Έδωσε κρυφά εξετάσεις για τη σχολή Καλών Τεχνών και τώρα επιτέλους είχε στα χέρια του τον πολυπόθητο φάκελο με τα αποτελέσματα κι όμως έτρεμε να τον ανοίξει.
Πήρε μια βαθειά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και έμεινε για λίγο να σκεφτεί…

Πάντα ήταν διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Δεν τον ένοιαζε η μπάλα και απολάμβανε να διαβάζει, στα πανηγύρια το κλαρίνο του «τρύπαγε» το μυαλό αλλά του άρεσε να ακούει μελοποιημένη ποίηση.
Πριν τέσσερα χρόνια ο πατέρας του τον έστειλε στους θείους του στη Γερμανία για δουλειά στα εστιατόριά τους. Έμεινε έξι μήνες και με την «κουλτουριάρα» όπως την έλεγε ο πατέρας θεία του γύρισε όλα τα μουσεία, τις γκαλερί και είδε όλες τις θεατρικές παραστάσεις. Ο θείος του είπε ότι δεν κάνει για τη δουλειά και τον έστειλε πίσω. Ο πατέρας του απογοητεύτηκε και τον πήγε να μάθει λογιστικά. Μετά από ένα χρόνο είχε βρει δουλειά σε γραφείο και κατάφερε να μαζέψει ένα καλό ποσό. Όταν μίλησε στον πατέρα του για τα όνειρά του για τη ζωή το μόνο που του είπε ήταν: «Μια χαρά είσαι εκεί που κάθεσαι. Τι τα θες τα πινέλα; Θα πεινάσεις…!!»

Όμως εκείνος ήθελε να μάθει να ζωγραφίζει για να αποτυπώσει στο χαρτί τα μάτια της μάνας του. Ήταν το μόνο που θυμόταν απ’ αυτή μιας και την έχασε όταν ήταν μόλις οκτώ χρονών και φοβόταν μην τα ξεχάσει κι αυτά…
Άνοιξε τα μάτια. Έσκισε προσεκτικά το φάκελο και έβγαλε το χαρτί. Ναι! Τα κατάφερε! Πέρασε!
Η χαρά του ήταν τόση που ξέσπασε σε κλάματα που τάραξαν ολόκληρο το κορμί του.

Θα μάθαινε τεχνικές και χρώματα και μια μέρα τα μάτια της μάνας του, που πέρα από το χωριό δεν είδαν, θα έβλεπαν όλο τον κόσμο και όλος ο κόσμος θα τα θαύμαζε!!!!