Η κηδεία της γυναίκας μου έγινε μια λασπωμένη Τετάρτη που έβρεχε καταρρακτωδώς. Κάτι μολυβιά κλαψιάρικα σύννεφα τη μοιρολογούσαν την ώρα που απ΄ τα δικά μου μάτια δεν έτρεχε ούτε ένα δάκρυ όσο κι αν ζοριζόμουνα, για τα μάτια του κόσμου.

Δυο μέρες νωρίτερα, βρισκόμασταν το πρωί μαζί στο κρεβάτι και καθώς ξύπνησα μου είχε κάνει εντύπωση που την είδα δίπλα μου να κοιμάται, γυρισμένη στο πλάι, πάντα στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού, ενώ άλλες φορές σηκώνονταν πρώτη, έπαιρνε το πρωινό της και άρχιζε τις δουλειές του σπιτιού – που πάντα έβγαιναν περισσότερες από αυτές που λογάριαζε να κάνει και μονίμως γκρίνιαζε γι’ αυτό – ενώ εγώ κοιμόμουν λίγο παραπάνω μέχρι να μου φέρει τον καφέ στο κρεββάτι και να χαζέψω τα πρωινάδικα στην τηλεόραση, χουζουρεύοντας.
Τράβηξα λίγο το πάπλωμα και την είδα ήρεμη, με κλειστά βλέφαρα, ακουμπισμένη στο λυγισμένο χέρι με την μπαμπακερή νυχτικιά με τα ροζ λουλουδάκια κι έμοιαζε σαν να την είχε πάρει ο ύπνος σε ανθισμένο λιβάδι.
-Στάμο ξύπνα, μας πλάκωσε το πάπλωμα σήμερα… δέκα η ώρα…
Τίποτα… το ξεφύσημα μικρής φάλαινας που έκανε η ανάσα της δεν ακούγονταν. Το πάπλωμα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση από το κορμί που σκέπαζε… Άρχισα να βάζω με το νου μου πράματα… Το πρώτο που ένοιωσα ήταν αυτό το ξάφνιασμα που νοιώθεις όταν γίνεται διακοπή ρεύματος… Γίνεται σκοτάδι, στην αρχή νομίζεις ότι κάηκε η λάμπα, ότι ίσως έπεσε η ασφάλεια κι αρχίζεις να τα τσεκάρεις ένα – ένα για να διαπιστώσεις τελικά ότι είναι βλάβη και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Έτσι κι εγώ, άρχισα να την τσεκάρω… Να της μιλάω και να μην παίρνω απάντηση, να βάζω το χέρι μου κάτω από τη μύτη της και να μη νοιώθω καμμιά πνοή αέρα, να την σκουντάω και να μην αντιδρά…

Ένοιωσα ένα κρύο πράμα να απλώνεται στο στήθος μου και να με παγώνει μέσα κι έξω. Πήρα τηλέφωνο σε ένα νοσοκομείο κι από κει και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Τηλεφώνησα στη μοναχοκόρη μας που ζει στην Ισπανία και μετά κανόνισα τα της κηδείας, όχι καμία υπερπαραγωγή… απλά πράγματα. Έτσι κι αλλιώς αυτά είναι χαμένα λεφτά…
Τις πρώτες ώρες που έμεινα μόνος στο σπίτι, σα να μη με χώραγε ο τόπος πήγαινα από το καθιστικό στην κουζίνα και ξανά πίσω σαν να έψαχνα κάτι και να μην το έβρισκα ώσπου σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα κοιτάζοντας γύρω-γύρω σαν να μην ήταν δικό μου το σπίτι, σαν να έμπαινα πρώτη φορά…

