Ο Έκτορας κρύβει κόκαλα κάτω από την καρυδιά του κήπου. Φοβάται μην του τα κλέψει η Ανδρομάχη, η γάτα-βασίλισσα. Μα αυτή δεν θα φερόταν ποτέ με τέτοια μοχθηρία. Τον αγαπάει κι ας τον πληγώνει καμιά φορά με τα νύχια της.
Εκείνος, τέσσερα χρόνια τώρα, κρύβει τον πόνο του μέσα στο σπίτι με τους ραγισμένους τοίχους, κάτω από το πευκοδάσος. Φοβάται μην του τον κλέψουν οι άνθρωποι και την ξεχάσει.
«Ακόμα κι πιο βαθύς πόνος, κάποτε, χάνεται», του ψιθυρίζουν τα πεύκα όταν φυσά βόρειος άνεμος.
«Ο δικός μου δεν θα χαθεί. Έχω φροντίσει…»
«Η Ελπίδα έφυγε», επιμένουν εκείνα.
Αυτό το «έφυγε» είναι ιδιαιτέρως αόριστο.
«Όχι», τα διορθώνει. «Η Ελπίδα μου πέθανε. Σωπάστε».

Στο σπίτι του δεν μπαίνει κανείς. Μόνο η Ευτυχία. Μοιάζει οξύμωρο αλλά συμβαίνει. Έρχεται μια φορά την εβδομάδα και του σιδερώνει τα πουκάμισα. Η όψη της είναι σαν προφητεία. Από το πρόσωπό της λείπουν τα στενά χείλη της πίκρας και κείνο το θάμπωμα στο βλέμμα που έχουν όλες οι άλλες οι γυναίκες της ηλικίας της. Η ίδια δεν έχει ηλικία. Ίσως γιατί έχει προνοήσει να δέσει με μάγια τη νιότη της κι αυτή όλο ανθίζει. Φοράει τζιν παντελόνια και πουλόβερ λεπτά, ανοιχτά στο λαιμό για να δείχνει αθάνατη. Μακριά σκουλαρίκια με πέτρες αμέθυστου. Στους καρπούς της έχει περασμένες λεπτές, ασημένιες βέργες που κουδουνίζουν. Ο ήχος τους, γλυκός και μαυλιστικός, τον ταράζει. Τη φοβάται την Ευτυχία γιατί νιώθει πως θέλει να του κλέψει τον πόνο. Τον οδηγεί σιγά-σιγά στο χαμόγελο. Σκέφτεται πως ο μόνος τρόπος για να τη βγάλει από τη ζωή του, είναι να μην ξαναφορέσει πουκάμισα. Μα αυτή, είναι σίγουρος, θα του φέρει καινούρια από λευκό μετάξι κι αυτός θα έχει για πάντα την ανάγκη της.
Κουράστηκε. Δεν αντέχει να σκέφτεται άλλο. Βγαίνει στην αυλή. Στ’ αυτιά του φτάνουν οι φωνές των παιδιών που ψάλλουν τα κάλαντα με φάλτσο υπέροχο. Τα ίδια δεν θα φτάσουν στο σπίτι του. Αγνοούν μάλλον την ύπαρξή του. Το απόγευμα παίρνει τον Έκτορα και βγαίνουν μια βόλτα μακριά από τα φλύαρα πεύκα. Η Ανδρομάχη στέκεται στο κατώφλι και περιμένει. Τους βλέπει να επιστρέφουν το σούρουπο, τσακισμένοι από έναν ακόμα πόλεμο. Οι τρεις τους ξαπλώνουν νωρίς.

Μέσα σε κάτι που μοιάζει με ύπνο αλλά δεν είναι ακριβώς, θυμάται πως η Ελπίδα πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Για χάρη της, ανήμερα Χριστουγέννων, τη συνοδεύει στην εκκλησία. Εκείνη, στο πέρασμα των χρόνων, παραμένει ελάφι. Νιώθει περήφανος που είναι δική του. Κάθεται απέναντί της και κοιτάζει τα μάτια της. Μες το ημίφως, λάμπουν υγρά, δακρυσμένα σαν τρεμάμενα αστέρια σε σκοτεινό ουρανό. Τα μάτια της είναι το θαύμα του. Φευγαλέα περνά από το νου του η σκέψη πως μπορεί και να είναι ένας, εν δυνάμει, πιστός.

Χαράματα τον ξυπνά η πρώτη καμπάνα. Αναγνωρίζει το κάλεσμα. Δεν μπορεί πια να το αγνοήσει. Ετοιμάζεται με φροντίδα. Φοράει το γκρι κοστούμι κι από πάνω το μαύρο παλτό, τα παπούτσια του. Έτοιμος πια βγαίνει από το σπίτι. Η νύχτα είναι παγερή και αδύναμη. Το χιόνι κάνει τις άκρες της να λάμπουν. Βαδίζει προς το κέντρο της αυλής κι εκεί στέκεται. Στρέφει το βλέμμα του ψηλά, στον ουράνιο θόλο. Είναι όμοιος με διάφανο τρούλο. Μέσα στ’ αστέρια του αναγνωρίζει τα μάτια που είχε κάποτε το ελάφι του. Τα δάκρυα τρέχουν, παγώνουν πάνω στα γένια του. Έχει έρθει η ώρα να αφήσει τον πόνο να φύγει.

Η Ευτυχία στέκεται έξω από την πόρτα του. Απορεί πως δεν άκουσε τα βήματά της ή τα βραχιόλια της που τραγουδούν. Είναι ντυμένη με βιολετί φόρεμα από ύφασμα άγνωστο. Στους ώμους της έχει ριγμένο ένα μπλε βελούδινο πανωφόρι. Στα χέρια της κρατάει μια σουπιέρα από φίνα λευκή πορσελάνη.
Σκέφτεται πως, ό,τι βλέπει, δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από όνειρο. Παρόμοιες καταστάσεις συμβαίνουν στα όνειρα μόνο. Μπορεί να τον έχει πάρει ο ύπνος. Μπορεί να κοιμάται όρθιος, όπως όρθια κοιμούνται τα όμορφα άλογα στα παγωμένα λιβάδια. Μα εκείνη του μιλά.
«Έλα», του λέει με φωνή ασημένια. «Πάμε μέσα να ζεσταθούμε στο τζάκι. Η φωτιά καίει».