ΗΜΕΡΙΔΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ – ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΟΝΝΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΪΟΥ 1998

«Η ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΗΣ BΡΩΣΙΜΗΣ ΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ

ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗ ΑΓΟΡΑ»

Περίληψη της εισήγησης

του Δ. Ζ. ΓΟΥΓΟΥΛΙΑ

Προϊσταμένου του τμήματος

Διοικητικών Υπηρεσιών @ Δημοσίων Σχέσεων της Ε.Α.Σ. Λάρισας

Μέλους του Ινστιτούτου Αγροτικών Ερευνών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΑ

Η επιτραπέζια ελιά βρέθηκε τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα η οποία διαμορφώθηκε κατά πρώτον από την απελευθέρωση των τοπικών και διεθνών αγορών και κατα δεύτερο από την κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα τελευταία χρόνια μεγάλες συνεταιριστικές επιχειρήσεις όπως η ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ και άλλες, οι οποίες δεν μπόρεσαν να σταθούν ανταγωνιστικά στην αγορά.

Θα πρέπει να κατανoήσoυμε πλήρως ότι στη μάχη της αγοράς το ”παιχνίδι ” δεν θα περιοριστεί μόνο στο πόσο γερά ”σκαριά” έχουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, αλλά και οι ειλικρινείς σχέσεις ελαιοπαραγωγών – συν/σμών – εμπόρων. Το επίπεδο των προiόντων, η σχεδίασή τους, η συσκευασία, το κόστος, η προώθηση και διαφήμιση, όλα μαζί αποτελούν παραμέτρους που επηρεάζουν άμεσα τα αποτελέσματα..

ΣΤΟΧΟΙ Για τα προϊόντα διατροφής όπως είναι η ελιά , η ποιότητα θα πρέπει να είναι η αρχή και το τέλος σαν δραστηριότητα αρχίζοντας από τον παραγωγό και φτάνοντας μέχρι την κατανάλωση. Μόνο πλησιάζοντας την υψηλή ποιότητα και θεωρώντας τον καταναλωτή και τις επιθυμίες του κέντρο κάθε παραγωγικής και επιχειρηματικής απόφασης, υπάρχουν ελπίδες να κατακτήσουμε την επιτυχία και αυτό σημαίνει πως πρέπει να ριχτούμε σε έναν αγώνα δρόμου γιά τη βελτίωση και την ανάπτυξη, το δυνατόν γρηγορότερα.

Τα προβλήματα που μέχρι στιγμής υπάρχουν είναι το μικρό ποσοστό πωλήσεων στην εσωτερική αγορά σε σχέση με το σύνολο της παραγωγής [15-20%] και τα θέματα συσκευασίας, εττικέτας και γενικότερα εμφάνισης του προϊόντος. Κύριος προσδιοριστικός παράγοντας που επιρεάζει την κατανάλωση των βρώσιμων ελιών είναι η επίδραση που ασκεί το πρότυπο κατανάλωσης για το συγκεκριμένο προϊόν. Από μία ανάλυση στοιχείων της ICAP γιά την κατανάλωση βρώσιμης ελιάς στο εσωτερικό προκύπτει ότι τα άτομα με ηλικία μέχρι 24 ετών, δεν περιλαμβάνουν στην διατροφή τους βρώσιμες ελιές. Παράλληλα τα άτομα από 25 μέχρι 34 ετών, καταναλώνουν μικρές ποσότητες του συγκεκριμένου προϊόντος. Η χαμηλή αυτή κατανάλωση βρώσιμων ελιών από άτομα μέχρι 34 ετών, αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα που θα επιρεάσει την μελλοντική εγχώρια αγορά του προϊόντος. Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση βρώσιμων ελιών στην Ε.Ε. [3 κιλά/χρόνο].

Μελλοντικά προβλήματα. Η παραγωγή ελιάς θα αντιμετωπίσει στο μέλλον έντονα προβλήματα ανταγωνισμού στην Κοινοτική αγορά . Οι νέες φυτεύσεις που έγιναν με την εφαρμογή των Ολοκληρομένων Μεσογειακών προγραμμάτων στην Ιταλία και τη Γαλλία καθώς και το ειδικό πρόγραμμα για την Πορτογαλία, άρχισαν ήδη να καλύπτουν τις ανάγκες των χωρών αυτών σε σημαντικό βαθμό με αντίστοιχες συνέπειες στις δικές μας εξαγωγές.

