουζίνας σε οδηγούσε από το μικρό ξύλινο μπαλκόνι κάτω στην αυλή. Ήταν τσιμεντένια και δεν είχε τίποτα για να πιαστείς από την μια πλευρά κι από την άλλη. Αμέσως της έφερε στο μυαλό τις μικρές σκάλες που στα παραθαλάσσια μέρη σε κατεβάζουν από το δρόμο στην παραλία κι αυτό της γέννησε αυτόματα την έλλειψη της θάλασσας. Ήταν τόσο έντονη η ταύτιση αυτής της σκάλας με τη συγκεκριμένη εικόνα του μυαλού της που νόμιζε ότι κατεβαίνοντάς την θα πατούσε σε ασπρόμαυρα βότσαλα και λίγο πιο κει θα βρισκόταν η θάλασσα… Όμως όχι.. Το τριφύλλι παρέμενε εκτυφλωτικά καταπράσινο.
Από τότε της έγινε εμμονή η έλλειψη του υγρού στοιχείου σ΄ αυτόν τον τόπο… Να είχε τουλάχιστον μια λίμνη, ένα ποτάμι… Είδε μετά το ρέμα αλλά ένοιωσε σαν να ήθελε μια τούρτα και να της πρόσφεραν μια καραμέλα για να την παρηγορήσουν.
Τα χρόνια πέρασαν κι η ζωή τα έφερε έτσι που το σπίτι αυτό να γίνει και δικό της. Τον πρώτο καιρό ένοιωθε ξένη. Ένοιωθε να μην έχει δικό της τόπο, μονάχα ένα πετρόχτιστο σπίτι που έκλεινε μέσα τη ζωή της κι έτυχε να βρίσκεται σ΄ αυτόν τον τόπο. Τα ξένα μάτια δεν μπορούν να δουν τον τόπο σου όπως τον βλέπεις εσύ… Οι άνθρωποι του χωριού έχουν θύμησες , έχουν βιώματα, μέρη κι ανθρώπους αγαπημένους σε κάθε άκρη του… Εσύ έχεις μόνο τον ξεριζωμό σου, την ξενιτειά και τις απώλειές σου… Το συγκρίνεις, ίσως και να το κακίζεις για ότι σου στέρησε ακόμα κι αν ξέρεις ότι η επιλογή ήταν δική σου.
Με τον καιρό τα μάτια της έμαθαν να κοιτούν αλλιώς. Τα έμαθε η καρδιά. Αγάπησε τους ανθρώπους της κι ότι αγαπούσαν αυτοί σιγά σιγά έγινε και δικό της. Το σπίτι που της ήταν ξένο γέμισε από κείνη κι από καινούριες ζωές χωρίς να αποχωρίζεται τις σκιές και τα αθόρυβα βήματα όσων έζησαν πριν σ΄ αυτό και ένοιωθε να την σφιχταγκαλιάζει.
Έμαθε να αγαπά την πρώτη φθινοπωρινή βροχή και τα πεθαμένα φύλλα των πλατάνων της πλατείας, τη μουρμούρα του νερού της παλιάς βρύσης και τα θλιμμένα καφενεία τα χειμωνιάτικα απογεύματα.
Να περιμένει τα πρώτα χλωρά φύλλα της άνοιξης και να ανησυχεί αν οι τσαλαπετεινοί θα έρθουν κι αυτή τη χρονιά…
Να αγαπά τον καπνό των καμινάδων του χειμώνα και τα πανηγύρια του καλοκαιριού κι ας μην πήγαινε να χορέψει σ΄ αυτά.
Να περιμένει τη μάζωξη των αγαπημένων της σε ένα χωριό που ξαφνικά γίνηκε και δικό τους.
Να αγαπά την καλημέρα και το συνηθισμένο αστείο του φούρναρη, του κρεοπώλη και του φαρμακοποιού όταν βγαίνει για τα ψώνια της ημέρας.
Να μετρά τους χτύπους του ρολογιού της εκκλησίας και να ξεχωρίζει αν ο χτύπος της καμπάνας είναι για λειτουργία ή για κατευόδιο.
Κι όταν το Πάσχα γεμίζουν οι δρόμοι από το φως των κεριών των πιστών που ακολουθούν το επιτάφιο κάτι να φωτίζεται μέσα της.
Να ανησυχεί για το αν οι ελιές θα έχουν καρπό κάθε χρονιά που έρχεται και να μην χορταίνει το πανηγύρι του λιομαζώματος.
Τα καλοκαίρια να περιμένει να πέσει η νύχτα για να δει το φεγγάρι να βγαίνει πίσω από τα βουνά σαν καντήλι για να φωτίσει τη νύχτα και να ακούσει την κουκουβάγια στο μονότονο τραγούδι της.
Κι όταν χιονίζει, όλα να γίνονται αλλιώτικα, όλα να γίνονται μαγικά.
Κι όλα αυτά μαζί, πρόσωπα, τόπος κι εποχές να την διεκδικούν και να της μαθαίνουν να συλλαβίζει το ρήμα «ανήκω».
Η σκάλα κάθε πέντε χρόνια γεμίζει από πρόσωπα καθισμένα στα κλιμακωτά σκαλιά της για να απαθανατιστούν στην οικογενειακή φωτογραφία. Γέροι και νέοι, σκυλιά και γατιά κοιτούν στο φακό για μια στιγμή ψεύτικης αιωνιότητας. Κι εκείνη μετά κοιτά τις φωτογραφίες και κάνει τις προσθαφαιρέσεις της.
Τα βράδια του καλοκαιριού κάθεται στο τελευταίο σκαλί και θαρρεί πως τα πόδια της βρέχονται από το κύμα της θάλασσας της ουτοπίας της. Ένα κύμα που ξέρει πως μια μέρα θα φουσκώσει και θα τα σαρώσει όλα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο κύμα του χρόνου. Μερικές φορές έρχεται στο μυαλό της το μετά… Μια μικρή θλίψη την πλησιάζει και κάθεται δίπλα της. Η λογική της λέει πως τα σπίτια έχουν την ίδια χρήση με οποιασδήποτε άλλη συσκευασία… αν χαθεί το ανθρώπινο περιεχόμενό τους δεν έχουν καμιά αξία… Είναι μόνο υλικά που οδηγούνται στη φθορά.
Ίσως χρόνια μετά το σπίτι να μην είναι το ίδιο… Μπορεί να είναι κι αυτό σαν τα δεκάδες έρημα σπίτια του χωριού με τα κλειστά παράθυρα και τις χορταριασμένες αυλές. Όποιος περνά όμως από το δρόμο κάνοντας τη βόλτα του θα ακούει τον απόηχο από τα γέλια και τις κουβέντες όσων έζησαν σ’ αυτό, όπως ακούει κι εκείνη τους ήχους από τα έρημα σπίτια που αγαπά και χαιρετάει κάθε φορά στη βόλτα της. Τα δέντρα στον κήπο θα εξακολουθούν να ρίχνουν τον ίσκιο τους και να θροΐζουν στο παραμικρό φύσημα του αγέρα που θα φέρνει αναμνήσεις από τα παλιά και στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή θα υπάρχουν οικογενειακές φωτογραφίες που θα δείχνουν γελαστά πρόσωπα που πλατσουρίζουν σε μια θάλασσα αγάπης που φτάνει ως τη σκάλα.

(*) Ο τίτλος του κειμένου είναι δανεισμένος από τραγούδι, που τους στίχους έγραψε ο Οδυσσέας Ιωάννου, μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο και τραγουδήθηκε από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.