Μα, κύριε Αλέξανδρε, μας λείψατε! Λέει, αυτή η υπέροχη ξανθιά, με τα στητά στήθη που βλέπω ξαφνικά μπροστά μου. Δεν ξέρω εάν είδα πρώτα την ξανθιά ή πρώτα τα στήθια της. Δύο εξ’ ίσου ενδιαφέροντα πράσινα – θα έλεγα – μάτια με κοιτούν και με λαχτάρα με αγκαλιάζει. Το αριστερό της μάγουλο ακουμπάει το επίσης αριστερό δικό μου. Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι μου και όχι μόνο. Επικοινωνούμε με καρδιακούς παλμούς έτσι σφικταγκαλιασμένοι και ξαφνικά θυμάμαι. Είναι η κυρία Όλγα του πρώτου ορόφου, στην πολυκατοικία που διαβιώ εδώ και 12 χρόνια.
Όταν πρωτοήρθα με μετάθεση στο στρατόπεδο που υπηρετώ, ήταν αυτή που με βοήθησε να τακτοποιηθώ στο διαμέρισμα και αυτή που ζέσταινε το κρεβάτι μου κάποιες νύχτες. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, έτσι; Ήταν βαρύς ο χειμώνας τη χρονιά εκείνη και το εκμεταλλευτήκαμε.
Και σε μένα έλειψες, της λέω με νόημα και χαμηλώνω το χέρι μου στους καλοσχηματισμένους γλουτούς της. Όχι εδώ, κύριε Αλέξανδρε! Σας περιμένω το βράδυ για ένα ποτήρι, από το αγαπημένο μας κρασί, λέει. Αποτραβιέται από την αγκαλιά μου και απομακρύνεται λικνίζοντας όλο πρόκληση τους γοφούς της. Φοράει μια εφαρμοστή κοντή φούστα και ζαλίζομαι.

Ανεβαίνω στο διαμέρισμα όπου μένω μόνος μου. Με τις συχνές μεταθέσεις, δεν κατάφερα να βάλω σε μια τάξη την ζωή μου, να βρω μια μόνιμη σύντροφο και να παντρευτώ ίσως. Με τον καιρό συνήθισα την μοναξιά μου. Κάποιες φορές, που ντρέπομαι να ομολογήσω, «την ακούω» κιόλας. Μόλις γύρισα από ασκήσεις στο βουνό. Έλειπα για 30 ημέρες. Βιάζομαι να κάνω ένα καυτό μπάνιο. Βάζω την μουσική να παίζει και πάω στο μπάνιο. Όταν τελειώνω, βάζω πιζάμες και ξαπλώνω στο διπλό κρεβάτι μου, μόνος. Και η Όλγα; Θα με πεις. Την ξέχασα! Ξέχασα να σε πω. Τον τελευταίο καιρό ξεχνάω κάποια πράγματα. Είναι κάτι που πρέπει να το δω, με την πρώτη ευκαιρία. Το έντονο πρόγραμμα στο στρατόπεδο, με συνεπήρε και πέρασε μία εβδομάδα με έντονη δραστηριότητα στην υπηρεσία και ατελείωτες ώρες μοναξιάς τα βράδια. Μελαγχολίας θα έλεγα, εάν ήμουν υποψιασμένος για τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις μου και τα κενά μνήμης.
Το Σάββατο το πρωί, μόλις είχα βάλει την καφετιέρα στη πρίζα και άλειφα φέτες με μερέντα, χτυπάει το κουδούνι της εισόδου. Ανοίγω με τη φέτα στο χέρι και βλέπω μια κούκλα με μοναδικές αναλογίες, να λέει όλο νάζι: Δεν σας παρεξηγώ, κύριε Αλέξανδρε! Ξέρω ότι, σαν διοικητής του λόχου, είστε πολυάσχολος. Πέρασα να πιούμε παρέα τον καφέ, λέει και μ’ αγκαλιάζει. Το αριστερό της μάγουλο, ακουμπάει το δικό μου αριστερό και τα πληθωρικά της στήθη, εγκλωβίζουν την φέτα ψωμιού ολικής άλεσης με το άλειμμα μερέντας, ανάμεσα από τα κορμιά μας. Ξαφνικά θυμάμαι. Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν από ντροπή, ίσως και από έξαψη. Είναι η κυρία Όλγα του πρώτου. Βιάζομαι να βγάλω την μπλούζα της πού λερώθηκε και γλύφω επιμελώς την μερέντα από τα στήθια της. Είναι η αγαπημένη μου μάρκα και δεν θέλω να χάσω σταγόνα. Ευχαριστημένη με τη θερμή υποδοχή μου, έμεινε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που έφυγα για το στρατόπεδο. Υποσχεθήκαμε να μη ξαναχαθούμε.

