Καταμεσής του ουρανού ο ήλιος καίει. Ο αέρας πηχτός κι ασάλευτος. Κρέμεται σε κομμάτια απ΄ τα κλαδιά των δέντρων σαν σκισμένο ρούχο. Κουρασμένα σώματα από αδικαιολόγητο κάματο γέρνουν πάνω σε άσπρα σεντόνια με ρίγες. Στριφογυρίζουν στις πάνινες φυλακές, εκτίοντας ποινή μόνο και μόνο επειδή λάτρεψαν το καυτό θέρος.
Οι καρπουζόφλουδες στον νεροχύτη, λαβωμένα σκαριά σε έρημο καρνάγιο.
Το ψυγείο βογκάει, ανεβάζει θερμοκρασία, άσπρο φορτηγό σε ανηφόρα.
Όλα μοιάζουν ασάλευτα… Τρεις η ώρα το μεσημέρι κι ο μόνος που τρέχει είναι ο χρόνος, αναβοσβήνοντας στο ηλεκτρονικό ρολόι , σαν πυροσβεστικό όχημα με φανό αναμμένο και τη σειρήνα στο τέρμα…
Τρέχει ο γέρο χρόνος, σαν έφηβος, δίχως ίχνος ιδρώτα στο ρυτιδιασμένο μέτωπό του.
Πόσο αργεί ακόμα το λιόγερμα; Που είναι το ανακουφιστικό πέπλο της δύσης;
Πότε θα ‘ρθει το θείο βράδυ με την κίτρινη σελήνη του να πασπαλίσει δροσιά από τον ουρανό με την ίδια ελαφράδα που πέφτει η ζάχαρη άχνη πάνω στο κεϊκ;

Τα φύλλα και τα κορμιά με πόρους ολάνοιχτους να ρουφούν, να ξεδιψούν, να ευφραίνονται…
Η άσπρη γάτα, η Ζάχαρη, μετά από ατέλειωτες ώρες ροχαλητού θα ξεπροβάλλει σαν φάντασμα μέσα από το σκοτάδι φέρνοντας σαμιαμίδια που θα πιάσει καραδοκώντας δίπλα στα φώτα του κήπου. Θα γλύψει τις πατούσες της εξαφανίζοντας τα ίχνη του εγκλήματος και θα λουφάξει παριστάνοντας την αθώα.
Η ονειροπαγίδα θα κινηθεί ελαφρά στο πέρασμα μιας πεταλούδας ψυχής κι ίσως νοιώσω ότι κάποιος αγαπημένος , φευγάτος από καιρό στον ουρανό πέρασε να πει ένα «γειά»..
Τα μάτια ίσως να παίξουν ξαφνιασμένα ακολουθώντας ένα πεφταστέρι στον θεαματικό χαμό του..
Ο ουρανός θα μοιάζει πιο μεγάλος, ένα απλωμένο σεντόνι, τεντωμένο απ΄ άκρη σ΄ άκρη με τ΄ άστρα καρφιτσωμένα πάνω του να στραφταλίζουν.
Τότε τα κορμιά που ψάχνουν τον έρωτα θα τον σκεπαστούν, θα ανασάνουν βαριά, θα ιδρώσουν από γλύκα και χαρά και τελικά θα παραδοθούν στον ύπνο.
Με το πρώτο φως της, η μέρα θα μας κοιτάξει στα μάτια και δεν θα ‘χουμε να πούμε τίποτα…

Τρείς η ώρα μεσημέρι….Πότε θα έρθει η νύχτα;