«Όσο κι αν ψάχνω δεν βρίσκω άλλο λιμάνι, τρελή να μ΄ έχει κάνει…», η φωνή της Λέλας μελωδική και καθαρή σαν τρεχούμενο νερό πέρναγε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα δραπετεύοντας από το σπίτι και ξαφνιάζοντας τους διαβάτες που περνώντας από τον κεντρικό δρόμο κοίταζαν μέσα στο στενό να εντοπίσουν από που ερχόταν.

Από τα κάγκελα του ενός μπαλκονιού κρεμότανε ένα πλουμιστό χαλί και στα σχοινιά του άλλου λιάζονταν σεντόνια και μαξιλάρια.
Ο Κυριάκος αραχτός στον καναπέ με το βιβλίο στα χέρια σήκωσε το βλέμμα και την είδε σβέλτη με τα σγουρά μαλλιά της πιο ανακατωμένα από συνήθως να πηγαίνει προς το παράθυρο με το υγρό καθαριστικό για τα τζάμια και το πανί. Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά πίσω από την πλάτη της και της είπε ήρεμα:
-Λέλα θα βρέξει… Τι σ’ έπιασε σήμερα…»
-Τοπικές βροχές είπε.. Έξω είναι χαρά θεού…Κάτι συννεφάκια εδώ κι εκεί ποιος τα λογαριάζει…

Έπιασε ξανά ένα ρεφρέν καθαρίζοντας τα τζάμια κι εκείνος γύρισε στο βιβλίο του.
Κάποιες φορές την έπιανε ένα ντελίριο για δουλειές, αν ήταν δυνατόν να γυρίσει το σπίτι ανάποδα, να το τινάξει γερά χτυπώντας τα θεμέλιά του με το μαραφέτι που χτυπούσε τα χαλιά για να φύγει από μέσα του η βαρεμάρα, η επανάληψη… Να βάψει τους τοίχους με έντονα χρώματα και να κατεβάσει τις αδιάφορες κουρτίνες, να αλλάξει θέση στα έπιπλα άλλη μια φορά και να ξαναπεί ότι αυτή η εκδοχή του καθιστικού είναι η καλύτερη… Να βγάλει τους πίνακες με τα λουλούδια που κάποτε την ενθουσίαζαν και να βάλει μοντέρνους κι ας μη τους καταλάβαινε, φτάνει που τα ζωηρά χρώματά τους θα τη γέμιζαν χαρά, όπως κάποια ποιήματα που κι αυτά δεν τα καταλάβαινε της έφερναν μελαγχολία. Πόσο μυστήρια είναι η ψυχή του ανθρώπου…

Μέσα στα πέρα- δώθε της με την άκρη του ματιού κοίταζε τον Κυριάκο που ακούνητος στον καναπέ συνέχιζε την ανάγνωση.
Ο δικός της Κυριάκος… Το κορμί του εκτός από λίγη κοιλίτσα που είχε πετάξει και μια σχετική πλαδαρότητα που εμφανίστηκε από τότε που σταμάτησε να κολυμπάει και να ψαρεύει, δεν είχε αλλάξει. Θα μου πεις τι άλλο περίμενες να αλλάξει, να φυτρώσει κανένα καινούριο χέρι ή κανένα φτερό…
Κοίταξε τα χέρια του… Μικρές ζάρες και ανεπαίσθητοι καφετί λεκέδες πιτσιλούσαν το δέρμα εδώ κι εκεί. Τα χέρια που της έδωσαν τρυφερά χάδια, που έφερναν χρόνια ολόκληρα τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, που τις έφερναν τα πρώτα κλαδιά ανθισμένης μυγδαλιάς μαζί με μια σακούλα ραδίκια και την κράτησαν σφιχτά όταν ήταν έτοιμη να πέσει.

Ο λαιμός του με ένα μικρό χαλαρό προγούλι κι ο αυχένας θορυβώδης από τα συσσωρευμένα άλατα κρατούσαν γυρτό το γκρίζο κεφάλι. Αυτό το ξεροκέφαλο που όταν του έμπαινε μια ιδέα ήταν η μόνη σωστή κι αποτύπωνε κατά την γνώμη του κατόχου του αυτό που ονομάζουμε «κοινή λογική» όσο παράλογη κι αν ήταν. Όταν του έμπαινε κάτι στο μυαλό κόλλαγε σε τέτοιο βαθμό που μέρες ολόκληρες έλεγε τα ίδια και τα ίδια που σε έκανε να παραδοθείς από κάθε ένσταση ή επιφύλαξη και να του πεις ότι έχει κάποιας μορφής δίκιο, ή να υλοποιήσει αυτό που σκεφτότανε όσο μπορούσε γρηγορότερα για να γλυτώσεις. Χρυσός άνθρωπος αλλά γκρινιάρης… Όλο ωχ τώρα πού να πηγαίνουμε εκεί κάτω και στο τέλος την πήγαινε πιο μακριά από το μέρος που του είχε προτείνει και παρά την αρχική απροθυμία του παραδεχόταν με έμμεσο τρόπο, που να μην τον εκθέτει, ότι είχε περάσει καλά κι ότι ήταν μια καλή επιλογή που επιμελώς απέφευγε να την πιστώσει στο λογαριασμό της. Πάντα ζητούσε το επιπλέον λεμόνι- ξύδι και αλάτι λίγο πριν του το ακουμπήσει πλάι του στο τραπέζι, όταν έχανε κάποιο πράγμα πάντα κάποιος άλλος έφταιγε κι αν του έλεγε τίποτα της αντιγύριζε ότι μεγαλώνοντας γινόταν γκρινιάρα κι εριστική…Τότε της ερχότανε να τον αρχίσει στις κουτουλιές για να συνέλθει αλλά …κρατιόταν.
Το πέρα – δώθε της με τις δουλειές συνεχιζότανε με τη δική του ύπαρξη το ίδιο αισθητή όσο του τραπεζιού ή μιας καρέκλας κι οι σκέψεις της για τα τριάντα χρόνια του κοινού βίου τους στριφογύριζαν μαζί με τα λευκά στον κάδο του πλυντηρίου, μπερδεύονταν με ένα στίχο από το τραγούδι που έπαιζε το ραδιόφωνο στην κουζίνα, έπαιρναν άρωμα από τα μπαχάρια του κιμά που σιγόβραζε στην κατσαρόλα.
Τριάντα χρόνια, πόσες λέξεις, πόσες πράξεις, πόσα ειπωμένα κι ανείπωτα, όνειρα που πραγματοποιήθηκαν κι άλλα που μείνανε όνειρα κι αυτοί ίδιοι μα τόσο αλλιώτικοι.

«Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε γι’ άλλου κι αλλού η ζωή μας πάει» έλεγε η φωνή του Καλογιάννη κι εκείνη άνοιγε το συρτάρι για να βγάλει μαξιλαροθήκες. Το τελευταίο εξάμηνο έβγαζε ένα σετ σεντόνια και μαξιλάρια για το διπλό κρεβάτι κι ένα για το μονό στο παιδικό δωμάτιο. Είχε κάνει πολύ υπομονή αλλά δεν πήγαινε άλλο… Είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη συζυγική κλίνη γιατί δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί και οι πονοκέφαλοι ήταν τα βράδια μια σταθερή κατάσταση. Η τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα έκλεινε μετά τη μία το βράδυ με την ένταση στη διαπασών γιατί ο Κυριάκος δεν άκουγε. Εκείνη προσπαθούσε να κοιμηθεί με τον ήχο να τις τρυπάει τα αυτιά και την αυξομείωση του φωτισμού ανάλογα με τα πλάνα της οθόνης να κάνει σαν φωτορυθμικό. Εκείνος να έχει κοιμηθεί ένα ζευγαράκι ώρες το μεσημέρι και να μην νυστάζει, εκείνη να κουτουλάει και να μην μπορεί να κλείσει μάτι κι εκείνος αφού τελείωνε την τηλεθέαση να βάζει και χρονόμετρο με μουσική για να νανουριστεί… Μια ωραία πρωία πήρε την απόφαση κι έστρωσε στο παιδικό.
-Θα κοιμόμαστε χώρια τώρα;…είπε σαν τεθλιμμένη χήρα ο Κυριάκος
-Τουλάχιστον θα κοιμόμαστε του απάντησε.
-Εμείς που λέγαμε ότι θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε μαζί…συνέχισε την κλάψα…
-Πρώτον δεν ξέρεις αν θα πεθάνουμε στο κρεβάτι για να θες παρέα. Αλλά είτε ξαπλωτοί είτε όρθιοι καθένας πεθαίνει μόνος του και το ίδιο θα συμβεί και σε μας οπότε πάρτο απόφαση κι άσε με κι εμένα να ευχαριστηθώ τον ύπνο μου κι εσύ την τηλεόρασή σου.
Νιαούρισε κάτι «μου λείπεις» κάνα δυο φορές κι όταν μπήκαν στο τραπέζι οι διαπραγματεύσεις και απαιτήθηκε η τηλεόραση να κλείνει στις έντεκα ξαναγύρισε στο κρεβάτι του ο καθένας ήσυχος με τη συνείδησή του.
Πάνω που έκλεινε το μάτι της κουζίνας και δοκίμαζε τον κιμά τον άκουσε να κραυγάζει:
-Στο είπα, δεν στο είπα… Βρέχει!!! Λέλα ΒΡΕΧΕΙΙΙ!!!
Έτρεξε σαν τρελή και πιάνοντας τον από το χέρι σχεδόν τον έριξε από τον καναπέ.
-Σήκω να με βοηθήσεις με το χαλί.

Παραπατώντας και στραβοφορώντας τις παντόφλες του βγήκαν στο μπαλκόνι, εκείνη μάζεψε ένα μπόγο τα σεντόνια και τα μαξιλάρια και τα πέταξε στον καναπέ. Μετά πιάσανε μαζί το χαλί ενώ οι χοντρές στάλες της ανοιξιάτικης μπόρας είχαν νοτίσει τα μαλλιά τους και τα ρούχα. Μπαίνοντας μέσα εκείνος στραβοπάτησε και πέσανε κι οι δυο σωρό κουβάρι πάνω στο ελαφρά υγρό χαλί. Σαν να είχαν ποτιστεί τα λουλούδια του μέσα στο πράσινο φόντο άνθισαν μονομιάς και τους τύλιξαν αγκαλιασμένους μέσα στους τρυφερούς μίσχους τους.