Και τότε ξαφνικά μια υποψία, ένα ίχνος χαράς άρχισε να με καταλαμβάνει, να γίνεται ευφορία, ένας ενθουσιασμός ενός εφήβου που φεύγουν οι γονείς για σαββατοκύριακο και τον αφήνουν μόνο στο σπίτι.
Ήμουν ξανά ελεύθερος!!! It’s party time!!!
Mε απίστευτη ενέργεια και με καλή διάθεση πήρα τον κατάλογο με τα συγγενικά και τα φιλικά πρόσωπα που έπρεπε να ειδοποιήσω για το «κακό που με βρήκε» και ήμουνα απίστευτα κοινωνικός κι ευχάριστος περιγράφοντας με λεπτομέρειες το συμβάν ακόμα και σε άτομα που ποτέ δεν μου ήταν ευχάριστο να μιλάω κι απέφευγα να τα παίρνω τηλέφωνο ακόμα και στις ονομαστικές τους γιορτές, βάζοντας τη συχωρεμένη να το κάνει.
Όσο περνούσε η ώρα κι η κατάστασή μου εξελίσσονταν από χαρά σε πανηγύρι άρχισα να ανησυχώ για την ψυχική μου υγεία… ένοιωθα να εκδιαολίζομαι… να μεταμορφώνομαι σε ένα χαιρέκακο δαίμονα που ήταν θέμα χρόνου μια ουρά κάπου πίσω μου να σκίσει το παντελόνι και να αγγίξει το πάτωμα και δυο κέρατα να στολίσουν το γυμνό κρανίο μου.

Με την κόρη μου ανταλλάξαμε τις τυπικές αγκαλιές και την άφησα να κλάψει στον ώμο μου όπως είχα δει σε κάτι αμερικάνικες ταινίες και μετά αποτραβηχτήκαμε κάθε ένας στην κάμαρά του αφού δεν υπήρχε η μάνα της και γυναίκα μου να γεμίσει τις σιωπές και να σπάσει την αμηχανία μας. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είμαστε πολύ κοντά και μετά την απόφασή της να ζήσει στο εξωτερικό απομακρυνθήκαμε περισσότερο.
Τη μέρα της κηδείας φόρεσα το καλό μου κοστούμι και τη μαύρη γραβάτα και στάθηκα δίπλα στη μαυροφορεμένη κόρη μου, σε μια θέση που μας υπέδειξαν κάτι ξαδέλφες της συχωρεμένης με μαλλί κάσκα, χρυσαφικά στα χέρια και πέρλες στο λαιμό. Αυτές ήτανε κάτι σαν τελετάρχες και με ύφος ειδικού έλεγαν πως θα γίνει το κάθε τι.
Στη μέση το φέρετρο ανοιχτό, σαν αυγό Κίντερ που μόλις είχε σπάσει και μέσα… η Στάμο, δώρο έκπληξη, με το μπλε πουά φόρεμα που τόσο της άρεσε και της έκανα το χατίρι να της το φορέσω για την τελευταία της εμφάνιση, μαζί με τις μαύρες γόβες, αυτές με το πιο μεγάλο τακούνι, που δεν τις είχε φορέσει σχεδόν καθόλου γιατί την πονούσαν τα πόδια της κι είχε αστάθεια. Τώρα τίς φορούσε χωρίς να διατρέχει κανένα κίνδυνο και επιτέλους έπιαναν τόπο και τα λεφτά που είχε δώσει γιατί ήταν δερμάτινες από καλό μαγαζί. Τα χέρια της σταυρωμένα, μου μοιάζανε σαν δεμένα για να μην κάνουνε καμιά χειρονομία (ποτέ δεν τους είπα πως ήταν πολύ παραστατική…) και λίγο φιλάρεσκα με το ροζ περλέ μανό να γυαλίζει πάνω στα περιποιημένα νύχια τραβώντας την προσοχή. Στα χείλη κραγιόν στην ίδια απόχρωση με το μανό στα νύχια, (αυτά ήταν σίγουρα δουλειά της αδελφής της της Κούλας που ήταν αντιπρόσωπος καλλυντικών) το στόμα ερμητικά κλειστό… (βάζουν κόλα ούχου τα κοράκια λες και το κάνουν για ασφάλεια, μη γίνει καμιά στραβή, να μη μπορεί να πει ούτε καλά ούτε άσχημα…)

