Ήταν Δεκέμβρης. Το κρύο ήταν τσουχτερό, ο ουρανός νεφοσκεπής κι η πόλη ντυμένη στα λαμπιόνια της γιορτής, υποστήριζε με ένα επιτηδευμένο σκηνικό, που σε μερικές περιπτώσεις άγγιζε το κιτς και την υπερβολή, το σενάριο του παραμυθιού που ήθελε να προβάλει. Με χαρά κάθε χρόνο έπαιρνα κι εγώ ένα ρόλο να παίξω, χαμογελώντας σαν παιδί που ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα είναι τυχερό και θα τσακώσει τον Αϊ Βασίλη την ώρα που μπαίνει από την καμινάδα ή θα δει τον χάρτινο άγγελο να ζωντανεύει και διώχνοντας τη σκόνη από τα φτερά του να το πιάνει από το χέρι για να το πάει τσάρκα στον ουρανό.
Στα μέσα της βδομάδας μας είχε επισκεφθεί η Βάνα, η φίλη της μητέρας μου, μια γυναίκα με φανταχτερά ρούχα και φωνή σαν φλάουτο, που σκάρωνε παραμύθια στο πι και φι και πετάγονταν απ΄ τη μια ιστορία στην άλλη χωρίς να το καταλάβεις, καταφέρνοντας στο τέλος να τις ενώνει όλες με ένα κοινό συνδετικό κρίκο και να τις τελειώνει άλλοτε με το κελαριστό της γέλιο κι άλλοτε με πολλά αποσιωπητικά, σε μια τελευταία μισοτελειωμένη φράση που άφηνε ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα.

Τα δυο βράδια που φιλοξενήσαμε τη Βάνα στο σπίτι μας ήταν συναρπαστικά. Στρωμένοι στους καναπέδες και τις πολυθρόνες του σαλονιού παιδιά και μεγάλοι την ακούγαμε για ώρες να μας λέει ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά, για καλικάντζαρους και λάμιες, για μάγισσες και βρυκολάκους και στοιχειωμένα σπίτια απ΄ όπου τα βράδια ακούγονταν κραυγές, μουσικές και ποδοβολητά. Καταπίναμε το σάλιο μας μαζί με μπουκιές από μελομακάρονα κι η μητέρα γέμιζε τις κούπες μας με καυτό τσάι του βουνού στο οποίο η Βάνα έβαζε και μια μεζούρα πεντάστερο μπράντι Μεταξά κι η φωνή της γινόταν ζεστή σαν κουβέρτα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Η ατμόσφαιρα μύριζε αγωνία και κανέλα, η σιωπή ήταν η μουσική επένδυση των ιστοριών και η φαντασία του καθενός έδινε μορφή στο χώρο και τους πρωταγωνιστές.
Όταν έφτασε η ώρα να μας αποχαιρετήσει η Βάνα, μας έκανε κάποια συμβολικά δώρα. Εμένα μου χάρισε ένα βιβλίο με ιστορίες από την Κέλτικη μυθολογία. Παρόλο που δεν ήμουνα και τόσο του διαβάσματος αλλά της δράσης, λίγο η πρόσφατη επίδραση των ιστοριών της Βάνας, λίγο το διαβολεμένο κρύο κι η απουσία των φίλων σε σπίτια γιαγιάδων και θείων, με έκανε να το πάρω στα χέρια μου και να το φυλλομετρήσω.

