Συννεφιασμένο  πρωινό, οχτώ παρά κάτι η ώρα, παίρνω την κούπα με τον αχνιστό καφέ και κάθομαι στη συνηθισμένη θέση μου κοντά στο παράθυρο. Όπως πάντα πιάνω την συχνότητα του Δημοτικού ραδιοφώνου της Λάρισας για να ακούσω τις οικείες πια γυναικείες φωνές τις πρωινής ζώνης, για ενημέρωση και ψυχαγωγία.
Το τραγούδι που ακούγεται το έχω ξανακούσει… Όμως αυτή τη φορά δεν ξέρω τι με πιάνει και σκαλώνω στους στίχους :

«Κοιτάς απ’ το παράθυρο
είναι η κίνηση της πόλης
κόσμος γυρίζει βιαστικός
είσαι μόλις τριάντα
και εντελώς καθαρός.

Από κάπου έρχεται
μια μακρινή μουσική
σε ξεσηκώνει, θέλεις να βγεις
ν’ ακολουθήσεις τη μεγάλη πορεία
νιώθεις πως γράφεται ιστορία…

Έρχονται οι μέρες του φωτός
μια εποχή τελειώνει …
»

Μου έρχονται στο μυαλό τα παιδιά μου κι η γενιά τους, λίγο πριν ή λίγο μετά τα  τριάντα. Από αυτούς γράφτηκε το τραγούδι αλλά  νομίζω πως απευθύνεται σε όλους μας.
Αν  η πολιτική είναι μέρος της ζωής μας, η τέχνη είναι ο καθρέφτης της. Μια γενιά ανθρώπων ζητά να βγει στο φως. Από την  άλλη η συμφωνική ορχήστρα των απανταχού συμφερόντων σε πλήρη ανάπτυξη εκτελεί το εμβατήριο του φόβου,  ενώ τα ΜΜΕ έχουν την απευθείας μετάδοση. Στο φουαγιέ μεσήλικες καλοντυμένοι συζητούν για το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Μες στη ροή της κουβέντας τους θυμούνται και τον Κυρ- Παντελή. Αυτόν, του τραγουδιού αλλά και της σκληρής πραγματικότητας,  που μαζεύει όλη τη ζωή του σαν το μυρμήγκι για να αφήσει  στο γιό του «τ’ όνομα και τον παρά» …
Πρέπει να επικοινωνούν πιο συχνά μαζί του… Να του δείχνουν πόσο τον σκέφτονται και τον προστατεύουν. Όσο ακούει τις συμβουλές τους θα είναι εξασφαλισμένος, αυτός κι οι καταθέσεις του, η σύνταξη και το εφάπαξ… Αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να  αφήσουν να διαφανεί ότι τον χρειάζονται…
Τον Κυρ- Αντώνη, που δεν ξέρουν τη φάτσα του, αλλά γνωρίζουν το αριθμό του καταθετικού του λογαριασμού… Εγώ, όμως τον ξέρω… Τον βλέπω κάθε μέρα στο δρόμο, τον  έχω απέναντι μου στον  καθημερινό διάλογο και θα του πω σαν θα το φέρει η κουβέντα, πως αν θα αποφασίσει να τους ακούσει,  δεν ξέρω κατά πόσο θα εξασφαλιστεί αλλά ξέρω ότι θα βάλλει ενέχυρο «τις  μέρες του φωτός» του γιου του, που είναι μόλις τριάντα κι εντελώς καθαρός… Άραγε θα του το συγχωρήσει ποτέ τούτο το αλισβερίσι;
«Το Πειραχτήρι»