Η γιαγιά Σεβαστή καθόταν πάντα σε μια συγκεκριμένη θέση, τη Θέση της.
Στα αριστερά της μητέρας στο τραπέζι, στην πολυθρόνα δίπλα στη σόμπα το χειμώνα, στην κουνιστή πολυθρόνα κάτω από την μουριά το καλοκαίρι.
Τα περισσότερα παραμύθια τα άκουσα καθισμένη δίπλα στις πολυθρόνες της.
Με το τρίξιμο των ξύλων και τη μυρωδιά των κάστανων δεμένες οι ιστορίες της κι άλλοτε δροσισμένες με το καλοκαιρινό αεράκι του απόβραδου και του τριζονιού το παράπονο, άνοιγαν το δρόμο της φαντασίας μου κι έβγαζαν στο φως πρωτοφανέρωτα συναισθήματα.
…Γιατί η γιαγιά Σεβαστή δεν έλεγε τα γνωστά χιλιοειπωμένα παραμύθια… Έλεγε παράξενες και υπέροχες ιστορίες που έβγαζε από το μυαλό της και όσο κι αν ήθελα ποτέ δεν επαναλάμβανε για δεύτερη φορά την ίδια ιστορία. Έλεγε πως την ξέχασε!

Όταν ερχόταν η ώρα να μου διηγηθεί μια από αυτές, η πρώτη κίνησή της ήταν να διορθώσει τον λευκό κότσο της στη βάση του αυχένα. Τον έκλεινε μέσα στην αριστερή παλάμη της και με το δεξί χέρι έμπηγε μια φουρκέτα. Μετά άρχιζε μια χωρίς σταματημό διήγηση, μέχρι την τελευταία λέξη, σχεδόν με μια ανάσα. Αυτό με έκανε να πιστεύω, καθώς μεγάλωνα, πως η γιαγιά μου είχε κρυμμένο μέσα στον κότσο της ένα μηχάνημα, έναν υπολογιστή ή κάτι τέτοιο που μόλις κάρφωνε την φουρκέτα ήταν σαν να τον έβαζε στην πρίζα και έλεγε συνέχεια ιστορίες. Παρόλο που πολλές φορές την είδα να χτενίζει τα μαλλιά της έχοντας λύσει τον μαγικό της κότσο, δεν κατάφερα να ανακαλύψω που κρυβόταν το μαγικό μηχάνημα που ενεργοποιούσε η φουρκέτα της.
Στις ιστορίες της τον κύριο ρόλο κρατούσαν γυναίκες. Η πιο αγαπημένη μου απ’ όλες η Σεντά* που το όνομά της σήμαινε φως!
Ένα βράδυ με πήρε από το χέρι η γιαγιά Σεβαστή και γυρίσαμε πίσω στο χρόνο για να βρεθούμε σε ένα κουρδικό χωριό κάπου στη Συρία, το χωριό της Σεντά. Τη βρήκαμε στην αυλή ενός μικρού σπιτιού φτιαγμένου από πέτρες και πηλό. Η ξύλινη πόρτα ήταν μισάνοικτη κι ένας σκύλος μπαινόβγαινε κυνηγώντας μια κότα που έτρεχε και κακάριζε απελπισμένη.

