Η μέρα Τρίτη και δεκατρείς. Η ώρα έκτη απογευματινή. Ο καιρός αίθριος με ελαφρύ αεράκι. Η διάθεση του Δημήτρη άθλια. Ο Αύγουστος σε δυο μέρες φεύγει κι εκείνος, ήδη από τις αρχές του, είναι εγκλωβισμένος εντός των τειχών και εντός του γύψου. Σταθερό κάταγμα δεξιάς κνήμης μετά από πτώση στο μπάνιο. Το τηλέφωνό του χτυπά αραιά και που. Οι φίλοι του, όλοι εκτός Αθηνών, σχεδόν τον έχουν ξεχάσει. Διακοπές. Μόνο ο Πάνος, αργόσχολος εργένης, τον βομβαρδίζει στο Viber με φωτογραφίες από τα μπιτς μπαρ της Μυκόνου. Παγωμένα κοκτέιλς και μαυρισμένα οπίσθια νεαρών γυναικών.
«Άλλος αναίσθητος!»
Έχει τα νεύρα του και πώς να μην… Κι αυτός, καιρό πριν το ατύχημα, σχεδίαζε να φύγει για διακοπές. Θα πρότεινε στην Χλόη να πάνε κάπου ήσυχα, ίσως σε κάποιο μικρό νησί, να ξεκουραστούν. Οι δυο τους περνούσαν θαυμάσια, πέντε χρόνια ήταν ζευγάρι, αλλά δεν συγκατοικούσαν. Ο ίδιος επέμενε πως ήταν προτιμότερο να έχει καθένας το χώρο του και τον χρόνο του. Κάποια βράδια η Χλόη κοιμόταν στο σπίτι του και έφευγε το πρωί. Εκείνος δεν είχε κοιμηθεί ποτέ στο δικό της. Η «ζεστασιά» του τον άγχωνε.
Τελικά τα σχέδιά του ναυάγησαν. Μία ωραία πρωία η Χλόη ξεκρέμασε ήσυχα το μεταξωτό νυχτικό της από την ντουλάπα, πήρε το νεσεσέρ με τα είδη προσωπικής υγιεινής από το μπάνιο και έφυγε. Η σχέση τους ήταν αδιέξοδη, είπε, ανοίγοντας την πόρτα κι εκείνη είχε κλείσει πια τα σαράντα. Εκείνος, αν και έδειχνε μικρότερος, είχε κλείσει τα πενήντα. Επίσης, είχε κλείσει οριστικά και τον κύκλο: γάμος, οικογένεια, διαζύγιο. Αυτό η Χλόη το γνώριζε. Της το ’χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Την άφησε, αδιαμαρτύρητα, να φύγει.
Του λείπει όμως… Του λείπει το πρόσχαρο γέλιο της, τα φουντωτά κόκκινα μαλλιά της, οι αχνές, ολόγλυκες φακίδες της μύτης της, ο τρόπος που τον περιέβαλλε με το αιθέριο σώμα της. Και η μυρωδιά της… Ένας μήνας έχει περάσει από το χωρισμό τους και δεν λέει να ξεθυμάνει. Το Elixir, το έντονα διεισδυτικό άρωμά της έχει εμποτίσει το στρώμα, τις πετσέτες, τα πουκάμισά του, τους τοίχους. Κάποια στιγμή θα ζητήσει από την Ταμίλα, την γυναίκα που φροντίζει τον ίδιο και το σπίτι, να σβήσει την οσμή της παρουσίας της, να προσπαθήσει τουλάχιστον, με μια καλή γενική.
Εντός λοιπόν. Το διαμέρισμά του είναι άνετο, κατάλευκο με μίνιμαλ διακόσμηση. Η διαδρομή βαρετή: κρεβατοκάμαρα, μπάνιο, καθιστικό, κουζίνα, ευτυχώς και βεράντα. Βγαίνει προσεκτικά, στηριγμένος στις πατερίτσες. Κάθεται στην αναπαυτική ρατάν πολυθρόνα και προσπαθεί να βολευτεί. Η Ταμίλα αφήνει μπροστά του τον παγωμένο καφέ και τον ρωτά αν θέλει κάτι άλλο πριν φύγει.
