Πέρασαν χρόνια από τότε που ήμουν παιδί, γύρω στα δέκα, όμως θυμάμαι ακόμα… Θυμάμαι τη μητέρα μου να στέκεται μπροστά στον φθαρμένο καθρέφτη με την χρυσή κορνίζα και να χτενίζει, με μια πράσινη κοκάλινη χτένα, τα μαλλιά της. Μαλλιά θαυμάσια. Μακριά μέχρι τη μέση της, λεπτά σαν ασημένιες μεταξοκλωστές, ανάλαφρα σαν κινούμενο νέφος. Θρόιζαν όταν τα διάφανα δόντια της χτένας περνούσαν ανάμεσά τους και ο αέρας στο δωμάτιο άλλαζε, μοσχοβολούσε σαν ολάνθιστος κάμπος.

Ήταν όμορφη γυναίκα η μητέρα μου κάποτε. Με σώμα καλοφτιαγμένο, ψηλό και λεπτό, με πρόσωπο παιδικό, με δέρμα αλαβάστρινο. Ο χρόνος είχε φθείρει την αρχοντική ομορφιά της αφήνοντας, όμως, ανέπαφα το γοητευτικό βλέμμα μέσα στα αλμυρά, λόγω χρώματος, μάτια της και τη λάμψη στα πάντα πλούσια μαλλιά της.
Κάθε φορά που την έβλεπα να χτενίζει αυτά τα αναλλοίωτα μαλλιά μαγευόμουν. Στο νου μου ερχόταν ο Καζαντζάκης και τα όσα υπέροχα είχε γράψει για την μητέρα του τη νεράιδα. Υποψιαζόμουν πως και η δική μου ένα τέτοιο πλάσμα, αλλόκοσμο, ήταν ή είχε υπάρξει σε μια άλλη ζωή.
Ήταν μια παρουσία διάφανη. Υπήρχε και δεν υπήρχε. Άυλο σώμα. Με τον άνεμο, λες, μεταφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Όταν περπατούσε, την έβλεπα και απορούσα, τα ξύλινα πατώματα σιωπούσαν κάτω από τα πέλματά της. Τόσο ανάλαφρα τα βήματα… Ξυπνούσε χαράματα, πότιζε τα λουλούδια, σκούπιζε την αυλή, τακτοποιούσε το σπίτι, μαγείρευε. Όταν άναβε τον ξυλόφουρνο για να ψήσει ψωμί, έψηνε συνήθως και μια πίτα ή γεμιστά. Ποτέ, όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να φτιάξω γεμιστά που να έχουν τη νοστιμιά των δικών της.

Τις μικρές ημέρες του χειμώνα έπλεκε με νήμα ψιλό, πενηντάρι, δαντέλες σε χρώμα λευκό. Τα ανοιξιάτικα απογεύματα, καθισμένη στο πεζούλι της αυλής, κεντούσε τα γεωμετρικά μοτίβα που της άρεσαν επάνω στα λεπτότατα καρό των καμβάδων. Από το σκηνικό έλειπαν η γαζία και το καναρίνι, υπήρχε όμως η πασχαλιά και το μικρό ραδιόφωνο, που έπαιζε στα σιγανά, κρεμασμένο ανάμεσα στα κλαδιά της.
Πίστευε βαθιά στον Θεό, όμως στις Κυριακάτικες λειτουργίες δεν πήγαινε. Τον συναντούσε, όταν ένιωθε την ανάγκη, στα ξεχασμένα εξωκλήσια. Τα μαρτύρια των Αγίων, των γυναικών ιδιαίτερα, την συγκινούσαν και, ίσως, την παρηγορούσαν. Παραμονές των γιορτών τους έβγαζε από ένα μικρό χαρτονένιο κουτί τα κιτρινισμένα βιβλιαράκια με τους βίους τους και τα μελετούσε. Όταν το σούρουπο έπεφτε και τα μάτια της θάμπωναν τα έκλεινε και τα έβαζε ξανά και με τάξη στη θέση τους. Μέσα στο κουτί που μύριζε έντονα υγρασία. (Υπάρχει ακόμη αυτό το κουτί σε κάποιο ράφι της αποθήκης. Μαζί με το κιτρινισμένο περιεχόμενό του και τη μυρωδιά υγρασίας, που ανέκαθεν μου προκαλούσε μια ανεξήγητη θλίψη).

Η μητέρα μου, η νεράιδα, δεν χόρεψε ποτέ στο ποτάμι. Ποτάμι ο τόπος μας δεν έχει. Μόνο πλαγιές φυτεμένες μ’ αμπέλια. Ούτε ο πατέρας μου όρμησε νύχτα να της αρπάξει το κεφαλομάντηλο. Ζεστό απομεσήμερο, γυρνούσε κατάκοπος από το αμπέλι με το δικέλλι στον ώμο. Κατάκοπη κι εκείνη από έγνοιες και φορτία δικά της, τον περίμενε, αυτόν ή οποιονδήποτε άλλον, στον ίσκιο ρεματιάς, ακουμπισμένη στον βράχο της βρύσης. Μονάχη της του παρέδωσε το μαντήλι της, το ασημοκέντητο, κι αυτός χωρίς δεύτερη σκέψη, σαστισμένος από την αναπάντεχη τύχη, την πήρε αμέσως κοντά του.
Αργά την ίδια νύχτα, βγήκε στην αυλή και άναψε ένα τσιγάρο, από ’κείνα τα βαριά, τα άφιλτρα, που συνήθιζε να καπνίζει. Η νεράιδα του κοιμόταν βαθιά, σαν παιδί, στο σιδερένιο κρεβάτι. Η νύχτα ήταν ήσυχη, ο ουρανός καθαρός, η θάλασσα ακύμαντη. Μόνο το μαντήλι που κρατούσε στα χέρια του έτριζε. Έτριζε το μετάξι. Άνθρωπος ήταν, δεν μπορούσε να αντέξει τον απόκοσμο ήχο. Με το μισοτελειωμένο του τσιγάρο έβαλε φωτιά στο αραχνοΰφαντο πανί και το έκαψε.

Η νεραϊδένια υπόσταση της μητέρας μου σταδιακά χάθηκε. Χάθηκε διά παντός. Απ’ αυτήν μόνο τα μαλλιά της απέμειναν. Κι αν τύχαινε να βρίσκεται στην αυλή όταν φυσούσε δυτικός άνεμος, ξεσηκώνονταν, επαναστατούσαν. Ο σφιχτός κότσος λύνονταν, οι φουρκέτες δεν τα κρατούσαν. Ξεχύνονταν και ανέμιζαν λάμποντας γύρω απ’ το πρόσωπό της, τυλίγονταν στον λαιμό, έπεφταν με ορμή πάνω στους ώμους της, την έσπρωχναν… Πάσχιζαν να την γυρίσουν στον τόπο της, στην ρεματιά με τα πλατάνια. Δεν χρειαζόταν, της θύμιζαν, μαντήλι για να πετάξει μέχρις εκεί, δυο βήματα ήταν… Εκείνη τα συμμάζευε βιαστικά, έμπαινε στο σπίτι κι έκλεινε πίσω της την πόρτα. Οι ρεματιές ήταν για τις νεράιδες…