Ένα από τα πολλά θέματα που έφεραν στο προσκήνιο οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είναι και αυτό του λεγόμενου Καποδίστρια ΙΙ, της συνένωσης δηλαδή των υπαρχόντων Δήμων σε μεγαλύτερους Δήμους σε συνδυασμό βέβαια με τις αλλαγές που ήδη εξαγγέλθηκαν στους εκλογικούς νόμους τόσο των Βουλευτικών εκλογών όσο και της Αυτοδιοίκησης. Πριν ένα χρόνο περίπου έγραψα ξανά για το θέμα αυτό, καλό είναι όμως –λόγω της επικαιρότητας – να θυμίσω μερικές σκέψεις μου, απόψεις και προτάσεις.
Καταρχήν θα ήταν χρήσιμο να βγάλουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα από την σκοπιά των τοπικών κοινωνιών για την ωφελιμότητα και τις αδυναμίες της πρώτης συνένωσης. Βασικές αδυναμίες του Καποδίστρια Ι υπήρξαν: α) Το γεγονός ότι μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες στους νέους Δήμους χωρίς να μεταφερθούν οι θεσμικοί πόροι προς την Αυτοδιοίκηση κατάσταση πού συνεχίζεται και σήμερα. β) Η συνέχιση της πανευρωπαϊκής εξαίρεσης, δυστυχώς ακόμη να μην εκλέγονται το Περιφερειακό Συμβούλιο και ο Περιφερειάρχης και να συνεχίζεται το μεσαιωνικό σύστημα τού διορισμού τους, που μεσοβέζικα θα λυθεί με την εκλογή των περιφερειαρχών αλλά το «καπέλωμα» πάλι με τον διορισμένο και αποκαλούμενο Υπερπεριφερειάρχη.
Παρ’ όλα αυτά, κατά την γνώμη μου σε συνενώσεις όπου έστω και τυχαία τηρήθηκαν κριτήρια γεωγραφικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά και παράλληλα αυτοί οι νέοι ΟΤΑ λειτούργησαν ουσιαστικά τους νέους θεσμούς : ενιαία δημοτικά συμβούλια, ενεργά τοπικά συμβούλια, ετήσιες απολογιστικές και προγραμματικές συνελεύσεις σε επίπεδο δημοτικών διαμερισμάτων και δήμων, συνεργασίες με μαζικούς φορείς, διαφανής διαχείριση και τεκμηριωμένη διεκδίκηση προβλημάτων των Δήμων μαζί με τους τοπικούς συλλόγους, τους συνεταιρισμούς και τους άλλους μαζικούς φορείς, υπήρξαν κάποια θετικά αποτελέσματα. Όπου, όμως, τα κριτήρια συνένωσης των τότε νέων ΟΤΑ υπηρετούσαν μικροκομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες και παράλληλα οι εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες ξεκόπηκαν από τις τοπικές κοινωνίες και μετατράπηκαν σε επαγγελματίες πολιτικούς εξυπηρέτησης μικροκομματικών πελατειακών σχέσεων και δικτύων, τα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά.
Στην ευρύτερη περιοχή των Τεμπών – Δέλτα Πηνειού (των σημερινών Δήμων Κάτω Ολύμπου, Ευρυμενών, Γόννων, Μακρυχωρίου, Νέσσωνος και Κοινότητας Αμπελακίων) υπάρχει μια παράδοση κοινονικο-οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας των κατοίκων και των φορέων της ευρύτερης περιοχής. Ο ορεινός όγκος του Κισσάβου και του Κάτω Ολύμπου, ο Πηνειός και οι πεδιάδες πριν την κοιλάδα των Τεμπών και στη συνέχεια του Δέλτα διαμόρφωσαν έναν ενιαίο κοινωνικό και οικονομικό χώρο δραστηριοποίησης των κατοίκων της περιοχής. Οι παραδοσιακές γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες της περιοχής (κτηνοτροφία με γιδοπρόβατα και βοοειδή, καλαμπόκια, ελιές, καστανοπερίβολλα, πατατοκαλλιέργεια, αμπελοκαλλιέργεια, φασόλια, καπνός κ.α.) έδωσαν τα τελευταία χρόνια περισσότερο χώρο σε πιο σύγχρονες αγροτικές δραστηριότητες όπως: η ακτινιδοκαλλιέργεια, η μηδική, η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς, το αμύγδαλο, βιολογικές καλλιέργειες αλλά και οπωροκηπευτικά με κατεύθυνση την σύνδεση των προϊόντων αυτών και με την τουριστική ζήτηση πού διαμορφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή. Νέοι επαγγελματίες με παραδοσιακούς ξενώνες, ταβέρνες και χώρους μαζικής εστίασης, αλλά και μικροβιοτέχνες πού δειλά – δειλά χωρίς καμιά ουσιαστική υποστήριξη από την Πολιτεία και την Αυτοδιοίκηση αναπτύσσουν δραστηριότητα στην περιοχή, ενώ γυναικείοι συνεταιρισμοί και σύλλογοι βάζουν τη δική τους σφραγίδα με την επεξεργασία αγροτικών κυρίως προϊόντων της περιοχής.