Επιλογή ευκαιριών που ανοίγονται. Οι δυνατότητες που παρέχονται στη χώρα μας σήμερα είναι η αξιοποίηση του νέου κανονισμού της Ε.Ε. γιά τη δημιουργία κεφαλαίου αποθεματοποίησης από τις ομάδες παραγωγών ή τις Ενώσεις τους (καν. ΕΟΚ 1332/92).

ΠΑΡΑΓΩΓΗ Τα καλλιεργήσιμα στρέμματα στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 1.357.800 το 1983 σε 1.484.348 το 1993 (αύξηση 9,3%) και ο αριθμός των ελαιόδεντρων αυξήθηκε από 22.726.800 το 1983 σε 25.617.015 το 1993 (αύξηση 12,7%).(ΠΙΝΑΚΕΣ Νο 2 και 3).

ΠΩΛΗΣΕΙΣ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ Ο κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς έχει έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό αφού περίπου τα 2/3 της παραγωγής εξάγεται προς τις χώρες της Ε.Ε. και προς Τρίτες Χώρες. Η παγκόσμια κατανάλωση ελιάς ανέρχεται στους 950 – 1.000 χιλ. τόνους και οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου είναι ότι υπάρχουν τάσεις αύξησης της ζήτησης χωρίς να είναι δυνατή αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς.

ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ Ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι οι αδυναμίες που έχει στην προώθηση του προϊόντος και οι οποίες εντοπίζονται στην έλλειψη μεγάλου αριθμού επώνυμων προϊόντων, στον τρόπο συσκευασίας και στην ανυπαρξία διαφήμισης. Είναι γνωστό πως η πρώτη και τελευταία ευκαιρία του παραγωγού να επικοινωνήσει με τον πελάτη είναι η συσκευασία.

Οι επιτραπέζιες ελιές είναι ένα από τα σπουδαιότερα εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας. Οι ελληνικές εξαγωγές βρώσιμης ελιάς ξεπεράσανε τα τελευταία χρόνια τους 50.000 τόννους (στοιχεία ICAP). Αυτό οφείλεται από τη μιά μεριά στο ότι οι ελληνικές ποικιλίες είναι οι καλύτερες του κόσμου, και από την άλλη μεριά στο ότι οι επιτραπέζιες ελιές δέν έχουν υποκατάστατα αντίθετα πρός άλλα γεωργικά προϊόντα.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ. Έχουμε το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο, αλλά…. μόνο εμείς το ξέρουμε. Η παντελής έλλειψη πολιτικής προώθησής του στις διεθνής αγορές και η ανυπαρξία γνωστού ελληνικού trade mark έχει καταδικάσει το προϊόν να μένει αδιάθετο στις αποθήκες ή στην καλύτερη περίπτωση να δίδεται στην Ιταλία για να εμπλουτίζει τα χαμηλής ποιότητας λάδια της και να τα προωθεί στη συνέχεια στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης αλλά και στο ελληνικό τραπέζι….

1. Πρέπει επίσης να σημειώσω, προκειμένου να γίνει κατανοητό το μέγεθος της «εθνικής» μας ανεπάρκειας, ότι το ελληνικό λάδι έχει τα καλύτερα «διαπιστευτήρια» για την είσοδό του στην ευρωπαϊκή αγορά. Η χώρα μας παράγει το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο, αφού το 70-80% της παραγωγής της είναι βρώσιμο παρθένο. Αντίθετα, στις ανταγωνίστριες ευρωπαϊκές χώρες, Ιταλία και Ισπανία, τα δεδομένα είναι διαφορετικά.

Η νέα πρόταση του κοινοτικού επιτρόπου Φρανς Φίσλερ για το λάδι, που επρόκειτο να έρθει προς έγκριση στο Συμβούλιο Υπουργών στο τέλος Μαρτίου, είναι θετική μεν ως προς την κατανομή των ποσοστώσεων για τη χώρα μας (από 1.350 τον. στους 1.562 τον.), αρνητική δε ως προς το σκέλος που αφορά την εξομοίωση των μικρών και μεγάλων παραγωγών αλλά και ως προς το ενδεχόμενο αντικατάστασης της κοινοτικής παρέμβασης με την ιδιωτική αποθεματοποίηση.