Το χλωμό της πρόσωπο ήρεμο, όσο την κοιτούσα τόσο αναρωτιόμουνα ποια είναι αυτή η γριά με το ελαφρά ανασηκωμένο φρύδι που έμοιαζε να μπορεί να με κοιτά πίσω από τα σφαλιστά βλέφαρά της με μια δόση ειρωνείας, λύπησης ή εκδικητικότητας… Μπερδευόμουνα όλο και περισσότερο όσο την κοιτούσα και δεν άκουσα λέξη από την νεκρώσιμη ακολουθία μέχρι που έφτασε στο «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» και μου έδωσε μια αγκωνιά η Κούλα για να πάω να αποχαιρετίσω τη γυναίκα μου – τη δικιά μου ξένη – και παραλίγο να πέσω και να ρίξω και το φέρετρο καθώς πήγα να πιαστώ από αυτό γιατί είμαι σίγουρος ότι πάτησα τη διαολίσια ουρά μου που πάλλονταν από χαρά και μπερδευόταν ανάμεσα στα πόδια μου.
Δυο μέρες μετά την κηδεία κι αφού πήρε κάποια προσωπικά πράγματα της μητέρας της η κόρη μου επέστρεψε στην Ισπανία. Ήμουν επιτέλους μόνος. Όχι πως είχα κάτι με την Στάμο… Αλλά τελευταία όλα μου την έδιναν… Ο τρόπος που έσερνε τις παντόφλες της το πρωί, το ότι άφηνε τη βρύση να τρέχει καθ΄ όλη τη διάρκεια του βουρτσίσματος των δοντιών της, το ότι ψάχναμε πάντα να βρούμε το τηλέφωνο που κάπου το είχε ξεχάσει μετά την τελευταία του χρήση και κυρίως αυτή η μόνιμη ερώτησή της «θέλεις να κάνουμε κάτι μαζί;»
-Τι να κάνουμε μαζί ρε Σταμ της έλεγα… Αυτό «που κάναμε μαζί» και άρεσε και στους δυο μας πάει καιρός που δεν το πετυχαίνουμε πιά… Άσε ας κάνει ο καθένας τα δικά του…κοίτα να περάσεις καλά την ώρα σου.. Μαζί – μαζί… κοριούς θα πιάσουμε πια…

Τις πρώτες μέρες δεν έκανα τίποτα… Κοιμόμουνα, ξύπναγα ότι ώρα γούσταρα κι έτρωγα ντελίβερι χαζεύοντας τηλεόραση. Κατούραγα χωρίς να με νοιάζει αν θα πιτσιλίσει το καπάκι της λεκάνης, ούτε καν το καζανάκι με ένοιαζε… Έκανα μπάνιο δίχως να τραβάω την κουρτίνα, παρόλο που δυο φορές γλίστρησα από τα νερά και κόντεψα να φάω τα μούτρα μου. Έφτιαχνα μόνος μου καφέ, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσα φλυτζάνια και ποτήρια έκρυβαν τα ντουλάπια μας τα οποία ποτέ δεν χρειάστηκε να εξερευνήσω αφού ότι ήθελα το έβρισκα έτοιμο από το Στάμο.. Το Στάμο που δεν ήταν από την αρχή Στάμος… Ήταν Σταματία στη γνωριμία, ήταν Ματούλα στον έρωτα, έγινε Τούλα στη ρουτίνα και κατέληξε Στάμος στο σίτεμα, σαν να ήταν κανένας παλιός συνάδελφος ή παλιοσειρά από το στρατό. Δεν είχε διαφορά για μένα…
Ψάχνοντας στα ντουλάπια να βρω ένα δοχείο να βάλω κάτι φρούτα έπεσα πάνω στην πήλινη γάστρα και δάκρυσα σαν σκέφτηκα πως δε θα ξαναφάω το μοσχαράκι γιουβέτσι… κι ήρθαν μετά απανωτές θύμησες από γιουβαρλάκια, κοτόπουλο με μπάμιες, καλαμαράκια, κάτι εκμέκ κανταΐφια και κάτι καρυδόπιτες σιροπιασμένες κι έγινα ράκος…

