Μελίσσι ο κόσμος στη πλατεία την Κυριακή το πρωί. Μετά τον εκκλησιασμό στον Άγιο Πέτρο πλημμυρίζει ο κόσμος τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία της οδού Χρυσανθέμων. Το σιντριβάνι υπερηφανεύεται για τον κεντρικό του πίδακα που αφρίζει και αναπηδά συναντώντας τα νερά των μικρότερων περιφερειακών πιδάκων κι όλοι μαζί γεμίζουν την μεγάλη στρογγυλή στέρνα της βάσης κάνοντας τα χρυσόψαρα να αναπηδούν κι αυτά. Πλανόδιοι μικροπωλητές με μπαλόνια, ξηρούς καρπούς, λουκουμάδες και μαλλί της γριάς προωθούν σε ενθουσιώδεις πελάτες την πραμάτεια τους. Κάτω από το σταθμό του τρένου, στην παιδική χαρά, γέλια και φωνές …
Στις μεγάλες ζαρντινιέρες πανσέδες και μαργαρίτες σ΄ όλα τα χρώματα κι ο ήλιος βασιλιάς σ΄ έναν ανέφελο ουρανό…
Η Αργυρώ εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή. Από βραδύς το Σάββατο διαλέγει με προσοχή τα ρούχα που θα φορέσει και τα κρεμά έξω από την ντουλάπα για να αεριστούν. Συνδυάζει παπούτσια και τσάντα και τα απαραίτητα κοσμήματα. Από τη μάνα της είχε κληρονομήσει την αρχοντιά και την κομψότητα κι από τον πατέρα της χρήματα κι ακίνητα που της εξασφάλιζαν τα μέσα για να πετυχαίνει να μην περνάει ποτέ απαρατήρητη. Πηγαίνει λοιπόν προς το μέσον της λειτουργίας στην εκκλησία και πάντα ανέβαινε στον γυναικωνίτη. Της αρέσει η θέα από ψηλά καθώς η θεία ευχαριστία δραματοποιούνταν παίρνοντας θεατρική διάσταση κάτω από το στραφτάλισμα των κρυστάλλων των πολυελαίων και το παιχνίδισμα που έκαναν οι φλόγες των κεριών. Η μόρφωσή της είναι επαρκής για να καταλαβαίνει τα λόγια της λειτουργίας αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει πώς τόσος κόσμος, γυναίκες κι άντρες, που δεν ξέρουν την γλώσσα των γραφών, των λειτουργιών, των ψαλμών και των τροπαρίων παρακολουθεί και συμμετέχει σε κάτι που δεν καταλαβαίνει… Λένε πως η πίστη είναι τυφλή… Ίσως και να έχουν δίκιο.

Με το «Δι’ ευχών» παίρνει το αντίδωρο και κατευθύνεται προς το ζαχαροπλαστείο «Ανεμώνη» όπου από μικρή πήγαινε με τους γονείς της κάθε Κυριακή. Ο Φάνης, το παλιό γκαρσόνι, της κρατά το ίδιο εκείνο τραπέζι που κάθονταν ακόμη και μετά το φευγιό των γονιών της.
Σε λίγο καταφθάνουν, όπως το συνηθίζουν χρόνια τώρα, οι ξαδέλφες της. Η Μαρίτσα και η Γλυκερία, παρόλο που έχουν οικογένειες αφιερώνουν πάντα ένα δίωρο του πρωινού της Κυριακής στην Αργυρώ που δεν ευτύχησε να παντρευτεί, που είναι μόνη.
Ανταλλάσσουν καλημέρες και φιλιά προσέχοντας να μην αφήσει αποτύπωμα το κραγιόν σε καμίας το πουδραρισμένο μάγουλο. Παραγγέλνουν σοκολατίνες και καφέ καπουτσίνο κι ανάβουν τσιγάρο. Εκείνη δεν ανάβει … καπνίζει μόνο στο σπίτι … μόνη, όταν μετρά τις χαμένες μέρες των πενήντα χρόνων της ζωής της.
