Η Έρση, απόγευμα Σαββάτου, έπινε τον καφέ της καθισμένη στον καναπέ, μπροστά στο τζάκι. Η φωτιά είχε πέσει, έπρεπε να τη ζωντανέψει μα δεν ήθελε να μετακινηθεί. Στην αγκαλιά της κρατούσε κι έτριβε απαλά τα πόδια της μητέρας της, που είχε αποκοιμηθεί πλάι της.
«Τα κατάφερες κορίτσι μου», της είχε πει η Μάγδα, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος. «Τον περπάτησες καλά τον δρόμο σου».
Αυτός ο δρόμος την είχε οδηγήσει, κάποτε, από το μικρό καμποχώρι της Θεσσαλίας στην πρωτεύουσα. Ο πατέρας της είχε, μόλις, προλάβει να χαρεί με την εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο. Πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας τη μητέρα της να παλεύει μόνη στα καπνοχώραφα και στους ελαιώνες. Η Έρση, χιλιόμετρα μακριά, έδινε τον δικό της αγώνα. Τα πρωινά στα έδρανα της σχολής και τα βράδια στην καπνισμένη κουζίνα μιας ταβέρνας. Στο δεύτερο έτος γνώρισε τον Μάνο, φοιτητή της ιατρικής, που σπούδαζε κι εκείνος με συνθήκες παρόμοιες. Ερωτεύτηκαν. Έκτοτε οι δρόμοι τους έγιναν ένας.

Το χλωμό πρόσωπο της Χρύσας, σαν φθινοπωρινό φύλλο, εμφανίστηκε στο παράθυρο ξαφνικά, διακόπτοντας την σύντομη αναδρομή της στο χθες. Ανασηκώθηκε προσεκτικά.
«Έλα μέσα», της έγνεψε.
«Όχι, εσύ έλα έξω», αντέγνεψε εκείνη.
«Καφέ;»
«Δεν θέλω».
Τυλίχτηκε με το μπλε σάλι της Μάγδας και βγήκε αθόρυβα. Η Χρύσα, μικροσκοπική και αδύνατη, πλέοντας μέσα στο φαρδύ φούτερ και στο ξεβαμμένο τζιν, χώθηκε στην αγκαλιά της. Εκείνη, χαϊδεύοντας την πλάτη της πάνω από το καπιτονέ μπουφάν, μέτρησε πλευρά και σπονδύλους. Η φίλη της δεν ήταν στα καλύτερά της. Τα γαλάζια της μάτια ήταν θολά, το δέρμα τραβηγμένο, τα ξανθά μαλλιά ξερά σαν χόρτα καμένα απ’ την παγωνιά. Η ανάσα της πρόδιδε τον εθισμό της. Μύριζε έντονα αλκοόλ.
Κάθισαν στο παγκάκι κάτω από τη σκεπαστή βεράντα. Ψιλόβρεχε αλλά δεν έκανε κρύο. Ο Νοέμβρης αποχωρούσε δείχνοντας συγκατάβαση.
«Λοιπόν;» ρώτησε η Χρύσα. « Ήρθες για τη συνάντηση παλαιών συμμαθητών;»
«Και για την κυρία Μάγδα», απάντησε η Έρση, παρατηρώντας τα χέρια της που έτρεμαν ασταμάτητα. «Θα την πάρω κοντά μου, στην Αθήνα. Για τις γιορτές τουλάχιστον».

