Ακόμα να κοιμηθώ. Αντιστέκεται η μουσική να γείρει το κεφάλι της στο μαξιλάρι! Έξω βρέχει. Μέσα οι τοίχοι μυρίζουν ρόδα∙ μια οσμή εκεχειρίας ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Την νύχτα αυτή ξαναγίνομαι έφηβος! Η φωτογραφία δίπλα σου, δείχνει εμένα παιδί με την θάλασσα στα μάτια. Η βροχή της ζωής θόλωσε το μπλε στα μάτια, στέγνωσε τους χυμούς στο σώμα μου. Σηκώνω το βλέμμα. Η σάρκα σου ακόμα σφιχτή, αρνείται επίμονα να ανοίξει τα πέταλα. Το χρώμα σου, θαρρώ πως αλλάζει αργά. Όταν σε κρυφοκοίταξα είχες βαφτεί το άλικο. Τώρα διακρίνω μαζί και το πορτοκαλί. Απλώνω το χέρι δειλά να σε αγγίξω. Τα δάχτυλα μου στο λαιμό σου, παρέα με τα φιλιά που θα ήθελα να σε δώσω. Φοβάμαι όμως μη σε τρομάξω. Κοίτα! Όλες οι πόρτες της ψυχής μου ανοιχτές. Και τα παραθύρια. Σμίγουν οι μουσικές και οι μυρωδιές μέσα μου. Το δέρμα σου, σαν απαλό βελούδο, πάλλεται. Ποιός μπορεί να αρνηθεί το άρωμα σου;
Στον απέναντι τοίχο, πάνω στο κρεβάτι το κορμί μου. Τα γεράματα μου, είναι σταυρωμένα στο κρεβάτι. Πάει καιρός που έσβηνα ημέρες έξω στον ήλιο. Πάει καιρός που δεν κοιτούσα τα ρολόγια, που δεν περίμενα να ξημερώσει. Όχι! Στιγμή μη λογιστείς πως βιάζομαι να γλυτώσω. Τώρα έχω χρόνο να εκτιμήσω τα μικρά. Η ευγνωμοσύνη ανεβάζει ψηλά το κορμί που με πρόδωσε∙ τραβάει τον σύρτη και με βγάνει έξω. Τα πόδια σμίγουν με την επιθυμία. Χορεύω. Σου λέω τραγούδια.

Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα δώσεις στην καλή σου
Δεν περνώ, περνώ.

Ένα ακόμα;

Μια ωραία πεταλούδα
Μια ωραία πεταλούδα
Ζωντανεύει και πετά
Ζωντανεύει και πετά.

Δεν μπορείς να μου κρυφτείς! Σε είδα. Άνοιξες τα φτερά σου! Η καρδιά σου φανερώθηκε. Μη φοβάσαι. Δεν θα σε πληγώσω. Υπόσχομαι να σε φροντίζω για όσο κρατήσει. Ρούφηξες λαίμαργα όλο το νερό που έβαλα για σένα. Τώρα είμαστε δύο που περιμένουμε να ξημερώσει. Περίεργο όμως. Δεν βιάζομαι από τότε που σε γνώρισα. Ήταν Άνοιξη όταν μπήκες φουριόζα στο κατάλυμα μου. Πρώτα σε γνώρισε η εγγονή μου. Στάθηκε με εκείνη την λάμψη στα μάτια της δίπλα στο παρτέρι με τις ανθισμένες τριανταφυλλιές και ρώτησε:
Ποια τριανταφυλλιά θέλει να διώξει τη σιωπή από το δωμάτιο του παππού μου;
Ποια τριανταφυλλιά, ξαναρώτησε, θέλει να παίξει μουσική για τον παππού μου; Εγώ! Εγώ! Απάντησες πρόθυμα. Εγώ θέλω να ξεγυμνώνομαι κάθε βράδυ για εκείνον. Θα ρίχνω τα πέταλα μου ένα-ένα αργά, μέχρι να μας εύρη το πρωί. Μαζί θα μεθάμε το νέκταρ της ζωής, σε ένα ξεστράτισμα του νου.
Κράτησες την υπόσχεση σου. Επιμένεις να έρχεσαι φρέσκια κάθε πρωί. Με την αδημονία παιδιού, επιμένω να σε περιμένω κάθε Άνοιξη, για όσο κρατήσει.