Τις ρωτάει ευγενικά για τις οικογένειές τους κι εκείνες αρχίζουν την πολυλογία για τις δουλειές των συζύγων τους και για τα καθημερινά τρεχάματα, για τις σπουδές των παιδιών και για τις παραξενιές των πεθερικών χωρίς αυτό να της προκαλεί καμία αμηχανία που δεν έχει να αντιπαραθέσει κάτι αντίστοιχο, παρά μόνο λίγη βαρεμάρα που με το κλείσιμο αυτής της σχεδόν εθιμοτυπικής παρένθεσης θα δώσει την θέση της σε μια ζωηρή συζήτηση καθώς η Αργυρώ ανοίγει πάνω στο τραπέζι το νέο τεύχος ΒURDA για να διαλέξουν το πατρόν για το καινούριο της φόρεμα. Είναι παράδοση στην οικογένεια να ράβονται οι γυναίκες…

Στο διπλανό τραπέζι οι ηλικιωμένες κυρίες τις παρακολουθούν με την άκρη του ματιού και τις κεραίες σηκωμένες μήπως και πιάσουν κάτι από τα λεγόμενά τους. Η γκριζομάλλα ανακατεύει τον καφέ της προσθέτοντας ακόμη λίγη ζάχαρη και σχεδόν μονολογεί, χωρίς να κοιτά τις άλλες δύο :
-Βγήκε κι η καημένη η Αργυρώ… ευτυχώς που υπάρχουν κι οι ξαδέλφες και έχει να πει μια κουβέντα…
– Τι ανάγκη έχει, παίρνει τη σκυτάλη η ξερακιανή με το σαντρέ μαλλί, με τόσα ακίνητα, χωράφια, μετρητά και την σύνταξη του πατέρα της του στρατηγού δέκα ζωές δεν φτάνουν για να τα γλεντήσει..
-Τί να γλεντήσει η κακομοίρα, μπαίνει στο χορό η τρίτη της παρέας, (μια χοντρούλα με τόσο αραιωμένα τα μπροστινά μαλλιά που φαίνεται το δέρμα του κρανίου της). Σου κάνουν παρέα τα βράδια τα λεφτά, σου ζεσταίνουν την καρδιά, σε παρηγορούν… αλλοίμονο…
-Καλά ο αδελφός της δεν νοιάζεται ; ρωτά η ξερακιανή.
-Αυτός καλέ, δίνει τα φώτα της η γκριζομάλλα, δεν το ξέρετε… από όταν πήγε να σπουδάσει στην Γερμανία αγάπησε μια εκεί, την Χάνα.. Πήρε τα πτυχία κι έγινε μεγάλος επιστήμονας. Έγραψε, που λέτε στον πατέρα του ότι θέλει να παντρευτεί την Χάνα και να μείνει στη Γερμανία. Άστραψε και βρόντηξε ο στρατηγός… Μου τα έλεγε μια μακρινή μου ξαδέλφη που την είχαν για τις δουλειές του σπιτιού… Έλεγε, που λέτε ότι δεν τον σπούδασε και τον έκανε ολόκληρο άντρα για να παντρευτεί μια ξένη και να υπηρετήσει στα ξένα ένα λαό που κατάστρεψε την πατρίδα του και σκοτώθηκαν τόσοι πολεμώντας τον κατακτητή… Του έδωσε τελεσίγραφο … ή έρχεσαι, ζεις και παντρεύεσαι στην πατρίδα σου ή σε αποκληρώνω…
-Σώωωπα!!! Είπαν εν χωρώ οι άλλες δυο με χαμηλωμένα τα κεφάλια.
Σαν να τις πήρε είδηση η Αργυρώ, κοίταξε κατά κει.
-Τι έγινε τελικά; Ρώτησε η χοντρούλα με φανερή φιλομάθεια.
-Τι να γίνει…, ξαναπήρε το λόγο η γκριζομάλλα, αυτός αρνήθηκε να έρθει… Ζει στο Βερολίνο, η γυναίκα του είναι χειρούργος, πολλά λεφτά κι από τον πατέρα της… δεν ξέρουν τι έχουν… Χέστηκε που τον αποκλήρωσε ο γέρος…
Ρούφηξε μια γερή γουλιά καφέ, ήπιε και νερό, τόση ώρα μάλλιασε η γλώσσα της.
-Και την αδελφή του δεν την νοιάστηκε; Ρώτησε η χοντρούλα…
– Της είπε, συνέχισε η γκριζομάλλα την ενημέρωση, να πάει να ζήσει μαζί τους στη Γερμανία αλλά αυτή δεν ήθελε να αφήσει τους γονείς… Αφ’ ότου πέθαναν όμως πάει συχνά στην οικογένεια του Αριστείδη, έτσι νομίζω τον έλεγαν τον αδελφό της, για λίγες μέρες.
-Χαζή ήταν που έκατσε και τους γηροκόμησε και τους έκλεισε τα μάτια… Έπρεπε να τους παρατήσει μ΄ αυτό που της έκαναν… είπε με θυμό κι ένα μυστήριο στα μάτια η ξερακιανή, που τόση ώρα παρακολουθούσε τον ρου των γεγονότων σιωπηλή.
– Τί της έκαναν; ρώτησε με κομμένη την ανάσα η χοντρούλα κι έτριψε με το χέρι την αδέξια καλυμμένη με δυο τρίχες καράφλα της που την καψάλιζε ο ήλιος.
-Αυτή παιδί μου, είπε η ξερακιανή με ύφος ντεντέκτιβ κοιτάζοντας κατάματα την χοντρούλα, είχε αγαπήσει έναν δάσκαλο που είχε διοριστεί εδώ και νοίκιαζε ένα σπιτάκι δίπλα στης Κυρά – Δέσποινας κοντά στο μανάβικο του Θωμά.