Έτσι όπως κοιτούσα προς την κουζίνα σαν να την έβλεπα μπροστά στον νεροχύτη να πλένει τα πιάτα, να τραγουδάει «θα γίνω Βραζιλιάνα με το σομπρέρος μου…» να κουνάει τα χέρια με τα κίτρινα γάντια της κουζίνας και να πετάγονται σαπουνάδες εδώ και κει και ο φιόγκος της ποδιάς να χοροπηδάει πάνω στις καμπύλες της, όπως έκανε όταν είμαστε νέοι και με τρέλαινε… και μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια την ξαναβλέπω όπως ήταν τα τελευταία χρόνια με σπασμένα αγγεία στα πόδια, να τραγουδάει, σχεδόν να απαγγέλει μελαγχολικά με μια βραχνάδα στο λαιμό «ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου…» και ‘γω να της φωνάζω από το καθιστικό ως συνήθως «Τι γίνεται, αργεί να τελειώσει η εκπομπή; Μας ζάλισες…» και να σταματάει.

Τι έγινε στο μεταξύ και το χαρούμενο τραγούδι της έγινε μπαλάντα; Πώς δεν το πρόσεξα τόσο καιρό; Σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα άρχισα να σκέφτομαι αλλιώς, να ρίχνω τον προβολέα στα μάτια μου, να με ρωτάω να με ανακρίνω…
Πόσο καιρό είχαμε να πάμε μια εκδρομή; Παλιά πηγαίναμε και της άρεσε, κάναμε και κάμπινγκ με το παλιό μας τζιπάκι… Μετά εγώ άρχισα κυνήγι. Τα Σαββατοκύριακα ήταν πιασμένα κι όταν εκείνη παρακαλούσε να πάμε κάπου μαζί εγώ της έλεγα για να την αποφύγω «κάποιο άλλο Σαββατοκύριακο» που δεν ερχότανε ποτέ. Μια φορά το χρόνο, το καλοκαίρι πηγαίναμε διακοπές για να μην έχει να λέει… να έχω και ‘γω ένα επιχείρημα όταν θα έφευγα για να κάνω τα δικά μου. Πάντα με αντροπαρέες.

Παλιά έβαζε αργά το απόγευμα λαϊκά τραγούδια, έφτιαχνε κάτι ξεγυρισμένες ποικιλίες, έφερνε το ουζάκι και το τάβλι και στρωνόμασταν… Γελούσε σαν μικρό παιδί και χτυπούσε χαρούμενα τα μικρά της χέρια κάθε φορά που μου έπαιρνε παιχνίδι. Εγώ φουρκιζόμουνα με την κωλοφαρδία της ώσπου μια μέρα πέταξα κάτω το τάβλι και δεν ξανάπαιξα. Πήγαινα στο καφενείο, στο πρακτορείο για κανένα λόττο και γυρνούσα στο σπίτι το βράδυ. Την έβρισκα στην πολυθρόνα με ένα βιβλίο στο χέρι, να κατεβάζει λίγο τα γυαλιά, και να μου χαμογελάει. Νόμιζα ότι με ειρωνευότανε… δε μιλούσα…
Δεν έλεγε τίποτα… Ούτε όταν με παρακαλούσε να δούμε μαζί μια ταινία καθόμουνα, έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή απλά να συγκατοικούμε… Της έλεγα να βρει να κάνει κάτι να περνάει την ώρα της. Πήγαινε με τη φίλη της τη Λέλα για κανένα καφέ και αργά και που κανένα σινεμά. Βγαίναμε στη χάση και στη φέξη σαν ζευγάρια με κάποιους από τους άλλους κυνηγούς και παρόλο που τα άτομα αυτά δεν ήταν της αρεσκείας της ήταν πάντα γελαστή κι ευδιάθετη, μιλούσε λίγο παραπάνω από το κανονικό λες κι ήθελε να ισοφαρίσει με τη σιωπή που κρατούσε στο σπίτι.
Η χαρά που ένοιωθα σιγά σιγά με την συνειδητοποίηση της οριστικής απουσίας της άρχιζε να εξατμίζεται, η διαολίσια ουρά μου γινόταν σκιαγμένου ζώου κι έμπαινε κάτω από τα σκέλια μου από επίμονες ενοχές που με τσιγκλούσαν κι έκανα τάχα πως δεν τις βλέπω, αλλά αυτές με έδειχναν με το δάχτυλο. Τα κέρατα όμως; Ρε λες νααα; Τόσο καιρό αδιαφορίας μια νόστιμη γυναίκα θα μπορούσε αν ήθελε να κάνει πολλά… Διήμερα κυνήγια ήθελες κύριε; Ας βγω κι εγώ παγανιά να δούμε τι θήραμα θα πιάσει ο καθένας μας… Μπααα… αποκλείεται.