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΑΓΟΡΑΣ Ανάμεσα στους κλάδους τροφίμων με δυνατότητες εξαγωγών προς τρίτες χώρες και ανταγωνισμού στην Ε.Ε. είναι και ο κλάδος της βρώσιμης ελιάς και του λαδιού. Καταναλωτές με περίπου όμοια πολιτιστική καταγωγή , τάσεις καταναλωτισμού, υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα, διαιτητικές συνήθειες χωρίς σοβαρές αποκλείσεις σε βασικά προϊόντα διατροφής, τάσεις επανάκαμψης σε τρόπους και προϊόντα υγιεινής , φυσικής διατροφής, όπως και σε υλικά συσκευασίας που δέν μολύνουν το περιβάλον. Ιδιαιτερότητα, η ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ” μεσογειακής διατροφής ειδικά στους βόρειους εταίρους μας με το περισσότερο χρήμα. Ανταγωνιστές μας οι χώρες της Μεσογείου και ειδικότερα η Ιταλία. Εικόνα των προϊόντων μας χαμηλή. Οι δυνατότητες εξαγωγών βρώσιμης ελιάς και λαδιού υπάρχουν όχι μόνο σήμερα αλλά ιδιαίτερα θα υπάρχουν στο μέλλον εάν υπάρξει σωστό marketing του προϊόντος και σωστός σχεδιασμός των εξαγωγών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Είναι αλήθεια ότι η φετινή χρονιά ήταν η πιο περίεργη που μπορεί να θυμηθεί κανείς στο πρόσφατο παρελθόν και φτάνοντας στο τέλος της μπορούμε πλέον να πούμε ανοιχτά ότι οι ελαιοπαραγωγοί έπεσαν ανυπεράσπιστοι θύματα της κερδοσκοπίας και λέγοντας κερδοσκοπία αναφέρομαι σε μια αγορά η οποία είναι ανοργάνωτη, διαλυμένη, χαοτική, αναρχούμενη και ανεξέλεγκτη. Από την μια πλευρά η προσφορά στερείται μηχανισμών προστασίας των παραγωγών, ποια μπορεί να είναι η διαπραγματευτική δύναμη του ελαιοπαραγωγού ο οποίος είναι απληροφόρητος και έρμαιο της κάθε φήμης που κυκλοφορεί; Από την άλλη πλευρά η ζήτηση είναι ένας άλλος ανεξέλεγκτος πόλος. Για να το πούμε πιο καθαρά : από τη μια μεριά υπάρχει η ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη των λίγων που αγοράζουν σε σχέση με την αδυναμία των πολλών παραγωγών που πουλάνε το προϊόν τους. Το καμπανάκι του κινδύνου έχει χτυπήσει. Ή θα σοβαρευτούμε και θα αντιδράσουμε ή αλλιώς σε λίγα χρόνια θα ψάχνομε το εθνικό μας προϊόν όπως τα Ελγίνεια μάρμαρα.

Με τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα :

1. Θα διατηρήσουμε ζωντανή την ελαιοκομία, τα κίνητρα να καλλιεργούν οι παραγωγοί και να βελτιώνουν την ποιότητα του προϊόντος τους;

2. Θα εκμεταλλευτούμε την αναθεώρηση της Κ.Ο.Α., ώστε να επιβάλουμε νόμους της αγοράς που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο μεταξύ εμπόρων και παραγωγών;

3. Θα οργανωθούμε ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό των άλλων Μεσογειακών χωρών που βελτιώνουν συνεχώς την παραγωγή τους, αλλά και τρίτων χωρών όπως η Τυνησία, Τουρκία κ.λ.π.;

Η ευθύνη αυτών των απαντήσεων βαραίνει όλη την οικογένεια του ελληνικού λαδιού και της ελιάς, όχι μόνο το Υπουργείο γεωργίας. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει ένα «οικογενειακό» συμβούλιο όπου θα εξετασθούν όλα τα ζητήματα με σοβαρότητα, ο κλάδος να αναλάβει τις ευθύνες του και να συμφωνηθούν οι προτεραιότητες, οι στόχοι και τα μέσα που θα εξασφαλίσουν στην ελαιοκομία μας μια στέρεη και μακροχρόνια προοπτική.

Τέλος θεωρείται επιβεβλημένη η παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας προς την Ε.Ε., με σκοπό να προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα τους κανονισμούς για την ενίσχυση της επιτραπέζιας ελιάς και του λαδιού.

Γόννοι : Μάιος 1998