Η κόρη της κυρά-Δέσποινας, η Ανθή που ήταν φίλη με την Αργυρώ πήγαινε στον δάσκαλο και της δάνειζε βιβλία. Έτσι γνώρισε τον δάσκαλο στην Αργυρώ κι όταν τα μπλέξανε της έκανε πλάτες. Όμως όταν άρχισαν τα σου σου σου στη γειτονιά ο δάσκαλος δεν ήθελε να εκθέσει την Αργυρώ και πήγε να την ζητήσει από τον στρατηγό, αλλά τον έδιωξε με τις κλοτσιές. Μάλιστα έβαλε λυτούς και δεμένους ο γέρος και του ήρθε μετάθεση για την Ξάνθη! Από νταλκά για τον δάσκαλο κι από γινάτι για τον πατέρα της η Αργυρώ δεν παντρεύτηκε! Κι αν είχε προξενιά…!!! Είπε κι ανακάτεψε με το χέρι της τον αέρα…
-Μωρέ τυχερά τα ανίψια!!! Σ΄ αυτά θα μείνουν όλα!!! Είπε η χοντρούλα με ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας.
Η γκριζομάλλα κοίταξε το χρυσό ρολογάκι της( δώρο από τους αρραβώνες της κι ακόμα δούλευε…) και σήμανε συναγερμό:
-Πω πω δωδεκάμησι πήγε η ώρα…Έχω έτοιμο το κοκκινιστό αλλά θέλω να κάνω πατάτες τηγανητές για τους μισούς και μακαρόνια για τους υπόλοιπους, βλέπεις μιάμιση η ώρα νταν θέλουν να είναι στρωμένο το τραπέζι…
-Κι εμείς θα φύγουμε ! είπαν κι οι άλλες δυό σαν συνεννοημένες κι αποχώρησαν όλες με τις τσάντες τους στο χέρι προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ο κόσμος άρχισε να φεύγει από την πλατεία και οι γύρω δρόμοι να γεμίζουν πεζούς, ποδήλατα και λιγοστά αυτοκίνητα που κινούνταν αργά στον ράθυμο ρυθμό της Κυριακής.
Η Αργυρώ πέρασε το πλακόστρωτο της αυλής και τα λεπτά τακούνια της ήχησαν πάνω στην μαρμάρινη σκάλα πριν σταθεί στο κεφαλόσκαλο για να ανοίξει τη βαριά πόρτα της εισόδου. Φόρεσε τις παντόφλες της που την περίμεναν δίπλα στην πόρτα και κρατώντας τις γόβες σαν μαύρα πουλιά στα χέρια, τις έβαλε στην παπουτσοθήκη.
Τράβηξε τις χοντρές κουρτίνες του σαλονιού για να μετριάσει το εκτυφλωτικό φως που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα. Βούλιαξε σε μια πολυθρόνα και στη σιωπή του μεγάλου σπιτιού. Πιο πέρα το καρυδένιο τραπέζι της τραπεζαρίας περιτριγυρισμένο από τις βαριές καρέκλες έμενε στολισμένο καταμεσής της σάλας περιμένοντας ένα γιορταστικό γεύμα που δεν γινόταν ποτέ.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και φόρεσε τη ρόμπα της. Βάζοντας τα ρούχα στην κρεμάστρα σταμάτησε το βλέμμα της σε μια φωτογραφία τραβηγμένη με μηχανή πολαρόιντ, απ ΄αυτές που εμφανίζονταν σε λίγα λεπτά μετά τη λήψη τους, στρυμωγμένη ανάμεσα στον εσωτερικό καθρέφτη και το ξύλο της ντουλάπας. Την είχε τραβήξει η Ανθή με την τότε καινούρια της μηχανή. Ήταν εκείνη κι ο δάσκαλος στη μικρή αυλή του σπιτιού που νοίκιαζε. Τόσο νέοι… τόσο αφελείς κι απροετοίμαστοι για ότι θα ερχόταν…
Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Πάνε χρόνια που δεν το βλέπει πια δακρυσμένο κάθε φορά που κοιτά την φωτογραφία. Άρχισε να πιστεύει πως τελικά κάποιοι άνθρωποι μπορεί να μην είναι άξιοι για την αγάπη, δεν έχουν τις προδιαγραφές για να κρατήσουν τον μεγάλο έρωτα.
Περπάτησε αργά ως την κουζίνα κι έβγαλε από το ψυγείο το μπολ με το φαγητό της. Πήρε ένα πιρούνι κι έκατσε στο τραπέζι. Θα έτρωγε από το μπολ… τι τα θέλει τα σερβιρίσματα…
Τελικά δίκιο είχε η ξαδέλφη της η Μαρίτσα… Ιβουάρ θα το έκανε το καινούριο φουστάνι.