«Τίποτε άλλο, ευχαριστώ», της απαντά. «Καλή ξεκούραση. Τα λέμε αύριο».
Πίνει διστακτικά μια γουλιά από τον καφέ: θεόπικρος.
«Πάλι δεν τον πέτυχε», μονολογεί μορφάζοντας. «Αυτή η γυναίκα δεν το ’χει καθόλου με τις αναλογίες». Τον φροντίζει όμως καλά.

Ένα γρήγορο αντιφέγγισμα, μια λάμψη μπροστά από τα μάτια του, τραβάει την προσοχή του. Ανασηκώνεται. Είναι το χρυσό σκουλαρίκι, ένας σπινθηροβόλος ήλιος, στον ομφαλό της Ζωής, της νεαρής ηθοποιού που μένει στην απέναντι πολυκατοικία. Εκείνη λιάζεται ξαπλωμένη στην πορτοκαλί αιώρα. Η Ζωή είναι ωραία. Τα κατάξανθα μαλλιά της γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο. Και το χυτό κορμί της γυαλίζει, αλειμμένο με λάδι καρύδας. Φοράει ένα στενό σορτς με ξέφτια και από πάνω κοντό αθλητικό μπουστάκι. Διαβάζει ένα βιβλίο ακούγοντας μουσική στο iPhone και πίνοντας κρύο, πράσινο τσάι. Τον εντοπίζει, κατεβάζει τα γυαλιά καθρέφτες και τον χαιρετά.
«Τι γίνεται;» του γνέφει. «Όλα καλά;»
«Όλα οκ», της γνέφει κι αυτός σηκώνοντας τον αντίχειρα.
Την γνωρίζει καλά τη Ζωή. Εκτός από γειτόνισσα είναι και πελάτισσά του. Από το κατάστημά του αγοράζει τα παπούτσια της. Έχει αδυναμία στα πέδιλα. Ακόμη και το χειμώνα πέδιλα φοράει. Δεν φοβάται το κρύο. Ταιριάζουν, άλλωστε, απόλυτα στα πόδια της που είναι κομψά με λεπτούς αστραγάλους και όμορφα δάχτυλα. Το τριάντα οκτώ είναι το νούμερό της. Ιδανικό νούμερο για γυναικείο πέλμα.
Η ωραία Ζωή, εδώ και μερικούς μήνες, είναι ζευγάρι με τον Θεόφιλο, ιδιοκτήτη του μπαρ Restart επί της Ηπείρου. Το Restart φημίζεται για τα πολύ ιδιαίτερα κρασιά του από σπάνιες ποικιλίες. Ο χώρος είναι καλόγουστος με ξύλινα έπιπλα, χαμηλό φωτισμό, προσεγμένη μουσική. Ο Δημήτρης σκέφτεται πως δεν πρέπει να ξαναπάει από κει. Για να μην συναντηθεί με τη Χλόη.

Ο ήχος της μηχανής ακούγεται από μακριά. Είναι μεγάλου κυβισμού, κατάμαυρη και απαστράπτουσα. Σε δευτερόλεπτα φτάνει κάτω από την πολυκατοικία. Ο Θεόφιλος παρκάρει στο πεζοδρόμιο και κατεβαίνει. Είναι όμορφο παιδί, ψηλό, με καλογυμνασμένο σώμα. Είναι ντυμένος απλά με λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι, ξεβαμμένο τζιν, αθλητικά παπούτσια. Στη βάση του αυχένα του, χτυπημένη με μαύρο μελάνι, διακρίνεται η περίτεχνη λαβή ενός σπαθιού. Η λάμα του κατεβαίνει ακάθεκτη στην πλάτη του και σταματά λίγο πιο πάνω από την μέση.