Η γυναίκα έδειχνε γύρω στα σαράντα, φορούσε καφέ σαλβάρι και βαμβακερή μπλούζα φαρδιά και μακριά που την συγκρατούσε στη μέση καφέ υφασμάτινη ζώνη. Είχε βγάλει το κάλυμμα του κεφαλιού και πλενόταν μετά τη δουλειά στο χωράφι. Νόμιζα πως… να… έτσι να άπλωνα το χέρι μου θα βρεχόμουν κι εγώ από το νερό που έριχνε στα χέρια και στο λαιμό της… τόσο ζωντανά μου τα περιέγραφε όλα η γιαγιά…
Μετά είδαμε να έρχονται κι οι υπόλοιποι, η κόρη της η Ντιλσάντ* με την πεθερά της Σεντά την Λέιλα*, πιο πίσω ο άντρας της ο Τάρικ* με τον πεθερό της τον Χαλίντ* και τελευταίος σέρνοντας τα ζώα ο γιός της ο Τζαμίλ*. Ο ιδρώτας άφηνε αποτύπωμα στα ρούχα τους και τα ποστάλ* τους ήταν βρώμικα.
Όταν είχε πέσει για τα καλά η νύχτα κι είχαν αποφάει λίγο πριν σβήσει το λυχνάρι έσβηνε κι η φωνή του γέρο Χαλίντ που έλεγε ένα νοσταλγικό τραγούδι στα Gorani*.
Τα απόβραδα σαν απόσωνε η Σεντά από τις δουλειές καθόταν στο χαμηλό σκαμνί και ιστόριζε για της ζωής τα πάθη, για της αγάπης τη φωτιά, για την ομορφιά του δάσους, για τη νεράιδα που ‘πλενε στην λίμνη τα μαλλιά της και για το δράκο που έφαγε τα δέκα παλληκάρια. Τότε η φωνή της έπαιρνε μια παράξενη χροιά και το χρώμα των ματιών της έμοιαζε με την φλόγα του κεριού. Κι ήταν γοητευτική και τρομακτική συνάμα η Σεντά γιατί μπορούσε κι έβλεπε το εσώτερο εγώ του καθενός την ώρα που διηγούταν… Κι ακούγανε οι σπιτικοί κι οι χωριανοί αντάμα, αυτοί που αθώοι ήτανε και δεν είχανε τίποτα να κρύψουνε απ’ της Σεντά τα μάτια, ώσπου ένα δείλι σώθηκαν όλες οι ιστορίες. Έπεσε τότε μια σιωπή που ‘μοιαζε στενοχώρια κι ουδείς χαιρόταν κι ούτε όρεξη είχε ν’ αλλάξει λόγο.
…Κι ήρθε καιρός που τα χωράφια δεν έδωσαν σιτάρι κι ήταν λιγοστό το φαΐ στο τραπέζι. Μα η Σεντά που ζύγιζε με της καρδιάς το ζύγι μέτραγε πριν να κοιμηθεί τους πολυαγαπημένους της κι όσο της βγαίνανε πέντε κι ήταν όλοι κοντά της μπορούσε να αντέξει τη φτώχεια και τη δουλειά.

Ένα πρωί ο Τζαμίλ πήρε το δρόμο να βρει την τύχη του. Γύρισε πόλεις και χωριά κι είδε πολλά στα ξένα, έγινε σπουδαίος πραματευτής και γέμισε ο ντορβάς του με χρυσά και το πουγκί του με ακμέντια*. Γύρισε κι έφερε πράγματα χίλια και άλλα τόσα… Όλα παράξενα και πρωτοειδωμένα, χτένια, κλωστές μεταξωτές, καθρέφτες και μαχαίρια με στολισμένες τις λαβές, σπόρους παράξενων φυτών και λουλουδιών κι ακόμη πιο παράξενο ένα πουλί με πλουμιστά φτερά που μιλούσε και τραγουδούσε σαν άνθρωπος.
Κι όλοι χαρήκαν του Τζαμίλ την προκοπή και το καλό χαΐρι.
Όταν τελειώσανε οι αγκαλιές και τα «”أهلاً وسهلاً” (Ahlan wa sahlan)» ζύγωσε και γονάτισε μπροστά στη μάνα κι άφησε τα δώρα του επάνω στην ποδιά της. Ήταν ένα πουγκί δερμάτινο φθαρμένο απ’ τα χρόνια που είχε μέσα ξύλινα γράμματα απ’ όλων των λαών τις γλώσσες αλλά κι απ’ τη δικιά τους τη λαλιά που του ‘μαθε η μάνα στα μικρά του. Κι ύστερα απόθεσε γλυκά, στο δεξιό της χέρι, ένα βαρύ μολύβι με σκληρή και γρανιτένια μύτη που έκοβε όπως το σπαθί και σαν διπλό λεπίδι κι ήταν κλεισμένο ολόγυρα σε ξύλο από κέδρο από τα μακρινά τα δάση του Λιβάνου.
Κράτησε η Σεντά το μολύβι στα χέρια της κι αυτό πήρε να ζεσταίνεται από του αίματος τη βράση. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά κι η φωνή της είχε μια παράξενη ένταση όταν ζήτησε να της φέρουν ένα κομμάτι δέρμα. Έβαλε το χέρι της μέσα στο πουγκί με τα γράμματα κι άρχισε να τα ανακατεύει. Τότε το μολύβι άρχισε να γράφει μονάχο του πάνω στο δέρμα λέξεις σε γραφές παράξενες που η αγράμματη Σεντά μπορούσε να διαβάσει! Με μιας άρχισε να ιστορεί για της ζωής την ομορφιά, για όλα τα πάθη του έρωτα, για τον καημό του μισεμού, τον πόνο του θανάτου… Κι όσο το μολύβι έγραφε τόσο εκείνη ιστορούσε. Και σβήνονταν τα γράμματα και πάλι φανερώνονταν καινούρια πιο παράξενα… Άκουγαν οι δικοί της άνθρωποι, άκουγαν οι συγχωριανοί, το ΄μαθαν και οι ξένοι, το έμαθε κι ο Καδής* κι ήρθε να την ακούσει.
Όταν ευχαριστήθηκε της έδωσε μπαξίσι και διέταξε να ετοιμαστεί γιατί θα την πήγαινε στον Βαλή* , στη μεγαλειότητά του να ιστορίσει… Άνοιξε το σεράι του ο Βαλής και διάταξε να ετοιμαστεί μεγάλη βεγγέρα με όλου του κόσμου τα καλά και μουσικούς σπουδαίους. Μαζεύτηκαν οι πρίγκιπες οι χρυσοστολισμένοι, ήρθανε όλοι οι υπουργοί με τους γραμματικούς τους και άλλοι τόσοι κορδωμένοι στρατηγοί με τους υπασπιστές τους. Ήρθανε δάσκαλοι και σοφοί με άσπρες γενειάδες και ο Καδής που ήξερε τον νόμο να εφαρμόζει. Στη μέση της σάλας της ολόφωτης έστησε το θρόνο του ο Βαλής και διάταξε κοντά σ΄ αυτόν να κάτσει κι η γυναίκα, σε σκαλισμένο κάθισμα με βελούδο μαξιλάρι. Βάζει το χέρι το δεξί μες στο πουγκί η Σεντά , τα ξύλινα τα γράμματα αρχίζει να χαϊδεύει και της καρδιάς τη χαρά νοιώθοντας το μολύβι, για τη χαρά που επρόκειτο στον κόσμο να μοιράσει, πάνω σε δέρμα από τραγί αρχίζει να χορεύει γράφοντας λέξεις διάφανες που εκείνη βλέπει μόνο και σε ιστορίες μαγικές πλέκει και ξαναπλέκει.
Έγραψε λόγια στο δέρμα το ξύλινο μολύβι και πέρασε μια βραδιά και δεύτερη και Τρίτη. Εντυπωσιάστηκε ο πολυχρονεμένος κι είπε να στρώσουν κάμαρη να μείνει η Σεντά στο σεράι και να έχει όλα τα καλά και κάθε μέρα να ιστορεί να χαίρεται η καρδιά του.

