Γλυκιά ζωή
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά

H καλοκαιρινή βραδιά ήταν ζεστή και ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει… Πέταξε μακριά το σεντόνι και έβγαλε όσο προσεκτικά μπορούσε την τιραντέ φανέλα, να μην ξυπνήσει την συμβία του που ροχάλιζε μακάρια στο πλευρό του. Ακούγοντας τους χτύπους του ρολογιού το βλέμμα του πλανήθηκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο, σκάλωσε στο πορτραίτο του πάνω στο ράφι (δώρο της γυναίκας του σε κάποια γενέθλια) και έκανε ένα φλάς μπακ στη ζωή του.

Τα μπλε μάτια δάκρυσαν μες στο σκοτάδι. Πώς περνάνε τα χρόνια και δεν σε ρωτάνε; Δε βαράνε συναγερμό ότι τελειώνουν, να λάβεις τα μέτρα σου…

Πώς άλλαξε με τα χρόνια… Αυτός ο νεαρός με την σχεδόν ασκητική μορφή, με το ευλύγιστο κορμί και τα γρήγορα πόδια, που του άρεσε η γυμναστική, η μουσική και το ωραίο φύλο, είχε τώρα κατασταλάξει στη μορφή ενός συνταξιούχου με γκρίζα μαλλιά, με οικογένεια και ήσυχη ζωή, με λίγους φίλους που κι απ’ αυτούς κάποιοι ακούσια αποχωρούσαν για τα ουράνια δώματα.
Ένα γεμάτο άνθρωπο από εμπειρίες αλλά κι από κιλά.

Το τελευταίο τσεκάπ χτύπησε κόκκινο στο ζάχαρο και στη χοληστερίνη! Το μαντάτο έπεσε σαν πυρηνική βόμβα.
Α, ρε μάνα, αναφώνησε κεραυνοβολημένος, δε μπορούσες να μου αφήσεις κανένα μασούρι λίρες… το ζάχαρο άφησες να σου κληρονομήσω… Κακούργα κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα τάρταρα…
Ποιο κοκορέτσι θα το ακούσει και δεν θα λυθούν τα άντερά του…
Ποια κότα στο φούρνο δεν θα χάσει την πέτσα της και ποιος μπακλαβάς το σιρόπι του…
Τώρα ρε, τώρα που έχεις όλα τα καλά του κόσμου, να μη μπορείς να τα απολαύσεις;
Σβήστε ψησταριές τα κάρβουνα και λειώστε όλες τις σούβλες… Χάνεται ένα άξιο τέκνο σας…

Εκεί που κάθε τόσο προγραμματιζότανε σύναξη ή ταβέρνα, τώρα προγραμματιζότανε μέτρηση της χοληστερίνης και της γλυκοζυλιωμένης. Το χωριάτικο ψωμί είχε αντικατασταθεί από μαύρο, η ζάχαρη από στέβια, ασπαρτάμη κι άλλα κέρατα και δίφορα, τα μακαρόνια είχαν εξοριστεί σε χώρες μακρινές κι η αγαπημένη του φασολάδα σπάνια περνούσε από το σπίτι κι όταν περνούσε του σερβίραν σε μπολάκι του ρυζόγαλου, λες και το στομάχι του ήταν σε μέγεθος πορτοφολιού.

Στη θέση που είχε πάνω στο κομοδίνο το κουτί με τις γκοφρέτες και τα σοκολατάκια για τις βραδινές λιγούρες τώρα έβλεπε τη θήκη με τα χάπια, για να μην τα μπερδεύει, τακτοποιημένα κατά μέρα και ώρα… Τον κοίταζαν εκδικητικά μέσα στη νύχτα, σα βγαλμένες κόρες ματιών που ζητούσαν εκδίκηση για τους κορνέδες και τα γαλακτομπούρεκα, για τα ψητά αρνιά και τα σπληνάντερα, για τους λουκουμάδες και τις πίτσες της ζωής του…

Πόρκα μιζέρια…
Σηκώθηκε νυχοπατώντας… Μέσα στ’ άλλα κι η συχνουρία…
Περνώντας από την κουζίνα πριν να επιστρέψει στο κρεββάτι κοντοστάθηκε στο ψυγείο. Άνοιξε η πόρτα κι ο παράδεισος μαζί, αλλά αυτός ήταν από τους κολασμένους που δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα. Άπλωσε το χέρι κι έβγαλε το βύσσινο γλυκό. Με το που πήγε να βάλει μέσα το κουτάλι την άκουσε πίσω του
-Τι κάνεις εδώ;
Και του ‘πεσε το βάζο απ’ τα χέρια…