Ο τσαλαπετεινός άρτι αφιχθείς από το χειμερινό του ενδιαίτημα προσγειώθηκε πάνω στο χορτάρι της αυλής κι απόθεσε μαλακά την άνοιξη. Μετά σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την ορθή του απόφαση ως προς το timing έχωσε το μακρύ του ράμφος μέσα στο χώμα, σαν θερμόμετρο κάτω από τη μασχάλη της γης… Την ένοιωσε ζεστή σαν γυναίκα έτοιμη να δοθεί στον άντρα της αλλά και σε εραστές κι ας ήταν να καρπίσει χίλια τέκνα νόμιμα και παράνομα… Μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα και στη λαιμαργία των αισθήσεων τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο.
Μετά είδε τον τσαλαπετεινό να ανοίγει τα εντυπωσιακά φτερά του που έμοιαζαν πασπαλισμένα με μπόλικη κανέλα (τόσο έντονα κανελί που νόμιζε ότι μύριζε φρέσκο ρυζόγαλο) και τσούπ! βρέθηκε στο κλαδί της μουριάς που πάνω του φούσκωναν σε μικρά εξογκώματα τα μάτια που σε λίγο θα έσκαγαν για να βγουν τα ολοπράσινα φύλλα.
Εκείνη τον αγαπούσε τον τσαλαπετεινό, τον περίμενε πως και πως μετά τον μακρύ χειμώνα… Ακόμα κι όταν διάβασε ότι τα ούρα του έχουν άσχημη μυρωδιά και ότι κατουράει στη φωλιά του για να απωθεί τους εχθρούς του, δεν άλλαξε γνώμη γι’ αυτόν τον όμορφο βρωμιάρη… Κανένας δεν είναι τέλειος… Ποιος εξάλλου θα μπορούσε να αντέξει την απόλυτη τελειότητα και την αψεγάδιαστη ομορφιά;

Στους αγρούς σκάει μύτη το χορτάρι κι οι ανεμώνες – κόκκινο αίμα στην καρδιά της γης – κάνουν χώρο για τα αρμενάκια την ώρα που οι καλογριές κοιτούν σεμνά με μια μικρή προσευχή γραμμένη με τη μωβ και την κίτρινη ρίγα τους, σε πανάρχαιο κώδικα. Διάφανο φως κι αέρας φρέσκος και καθάριος… Το έαρ το γλυκύ σεργιανά με γυμνά πόδια, αθόρυβα, σχεδόν ονειρικά… Όσο περπατά θα έπρεπε να μην υπάρχει θάνατος… Τίποτα να μην φαρμακώνει τη γλύκα του!
Η άσπρη γάτα με τα διαφορετικά μάτια – ένα κίτρινο κι ένα γαλάζιο – λιάζεται ξαπλωμένη στις πέτρες της αυλής. Τεντώνεται νωχελικά κι ανοίγει τεράστιο στόμα σε ένα μεγάλο χασμουρητό, σα να θέλει να καταπιεί τον κόσμο όλο. Είναι λίγες μέρες που σταμάτησε να σαγηνεύει και να καλεί με ερωτικά καλέσματα τους γάτους της γειτονιάς επιδιδόμενη σε όργια με κάθε περαστικό γόη, χωρίς κανένα κριτήριο αξιολόγησης. Ένας μαύρος νταβραντισμένος, ένας γκαβός μεσήλικας, ένας αποστεωμένος γκρίζος με κομμένη ουρά ήταν κάποιοι απ΄ αυτούς που φιλοξενήθηκαν στην…πλάτη της και την παρέσυραν στις ρυθμικές τους κινήσεις κρατώντας την δέσμια με ένα ερωτικό δάγκωμα στο σβέρκο. Μετά από ένα δεκαήμερο κραιπάλης οι εραστές εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας κι η άσπρη γάτα έμεινε να δέχεται μόνο τα χάδια του ήλιου και μάλλον να κυοφορεί τους καρπούς της ασυδοσίας της…

Εκείνη ένοιωθε να γλυκαίνει μέσα της μια ήσυχη μελαγχολία, τόσο συχνή τον τελευταίο καιρό, που σχεδόν είχε γίνει φυσιολογική κατάσταση και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αλλάξει μέσα της και το κορίτσι που έκρυβε στην ψυχή γερνούσε μέρα με τη μέρα μαζί με το σώμα της.
Τράβηξε την πολυθρόνα κοντά στην άσπρη γάτα που χουζούρευε στο ζεστό πλακόστρωτο κι έκλεισε τα μάτια παραδίνοντας το πρόσωπό της στον ήλιο. Η γάτα έδωσε ένα σάλτο και γέμισε την αγκαλιά της. Έτσι όπως ήταν πάνω στην κοιλιά της ένοιωσε τις αναπνοές τους να συγχρονίζονται. Η γάτα κοιμήθηκε βαθιά, με τη βεβαιότητα πως ήταν εφτάψυχη και θα ζούσε πολλές άνοιξες ακόμα κι εκείνη με την αμφιβολία αν θα ξανασυναντούσε το κορίτσι που της έμοιαζε κι είχε χαθεί κάπου εκεί που συναντιέται το ποτάμι του χρόνου με το δρόμο της ζωής.