Όμως της γυναίκας η καρδιά μαράζωνε γιατί είχε χάσει τους δικούς της ανθρώπους και τους άδολους συγχωριανούς της. Τώρα μ’ ανθρώπους άδικους τριγύρω είχε να κάνει, που θέλανε να έχουνε θρονί ίδιο με του Βελή κι αλλάζανε στρατόπεδο όπου η ισχύς κρατούσε…
Τρώγαν το βιός κάθε φτωχού το δικό τους ν΄ αβγατίσουν και ούτε δίκιο ούτε θεό ποτέ δεν λογαριάζανε κι ας λέγαν ότι τα ‘χουνε αυτά πάνω από όλα. Διάβαζε μες στα μάτια τους κάθε κρυφή τους σκέψη κι αυτοί σαν να το καταλάβαιναν τα μάτια χαμηλώνανε.
Κι έτσι χαμήλωσε ο παλμός κι κρύωσε η καρδιά της, σιγά σιγά παγώσανε και χάθηκαν οι λέξεις. Τα γράμματα μες στο πουγκί δεν ξανακουδουνίσαν και το μολύβι έμεινε νεκρό πάνω στ’ άσπρο της χέρι. Από το στόμα της ξανά ιστορία πιά δεν βγήκε…
Όλοι αυτοί που τις σκέψεις τους είχε η Σεντά διαβάσει φοβήθηκαν μήπως στο Βαλή πάει και τις μαρτυρήσει και τότε τα αξιώματα, ίσως και τη ζωή τους με μια μονάχα διαταγή να τους τα αφαιρέσει. Πιάνουν και λένε στο Βαλή πως προσβολή μεγάλη είναι τις ιστορίες της να αρνείται να του πει. Θύμωσε τότε ο Βελής, στη φυλακή τη ρίχνει και λέει να έρθουν δικαστές δίκαια να την δικάσουν. Μαζεύτηκαν στην αίθουσα οι ασημοφορεμένοι, οι δικαστές που έραβαν κι έκοβαν τον νόμο στα μέτρα τα δικά τους και βγάζουνε απόφαση κρεμάλα πως της πρέπει αφού χαρά αρνήθηκε στον αφέντη της να δώσει.
Ήταν μια μέρα φωτεινή σαν στήθηκε η κρεμάλα στη μέση της εξέδρας. Όλη πλατεία γέμισε από κόσμο… Νέους, γέρους, γυναίκες, άντρες, παιδιά, πλούσιους και φτωχούς που στα χρόνια που είχαν περάσει είχαν ακούσει τις ιστορίες της. Άνθρωποι που την καλωσόριζαν και την παίνευαν, που τους είχε πάρει την στενοχώρια, που τους είχε παρηγορήσει, τους είχε διδάξει με τις ιστορίες της… Κι ούτε ένας δεν βρέθηκε αντίρρηση να φέρει για το κακό και τ’ άδικο που γίνονταν μπροστά του.