«Α, ναι… Έρχονται και γιορτές», έκανε ανόρεχτα εκείνη. «Κι αυτή η συνάντηση… Τι σας ήρθε να μαζευτούμε εικοσιπέντε χρόνια μετά;»
«Είναι ευκαιρία να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί, να θυμηθούμε τα παλιά».
«Σαχλαμάρες αλλά τέλος πάντων. Για πες μου, τι κάνει ο Μάνος;»
«Καλά είναι. Φροντίζει με υπομονή τους λιλιπούτειους ‘’πελάτες’’ του. Δυστυχώς, οι περισσότεροι, δεν εκτιμούν καθόλου τις υπηρεσίες του και του το δείχνουν με τρόπους…οδυνηρούς. Προχθές ήρθε με νυχιές στο πρόσωπο. Του επιτέθηκε ένα νήπιο την ώρα που το ακροαζόταν».
«Μμμ, τι να γίνει; Διάλεξε επικίνδυνο επάγγελμα», είπε η Χρύσα, ανάβοντας τσιγάρο. «Και η Άννια;»
«Καλά κι εκείνη».
«Με τη σχολή πως τα πάει; Είναι ευχαριστημένη;»
«Ενθουσιασμένη. Αγόρασε καινούρια κάμερα και μας ακολουθεί κατά πόδας».
«Μια χαρά σας την έφερε η μικρή», γέλασε η Χρύσα, βγάζοντας αργά τον καπνό από μέσα της. «Ούτε την ιατρική ακολούθησε, ούτε τη φιλολογία. «Την παραδέχομαι».
«Τι να γίνει;» ψευτοαναστέναξε η Έρση. «Την κέρδισε η σκηνοθεσία».
«Καλά, μην κλάψεις κιόλας», είπε με περιπαικτική διάθεση η ‘’κολλητή’’ της. «Για να παρηγορηθείς, σκέψου ότι θα κάνει τα βιβλία σου ταινίες».
«Λες;»
«Λέω βέβαια!»
«Οι δικοί σου πως είναι; Ο Τάσος, τα δίδυμα;»
«Οι δικοί μου…», ξεφύσηξε η Χρύσα με ξεκάθαρη περιφρόνηση. «Ο Τάσος, όταν δεν σέρνεται στους καναπέδες βλέποντας τούρκικα, σφίγγει και καμιά βρύση. Τα αγόρια στον κόσμο τους. Γυμναστήρια, πρωτεϊνούχα ροφήματα, έρωτες, μηχανάκια… Τα πεθερικά μες στη γκρίνια».
«Κι εσύ; Τι κάνεις εσύ;»
«Ό,τι έκανα πάντα» είπε εκείνη, αναβοσβήνοντας τον αναπτήρα της. «Καθαρίζω σπίτια, κάνω ενέσεις, περιποιούμαι κακότροπους γέρους».
«Δεν εννοούσα αυτό».
«Ξέρω τι εννοούσες».
«Κάποτε έγραφες στίχους, μουσική, τραγουδούσες».
«Όπως το είπες: Κάποτε».
«Κι όμως, θα μπορούσες…»
Η Χρύσα τη σταμάτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού της.
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά», είπε κοφτά. «Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο».
«Εντάξει, με συγχωρείς», υποχώρησε η Έρση. «Ας μιλήσουμε…»
«Για το καινούριο σου μυθιστόρημα. Πότε θα κυκλοφορήσει;»
«Μέσα στις επόμενες μέρες».
«Και το θέμα; Ή άσε, μη μου πεις καλύτερα. Τον τίτλο πες μου μόνο».
«Δρόμος».
«Ωχ! Κατάλαβα».
«Τι κατάλαβες δηλαδή;»
«Ότι θα μου πέσει βαρύ το ανάγνωσμα».
«Να αγοράσεις σόδες».
«Θα φτάσουν, νομίζεις, δυο ντουζίνες;»
«Πάρε καμία ακόμη να είσαι σίγουρη».
Γέλασαν. Το πρόσωπο της Χρύσας πήρε μια όψη παιδιάστικη. Για λίγο φωτίστηκε. Γύρω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Οι λάμπες των δρόμων άναψαν ξαφνικά, κάνοντας την ομίχλη να φαντάζει κίτρινη.
«Φεύγω γιατί τσιμπάει», είπε η Χρύσα καθώς σηκωνόταν τρίβοντας τα μπράτσα της. «Να ετοιμαστείς κι εσύ. Η παλιοπαρέα σε περιμένει πως και πως».

Η Έρση κατέβηκε μαζί της στην αυλή. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο μονοπάτι, ανάμεσα σε θάμνους και δέντρα γυμνά που έσταζαν κρύα βροχή.
«Στις εννιά θα έρθω να σε πάρω», της είπε πριν χωριστούν. «Μην ξεχάσεις την κιθάρα. Να πούμε και κανένα τραγούδι».
«Τώρα η κιθάρα… Έσπασε, έγινε προσάναμμα για τη σόμπα. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σου απόψε», ψιθύρισε η Χρύσα, αποφεύγοντας να την κοιτάξει.
«Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Εμείς πάντα μαζί πηγαίναμε», της θύμισε η Έρση, πιάνοντας, απαλά, το διάφανο χέρι της.
«Ναι, μαζί», συμφώνησε εκείνη, γδέρνοντας με την μπότα της τα βρύα ανάμεσα στις πλάκες. «Σε κατευθύνσεις αντίθετες».
Η Έρση αγκάλιασε τους αιχμηρούς της ώμους.
«Σημασία δεν έχει η κατεύθυνση αλλά ο δρόμος», είπε. «Κι αυτός είναι ακόμα μπροστά».
«Μπορεί…», έκανε ξεψυχισμένα η Χρύσα. «Εγώ όμως έχω, ήδη, φτάσει στο τέρμα».
Έφυγε. Πέρασε μέσα από την ομίχλη και μπήκε, τρέχοντας, στην αυλή του σπιτιού της. Δεν ανέβηκε επάνω. Άναψε το φακό του κινητού της και πήγε πίσω, στη μικρή αποθήκη του κήπου. Εκεί, μέσα στην άδεια θήκη της κιθάρας, είχε κρυμμένα τα μπουκάλια της.
Εννιά παρά δέκα, η Έρση, στεκόταν έτοιμη μπροστά στον καθρέφτη του χωλ. Μόνο το βαθυκόκκινο κραγιόν έλειπε, που ταίριαζε με το σταρένιο της δέρμα, τα μαύρα μαλλιά και τα ακόμη πιο μαύρα μάτια. Η Μάγδα τη βοήθησε να φορέσει το μοβ παλτό της.
«Καλά να περάσετε», της ευχήθηκε. «Όταν γυρίσεις ξύπνα με. Ό,τι ώρα και να ’ναι. Εντάξει;»
«Εντάξει. Ξάπλωσε εσύ».

Άναψε τη μηχανή να ζεσταθεί το αυτοκίνητο και πήγε να φωνάξει τη Χρύσα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Της άνοιξε, μετά από αρκετά λεπτά, ο Τάσος. Βλοσυρός, ως συνήθως, αναμαλλιασμένος και αξύριστος. Δύο λαδιές, εντυπωσιακού μεγέθους, φιγουράριζαν επάνω στη λευκή του φανέλα.
«Η Χρύσα δεν θα ’ρθει», της ανακοίνωσε βιαστικά, πριν της κλείσει την πόρτα. «Ήταν κουρασμένη κι έπεσε…»
Η Έρση κατέβηκε τα ραγισμένα σκαλιά και βγήκε στον δρόμο. Ήταν έρημος.