Απέφευγα να κοιτάζω τις φωτογραφίες που ήταν αραδιασμένες από δω κι από κει… Όσο την έβλεπα τόσο πιο όμορφη μου φαινότανε και διαολιζόμουνα, γινόμουνα φουρνέλο. Τις μάζεψα και τις πέταξα σε ένα συρτάρι. Δεν ήθελα ούτε να βγω έξω αλλά ούτε και να έρθει κανένας στο σπίτι. Ο φίλος μου ο Σωκράτης που ήρθε μια μέρα να δει αν χρειάζομαι τίποτα κι έφερε και δυο τάπερ φαγητό από τη γυναίκα του έφυγε άρον-άρον χωρίς να χρειαστεί να μπω στη διαδικασία να βρω μια δικαιολογία, από τη μπόχα που είχε το σπίτι από την κλεισούρα και την απλυσιά. Εγώ θυμίζω άστεγο έτσι όπως γυρίζω αξύριστος, ξυπόλυτος κι αχτένιστος. Μια μέρα μάζεψα όλα τα ρούχα της από τις ντουλάπες για να τα πετάξω. Τα έχωσα όπως όπως σε μαύρες σακούλες και τα κατέβασα στον κάδο. Πήγα στη βιβλιοθήκη κι άρχισα να ξεδιαλέγω τα βιβλία της. Πως μου παράπεσε ένα κι όπως πήγα να το πάρω από κάτω είδα ότι είχε κάποιες σειρές υπογραμμισμένες με μολύβι και δίπλα το όνομά μου. Άρχισα να διαβάζω… Ότι δεν μου είχε πει η σιωπή της όλα αυτά τα χρόνια για τον εγωισμό, τη μοναξιά, τον έρωτα, τον πόνο, την απόγνωση τα έλεγε με το στόμα των ηρώων των ιστοριών που διάβαζε. Κάποιες σημειώσεις είχαν ημερομηνία δίπλα από το όνομά μου και θυμόμουν πότε ήταν και που βρισκόμουν τη συγκεκριμένη μέρα… πόσο καλά περνούσα όταν εκείνη μέτραγε τη ζωή της μέσα από τις ιστορίες των άλλων…

Μέχρι να γίνουν τα σαράντα το σπίτι είχε γίνει ένα αχούρι και δεν έδινα δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό… Ο κήπος που εκείνη λάτρευε είχε ρημάξει απότιστος, το γκαζόν είχε φτάσει ως το γόνατο κι όλα ήτανε αξιοθρήνητα και μαραγκιασμένα σαν εμένα. Αντί μνημόσυνου έκανα μια δωρεά και απέφυγα σόγια και κοινωνικότητες.

Πήρα τηλέφωνο σε ένα μεσιτικό γραφείο να βάλουν αγγελία ότι το σπίτι διατίθεται επιπλωμένο για ενοικίαση. Είχα ήδη βρει ένα μικρό σπίτι σε άλλη περιοχή κι ετοίμασα τις βαλίτσες μου. Σε ένα χαρτόκουτο πακετάρισα και τα βιβλία με τις υπογραμμίσεις. Ήθελα να μάθω τι έγινε τα χρόνια της απουσίας μου. Κλείδωσα την πόρτα και νόμιζα ότι κλείδωσα και κείνη μέσα. Στο πρώτο φανάρι που σταμάτησα είδα μια γυναίκα με μπλε πουά φουστάνι να διασχίζει το δρόμο. Από το ραδιόφωνο η Αρλέτα τραγουδούσε «ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου, θα ‘σαι πάντα δικός μου, θα ‘μασται πάντα μαζί»…Ή μήπως δεν ήταν η Αρλέτα…