Λίγο πρώτου να κρεμαστεί ζήτησε να μιλήσει κι άρχισε να τους ιστορεί τη ζήση τη δικιά της. Όταν τελείωσε έψαξε με τα μάτια όσους αγάπησε μέσα στο τόσο πλήθος να βρει.. Κι ήταν όλοι εκεί μπροστά … Ο Τάρικ ο αγαπημένος της που γέρασε μέσα σε λίγες μέρες, η Ντιλσάντ η όμορφη κόρη της που έστεκε δακρυσμένη, ο Τζαμίλ ο όμορφος γιός που με το χέρι του έπιανε το μαχαίρι απ’ το ζωνάρι κι οι Λέιλα με το γέρο Χαλίντ που έμοιαζαν πεθαμένοι. Έναν – έναν τους μέτρησε με δάκρυα στα μάτια… Πέντε της βγήκανε σωστοί… κι έφυγε ευτυχισμένη.
… Τα χρόνια φεύγουν σαν το νερό! Μεγάλωσα… Η γιαγιά σεβαστή μια μέρα στα ογδόντα πέντε της χρόνια πήρε τις ιστορίες της κι έφυγε … Στην τελευταία βόλτα που είχαμε κάνει μαζί είχε δει σε ένα τοίχο ένα ωραίο γκράφιτι κι από κάτω ένα σύνθημα. Μου είπε να σταματήσουμε για λίγα λεπτά κι αφού το περιεργάστηκε μου είπε μ΄ ένα κρυμμένο χαμόγελο :
«Τώρα τα εγγόνια της Σεντά γράφουν στους τοίχους τις ιστορίες τους». Ήταν η μοναδική φορά που η γιαγιά Σεβαστή αναφερόταν σε μια ιστορία της, απ’ αυτές που ισχυριζόταν ότι ξεχνούσε μετά από λίγο…
Στα χρόνια μας οι ιστορίες και τα παραμύθια γράφονται πατώντας πλήκτρα και εμφανίζονται σε φωτεινές οθόνες. Όμως υπάρχουν και κάποιοι παλιομοδήτες, ρομαντικοί που ζωγραφίζουν γκρίζα γράμματα πάνω σε λευκά χαρτιά …

* Ζωγραφίζουν ιστορίες με μαλακό μολύβι φτιαγμένο από μείγμα γραφίτη και αργίλου τυλιγμένο με στοργή μέσα σε ξύλο από κέδρο.

Γλωσσάρι – Ονόματα :
Σεντά : Φως
Ντιλσάντ : Χαρούμενη καρδιά- Ευτυχισμένη
Λέιλα : Σκοτεινή νύχτα- Σκοτεινή ομορφιά
Τάρικ : Επισκέπτης της νύχτας- Φωτεινός αστέρας
Τζαμίλ : Όμορφος- Ευγενής
Χαλίντ : Αιώνιος- Αθάνατος
Ποστάλ : Είδος παντελονιού για αγρότες κι εργάτες από βαμβακερό ύφασμα με χαλαρή εφαρμογή και μήκος μέχρι το γόνατο ή λίγο πάνω από τον αστράγαλο.
Gorani : Κουρδική διάλεκτος
Ακμέντι : Νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που χρησιμοποιούνταν και στη Συρία κατά τα τέλη του 15ου αιώνα.)
“أهلاً وسهلاً” (Ahlan wa sahlan) : Καλώς ήρθες
Καδής : ισλαμικός δικαστής, ο οποίος εφαρμόζει το ισλαμικό δίκαιο σε μια δεδομένη περιοχή ή κοινότητα.
Βαλής: Επίσημος διοικητής μιας επαρχίας, εκπρόσωπος του σουλτάνου.