Ήταν απόγευμα, η ώρα που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Άραξα φαρδιά – πλατιά στον καναπέ κι άρχισα να διαβάζω…
Για το kelpe, το θαλάσσιο άλογο που στοίχειωνε τις λίμνες και έπαιρνε τη μορφή ωραίας γυναίκας που παρέσυρε τους άντρες στη λίμνη και τους έπνιγε ή έπαιρνε μικρά παιδιά στον πάτο της λίμνης για να τα καταβροχθίσει αφήνοντας μόνο το συκώτι και την καρδιά τους…
Η Bean Nighe, η Πλύστρα, στις ερημικές πηγές πλένει τα ρούχα αυτών που πρόκειται να πεθάνουν… Άλλοτε είναι όμορφη κι άλλοτε άσχημη γριά με ένα δόντι κι ένα ρουθούνι και τα πόδια της είναι κολλημένα με μεμβράνη. Τρεις ερωτήσεις μπορείς να τις κάνεις με την προϋπόθεση ότι θα απαντήσεις σε τρεις δικές της.
Ετοιμαζόμουνα να διαβάσω για το Gancanagh, το αρσενικό ξωτικό με τη πήλινη πίπα του, που το δέρμα του έβγαζε μια τοξίνη που έκανε τις γυναίκες να το θέλουν τόσο πολύ που να πεθαίνουν είτε από τη στέρηση είτε από τον αγώνα για τη διεκδίκηση του.
Ένοιωσα στο στομάχι μου ένα κενό κι άφησα το βιβλίο στο πλάι, ανακάθισα για να βάλω τις παντόφλες μου και να πάρω ένα κουραμπιέ από το διάφανο δοχείο με το θολωτό καπάκι που δέσποζε στο τραπέζι. Με το που φόρεσα τις παντόφλες ένοιωσα παράξενα και κοιτώντας τα πόδια μου είδα ότι ήταν γεμάτες με νεροσκούληκα που εξέχανε από τα πλάγια. Τις πέταξα από τα πόδια μου κι έτριψα με δύναμη τα μάτια μου μη πιστεύοντας αυτό που συνέβαινε. Με το που έφτασα στο τραπέζι το γυάλινο καπάκι του δοχείου των κουραμπιέδων σηκώθηκε μόνο του κι έμεινε αιωρούμενο…
Τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου που είχαν τη μορφή χαρούμενων Άγιο-Βασίληδων τώρα είχαν κεφάλι καλικάντζαρου και φωτίζονταν μόνο τα κόκκινα μάτια τους.

Από το παλιό ξύλινο μουσικό κουτί η μπαλαρίνα είχε φύγει από τη βάση της, είχε ψηλώσει κατά τριάντα εκατοστά τουλάχιστον και χόρευε πάνω στο τραπέζι με τα γλυκά τραγουδώντας σε μια ακατάληπτη γλώσσα, παράφωνα πάνω στη μελωδία του κουτιού. Κάτω από την τούλινη φούστα της πρόβαλαν δυο πόδια τράγου.


Ξαφνικά ένας κουραμπιές υψώθηκε κι άρχισε να έρχεται προς εμένα με την ταχύτητα του κομήτη του Χάλεϊ. Χώθηκε στο στόμα μου, όσο κι αν προσπαθούσα να κρατήσω τα χείλη μου κλειστά, αυτός τα πίεσε, τρίφτηκε πάνω τους και τελικά εισχώρησε στο στόμα μου. Με τρόμο, είδα τον ένα μετά τον άλλο τους κουραμπιέδες να αιωρούνται και να έρχονται προς το μέρος μου και σε πλήρη σύγχυση έτρεξα προς την κουζίνα. Άρπαξα ένα τηγάνι κι άρχισα να τους χτυπάω. Αυτοί εξακολουθούσαν να χώνονται στο στόμα μου και να με μπουκώνουν ενώ με σπρώχνανε να υποχωρήσω στην αρχική μου θέση στον καναπέ. Με το τηγάνι εξακολουθούσα να θρυμματίζω τους εχθρούς μου και να θάβομαι στον καναπέ κάτω από τα κομμάτια τους. Το βάρος τους μου πλάκωνε το σώμα καθώς πάνω από τα τρίμματα κάθονταν πλέον κι ολόκληροι κουραμπιέδες που ήταν πολλαπλάσιοι από αυτούς που υπήρχαν στο γυάλινο δοχείο και που με πανικό διαπίστωνα, λίγο πριν καλυφθεί και το κεφάλι μου, ότι πολλαπλασιάζονταν με τρελούς ρυθμούς. Τα ρουθούνια μου είχαν γεμίσει με ζάχαρη άχνη κι ένα ολόκληρο αμύγδαλο μου είχε φράξει το λαιμό όταν όλα έσβησαν.
Ένοιωθα θυμό που είχα ένα τόσο άδοξο, σχεδόν ξεφτιλισμένο θάνατο, αφού κανένας άλλος δεν είχε πέσει θύμα της νύχτας των κουραμπιέδων… Ένας γδούπος ακούστηκε κι άνοιξα τα μάτια μου με περιέργεια να δω σε ποιο κόσμο βρισκόμουνα. Κάτι χνουδωτό ένοιωσα ανάμεσα στα πόδια μου και φαντάστηκα ότι ήδη ήμουνα στην κόλαση και η ουρά ενός καλικάντζαρου μου έκανε παιχνίδια.
Όμως ήταν η γάτα μας, η Ρίγα που χαϊδευότανε στα πόδια μου, το σπίτι ήταν κατάφωτο, το βιβλίο μου ήταν ανοιχτό πάνω στο πάτωμα και γέλια ακούγονταν γύρω μου.