Ο Νικήτας ξύπνησε με το πρώτο φως της αυγής. Ήταν άνοιξη, είχε ζεστάνει ο καιρός, δεν άντεχε να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ήταν και οι πόνοι στην πλάτη, δεξιά κάτω από τα πλευρά, που δεν τον άφησαν να ησυχάσει τη νύχτα. Σηκώθηκε. Έριξε τη ρόμπα του στους ώμους και μπήκε στο μπάνιο. Πλύθηκε βιαστικά αποφεύγοντας να κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πέρα από τα αραιά μαλλιά και τα μονίμως θολά γαλάζια μάτια, δεν ήθελε να δει τη χλωμάδα στο δέρμα που πρόδιδε την ασθένειά του.

Όταν τέλειωσε με τον ανώφελο καλλωπισμό, το κάλλος του είχε δύσει οριστικά, βγήκε στην αυλή. Οι ψηλοί πέτρινοι τοίχοι της, σκεπασμένοι με δυο σειρές παλιά κεραμίδια, του πρόσφεραν την ηρεμία και την απομόνωση που επιζητούσε, κυρίως όταν ζωγράφιζε. Μέσα σ’ αυτούς ένιωθε απόλυτα ελεύθερος γι’ αυτό και δεν θέλησε ποτέ να τους γκρεμίσει για να βάλει στη θέση τους κάγκελα. Δεν θα μπορούσε να ζήσει πίσω από κάγκελα.
Στο στρογγυλό τραπεζάκι ο τσίγκινος δίσκος. Ένα ποτήρι χλιαρό γάλα και στο πιατάκι δυο κουλουράκια βανίλιας. Ο καφές, στην τιρκουάζ κούπα της Μάρως, άχνιζε. Εκείνη άνοιγε τα παράθυρα. Ήπιε μερικές γουλιές από τον καφέ της κι έπειτα βούλιαξε στα μαξιλάρια της πολυθρόνας. Απόλαυσε το λιτό πρωινό του, παρακολουθώντας με έγνοια τα φυτά που ξυπνούσαν γύρω του.

Οι δύο αειθαλείς καμέλιες, δεξιά και αριστερά της ξύλινης αυλόπορτας, είχαν γίνει δέντρα, με δυνατούς κορμούς και πλούσιο φύλλωμα. Οι τριανταφυλλιές, οι βιολέτες και οι υάκινθοι, μοσχοβολούσαν στα παρτέρια. Γεράνια και ορτανσίες ευδοκιμούσαν μέσα σε πήλινες γλάστρες. Στη γωνία, το γιασεμί φούντωνε γερμένο πάνω από τη βρύση με την πρασινισμένη γούρνα. Κίτρινα νούφαρα έπλεαν στο ακίνητο νερό της λίμνης, κάτω από τα μοβ λουλούδια της πασχαλιάς. Δεντρολίβανο, μέντα και θυμάρι τυλίγονταν στα μαρμάρινα πόδια του μικρού Έρωτα.
Ο Νικήτας χαμογέλασε ευχαριστημένος. Όλα όσα υπήρχαν μέσα σ’ αυτόν τον κήπο τα είχε φυτέψει ο ίδιος. Μόνο οι άγριοι κρόκοι, ανάμεσα στις πλάκες, φύτρωναν με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία. Ίσως γι’ αυτό τους αγαπούσε ιδιαίτερα, τον συγκινούσε η δύναμή τους.

Η Μάρω, έτοιμη, βγήκε στο κατώφλι. Θα πήγαινε στην αγορά για τα ψώνια της ημέρας.
«Θέλεις να σου φέρω κάτι απ’ έξω;» τον ρώτησε, δένοντας τα κορδόνια στις εσπαντρίγιες της.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Τίποτα απολύτως».
Έσκυψε πάνω του. Φίλησε πρώτα τα χείλη κι έπειτα το μέτωπό του, ελέγχοντας, τρυφερά, τη θερμοκρασία του.
«Εντάξει».
Ο Νικήτας, γοητευμένος, την έβλεπε να απομακρύνεται. Κράτησε την εικόνα στα μάτια του. Μια λυγερόκορμη γυναίκα με μακρύ μπλε φόρεμα. Με ασημένια μαλλιά, δεμένα σε κόκκινο μαντίλι. Το χαρούμενο κουδούνισμα του ποδηλάτου της τον λύπησε. Σήκωσε το χέρι του σε σιωπηλό χαιρετισμό.

Ο πόνος στην πλάτη του δυνάμωσε, θυμίζοντάς του πως είχε περάσει η ώρα. Έπρεπε να γυρίσει στο κρεβάτι του. Να αναπαυθεί. Πριν μπει στο σκοτεινό εσωτερικό, έριξε ένα ακόμα βλέμμα στον μικρό του παράδεισο. Ολάνθιστες οι λεμονιές. Το λευκό των ανθών τους του έφερε δάκρυα. Με άπειρη θλίψη σκέφτηκε πως κι άλλες φορές είχε έρθει η άνοιξη στην αυλή του, όμως ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο οδυνηρά όμορφη όσο αυτή, η τελευταία.