Η περιοχή με μακρόχρονες προσπάθειες και αγώνες των κατοίκων της, αλλά και με επί μέρους προγράμματα και εκδηλώσεις φορέων της, αρχίζει να διαμορφώνει τις ιστορικές πολιτιστικές και περιβαλλοντικές της διαδρομές (μονοπάτια, γεφύρια, δασικά συμπλέγματα, θέσεις θέας, αρχαιολογικοί χώροι, βυζαντινές εκκλησίες, λαογραφικά μουσεία, κέντρα ενημέρωσης για τον πολιτισμό και το περιβάλλον, γιορτές τοπικών παραδοσιακών προϊόντων και ιστορικών γεγονότων όπως της Εθνικής Αντίστασης στα Τέμπη και τους Γόννους, της Αγροτικής εξέγερσης του Μ. Αντύπα στον Πυργετό και το Ομόλιο, κ.ά. και να δίνει ένα νέο χρώμα στην περιοχή, που ευτυχώς δεν έχασε ακόμη την ταυτότητά της.
Οι δυνατότητες της περιοχής αλλά και τα προβλήματά της είναι πολλά και σημαντικά. Ελλιπής επαρχιακή και διαδημοτική οδική σύνδεση μεταξύ των οικισμών. Ανεπαρκείς δασόδρομοι και αντιπυρικές ζώνες προστασίας των ορεινών όγκων. Μη αξιοποίηση τού πλούσιου υδάτινου δυναμικού της περιοχής αλλά και μόλυνση τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων υδάτων. Απουσία πολιτικών από το κράτος υποστήριξης των αγροτών και επαγγελματιών της περιοχής. Ελάχιστες κοινωνικές υποδομές, αναξιοποίητες πολιτιστικές και περιβαλλοντικές διαδρομές. Αναξιοποίητο σημαντικό τοπικό δυναμικό νέων αγροτών, επιστημόνων και επαγγελματιών.
Η περιοχή Τεμπών – Δέλτα Πηνειού πού ενοποιείται μέσα από την μακρόχρονη κοινή ιστορία της στη συνείδηση των κατοίκων της, έχει δύο δρόμους να επιλέξει:
α) ή θα ακολουθήσει με την υποστήριξη της Αυτοδιοίκησης και της Πολιτείας την μακρόχρονη βιώσιμη συμβίωση της αγροτικής και τουριστικής δραστηριότητας στην περιοχή με τον αγροτουρισμό και οικοτουρισμό ως ενδογενή δυνατότητα βιώσιμης ανάπτυξης με τη θετική εμπειρία της συνεργασίας των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων της περιοχής και τη σημαντική συνεταιριστική δράση στις 10ετίες του 1980 και του 90, μαζί με τις σημαντικές παρεμβάσεις σε ξενώνες στη βιολογική γεωργία και την αγροτουριστική ανάπτυξη της τελευταίας 5ετίας με σεβασμό στην ιστορία, τη λαογραφία και το περιβάλλον
β) ή θα συρθεί στο πρότυπο του «εισαγόμενου» μαζικού τουρισμού των παραθαλάσσιων και παρακισσάβιων – παρολύμπιων περιοχών – με ξεχασμένη και αφημένη στην τύχη της την ενδοχώρα – με τουριστικά συγκροτήματα και εμπορικούς χώρους (όπως συμβαίνει σήμερα στα παράλια της Κατερίνης και του Αγιοκάμπου) και μεγάλων συνδετήριων αυτοκινητόδρομων με θέα το Αιγαίο και έτσι θα ενσωματωθεί σε αναγκαστικές συνενώσεις με τα παράλια της Αγιάς και του Ανατολικού Ολύμπου διαμορφώνοντας μια τεχνητή «αγορά» και μια «κοινωνία» των δύο μηνών του Καλοκαιριού, πού θα βυθίζεται στο σκοτάδι της υπανάπτυξης και της ανεργίας τους υπόλοιπους 10 μήνες.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η περιοχή των Τεμπών και του Δέλτα Πηνειού αποτελεί μια ιστορικά διαμορφωμένη ενότητα, και μια λειτουργική μεταξύ των χωριών και των οικισμών της, τοπική κοινωνία, εντελώς διαφορετική από αυτή των περιοχών Αγιάς – Μελιβοίας καθώς και από εκείνη στα παράλια Λιτόχωρου – Ανατολικού Ολύμπου. Έτσι ακριβώς εγκρίθηκε και ως διακριτή αναπτυξιακή ενότητα η περιοχή των Τεμπών – Δέλτα Πηνειού, με το χωροταξικό Περιφερειακό Σχέδιο πού εδώ και χρόνια είναι νόμος του κράτους. (Γνωρίζει ή διαβάζει κανείς τους νόμους;).