Τι τα θες, όμως. Το επάγγελμα μου σκληρό. Απαιτεί ατέλειωτες ώρες αφοσίωσης, χωρίς ανταπόδοση ή ικανοποίηση. Με θέλει υπάκουο, χωρίς ερωτήσεις. Έμαθα, χρόνια τώρα και το ίδιο προσπαθώ να κάνουν τα νέα παιδιά, που έρχονται να επανδρώσουν τον λόχο. Οι μέρες περνούν με καθήκοντα και υποχρεώσεις, στεγνές από ζωή. Νοιώθω ότι, στεγνώνει η ψυχή μου. Έχω ανάγκη από φίλους, από ουσιαστική συντροφιά, από μια αγκαλιά. Είναι ντροπή όμως, για έναν άνδρα να το εκφράσει. Έμαθα να το κρύβω και να υποδέχομαι την μοναξιά μου τα βράδια. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν έτσι. Μήπως ήταν μήνες; Η τηλεόραση έπαιζε μόνη της. Εγώ, στο μπαλκόνι έπινα κρασί και κερνούσα την μοναξιά μου. Η δουλειά μου σκεφτόμουν για πολλοστή φορά, δεν αφήνει χαραμάδες για τρυφερότητα ή συμπόνια. Τόσα χρόνια εκπαιδεύω τα νέα παιδιά, να ανταπεξέρχονται στις επιτακτικές και απρόβλεπτες πολλές φορές, ανάγκες του στρατού. Έμαθα να κρύβω τις δικές μου ανάγκες. Το πρωί λυπήθηκα τον νέο που δεν άντεξε την πίεση του σκληρού προγράμματος και βούρκωσε βουβά. Τώρα μόνος μου, κλαίω για εκείνον και για μένα. Το πρωί, θα είμαι πάλι ατσαλάκωτος.
Το κουδούνι χτυπάει. Δεν περιμένω κανέναν τέτοια ώρα. Ένα πόδι, γυμνό, γυναικείο μπαίνει πρώτα και ύστερα , δύο στήθια, μόλις και μετά βίας σκεπασμένα , από μία σατέν μαύρη ρόμπα. Στο πλάι, μαύρη δαντέλα 20 περίπου πόντους, έχει αντικαταστήσει το ύφασμα. Οκτώ μικρά κουμπάκια, γυαλίζουν στο κέντρο. Τα τρία ψηλά προς το στήθος, έχουν ξεχαστεί ανοιχτά. Η ξανθιά ιδιοκτήτρια της κόλασης, με αγκαλιάζει και κλείνει με θόρυβο την πόρτα με μια κλωτσιά. Το αριστερό της μάγουλο ακουμπάει το αριστερό δικό μου. Δαγκώνει τον αριστερό λοβό και λέει αυστηρά, στο αυτί μου. Θα σας τιμωρήσω, κύριε Αλέξανδρε.! Πάλι με ξεχάσατε!

Θυμήθηκα. Το κορμί μου, γνώριζε καλά, ότι εγώ ξεχνούσα. Τα χέρια μου οδηγούσαν το μυαλό μου λαίμαργα. Οι αισθήσεις επιτακτικά με καλούσαν να τις χορτάσω. Πείναγα με μια πείνα άγνωστη. Πεινούσα για επαφή, για φιλιά, για συντροφικότητα και δεν ντρεπόμουν, να της το ομολογήσω. Έκλαιγα σαν μωρό παιδί στην αγκαλιά της και το πρωί ξέραμε και οι δύο ότι, το κλειδί για να καλύψω τα κενά της μνήμης μου, ήταν η αγκαλιά της. Της έδωσα το κλειδί του διαμερίσματος μου για να μη χαθούμε ποτέ ξανά.
Το μεσημέρι, την βρήκα να με περιμένει. Είχε μαγειρέψει κιόλας. Με αγκάλιασε μόλις μπήκα. Το αριστερό της μάγουλο, παρέα με το δικό μου αριστερό. Στη γνωστή, θαυματουργή θέση. Έψαξα και έμαθα, είπε γλυκά. Ένας άνθρωπος, χρειάζεται καθημερινά, 4 αγκαλιές για επιβίωση, 8 αγκαλιές για συντήρηση και 12 αγκαλιές για ανάπτυξη.
Βρήκα τον γιατρό μου! Εσύ;