Η Ζωή σηκώνεται, χτενίζει με τα δάχτυλα τα μαλλιά της, στρώνει το σορτς. Τρέχει να του ανοίξει την πόρτα. (Ο Δημήτρης, βλέπει ολοκάθαρα καθετί που συμβαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού. Η μεγάλη τζαμόπορτα είναι ανοιχτή και δεν υπάρχουν κουρτίνες).
Ο Θεόφιλος σκύβει για να φιλήσει τα χείλη της. Κατόπιν πιάνει τα χέρια της και την απομακρύνει λιγάκι. Την κοιτάζει με θαυμασμό σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά. Κι όμως την βλέπει κάθε μέρα. Κάθε νύχτα. Ζει μαζί της. Στροβιλίζοντάς την, την φέρνει και πάλι κοντά του. Εκείνη δένει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Αγκαλιάζονται και χορεύουν. Χωρίς μουσική. Ο άντρας ακολουθεί το ρυθμό της, τα βήματά της. Αφήνει την Ζωή να τον οδηγεί.
Εκείνος τους κοιτά μαγεμένος. Θέλει, μα δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω τους. Τους βλέπει να κινούνται αργά προς το κέντρο του σαλονιού, να ερωτοτροπούν λικνίζοντας τα σώματά τους και τελικά να… σκοντάφτουν επάνω στους ταξιδιωτικούς σάκους. Ο Θεόφιλος γελάει, είναι χαρούμενος, ενθουσιασμένος. Αύριο θα φύγει μαζί της, θα την ακολουθήσει στο ταξίδι της.

Αγκαλιασμένοι πέφτουν στον καναπέ που η Ζωή έχει μαζέψει από το δρόμο και έχει μεταμορφώσει σε ουρανό, ντύνοντάς τον με μπλε βελούδο. (Οι μεταμορφώσεις είναι η ειδικότητά της). Τα δάχτυλα του συντρόφου της χαϊδεύουν την πλάτη της. Γλιστρούν κάτω από το ελαστικό ύφασμα και αργά το ανασηκώνουν.
Ο Δημήτρης σηκώνεται απότομα και μπαίνει στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορεί. Κλείνει τις κουρτίνες. Τους αφήνει μόνους. Κατόπιν, πέφτει ξέπνοος στον λευκό καναπέ. Η ξαφνική φαγούρα στο πόδι του τον τρελαίνει. Προσπαθεί να ξυθεί μ’ ένα φτερό παγωνιού. Δεν τα καταφέρνει. Βρίσκεται σε απόγνωση. Θέλει να αρπάξει το πέτρινο κεφάλι του Βούδα και μ’ αυτό να σπάσει τον γύψο. Να ελευθερωθεί επιτέλους! Αρπάζει το ηλεκτρονικό τσιγάρο. Εισπνέει και εκπνέει με μανία, βαθιά, απανωτά. Ο χώρος γεμίζει ατμούς και άρωμα φρούτων του δάσους. Ζαλίζεται. Με μάτια μισόκλειστα, παρακολουθεί το παχουλό πρόσωπο του Βούδα να μεταμορφώνεται αργά. Γίνεται πρόσωπο γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, πράσινα μάτια και φακίδες. Η Χλόη του χαμογελά, γερμένη στον κορμό μιας βελανιδιάς, ανάμεσα σε κισσούς και ολόδροσες φτέρες που σείονται απαλά στο πέρασμα του ανέμου.

Ανασηκώνεται ζωντανεμένος. Ψάχνει το κινητό του που έχει πέσει ανάμεσα στα μαξιλάρια. Το ανασύρει και σχηματίζει στην οθόνη του τον αριθμό της. Ευτυχώς δεν είναι κλειστό, καλεί κανονικά. Μόλις απαντήσει θα της ζητήσει να συναντηθούν. Είναι βέβαιος πως δεν θα αρνηθεί. Εάν δεν ήταν εγκλωβισμένος στον γύψο, θα την πήγαινε στο Restart ή όπου αλλού ήθελε εκείνη. Δεν πειράζει όμως. Η επανεκκίνηση μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Ακόμη κι επάνω σ’ έναν λευκό μίνιμαλ καναπέ. Ειδικά πάνω σ’ αυτόν.