Διαβάζοντας τα τελευταία σενάρια στα ΜΜΕ πού διαρρέουν κυβερνητικοί κύκλοι, αναλογίζομαι ποιος νοιάζεται για τους νόμους ή για το τι ομόφωνα ψηφίστηκε και ξαναψηφίστηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, μετά από διεπιστημονικές εισηγήσεις και επαρκή κοινωνική διαβούλευση με τη σύμφωνη γνώμη των φορέων; Μάλλον κάποιοι υψηλά ιστάμενοι σε κυβερνητικές θέσεις, δεν είμαι σίγουρος για το αν γνωρίζουν καν την περιοχή. Χωρίς όμως την απαραίτητη γνώση της περιοχής (γεωγραφική-κοινωνική-ιστορική) αλλά και όσων επιστημονικά αποφασίστηκαν για αυτήν τα τελευταία χρόνια φοβάμαι ότι και τώρα θα υιοθετηθούν πρακτικές του «ράβε – ξήλωνε – υποσχέσου» και θα διασπάται η συνοχή των τοπικών κοινωνιών για να γίνεται τελικά πιο εύκολη η επανασυγκόληση ετερόκλητων περιοχών και Δήμων με τις δυνάμεις της συναλλαγής, των κομματαρχών και του χρήματος των ισχυρών….
Για την κατάθεση, λοιπόν, μιας εναλλακτικής πρότασης – όπως έγραψα και πριν λίγο καιρό – θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μία βασική αρχή που λέει ότι η Αυτοδιοίκηση πρέπει να έχει τον δικό της ρόλο σε όλα της τα επίπεδα και ιδιαίτερα στο πρώτο της βαθμό, κατανέμοντας ρόλους, αρμοδιότητες, πόρους, μέσα, με βάση την αρχή της επικουρικότητας κατά κανόνα, δηλαδή, ότι τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο εγγύτερο δυνατό προς τον πολίτη επίπεδο. Αυτή η ανασυγκρότηση κράτους και Τ.Α. προϋποθέτει ανακατανομή των δημοσίων πόρων και δαπανών σε πλήρη αντιστοιχία προς την ανακατανομή ρόλων, έργων, αρμοδιοτήτων μεταξύ του κράτους και της Τ.Α. Χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο δράσης για δημοκρατία παντού, για τη διαφάνεια και τον εκδημοκρατισμό θεσμών και διαδικασιών, για την αναβάθμιση του ρόλου των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση που με αξιόπιστα κριτήρια, γεωγραφικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, χωρίς καταναγκασμούς και μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες θα καταστήσει την Αυτοδιοίκηση χώρο εγγυητή της δημοκρατικής έκφρασης και της συμμετοχής των πολιτών, αλλά και συντονιστή της τοπικής ανάπτυξης και ευημερίας.
Οι άνθρωποι στις τοπικές κοινωνίες έχουμε όμως τη γνώση, την εμπειρία και μπορούμε – αν το θελήσουμε – να βγάλουμε από μέσα μας και τη δύναμη να διεκδικήσουμε το αυτονόητο με διάλογο – κινητοποίηση των πολιτών και των φορέων της περιοχής, ζητώντας από τους Δημάρχους, τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, τους προέδρους και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Μαζικών Φορέων της περιοχής, αλλά και εμείς ως απλοί πολίτες να πάρουμε καθαρή θέση. Να ταχθούμε με τον τόπο μας και τους συνανθρώπους μας. Να γυρίσουμε την πλάτη σε προσωπικά και μικροπολιτικά παιχνίδια εξουσίας και να απαιτήσουμε διοργάνωση δημοψηφισμάτων σε κάθε Δήμο για να εκφραστεί η γνήσια θέλησή μας.

(Πολλές από τις παραπάνω σκέψεις δημοσιεύτηκαν στο Κυριακάτικο φύλο της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας στις 24 Αυγούστου 2008)