Ας διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα: «Ενας φοβερός κρότος τούς διέκοψε. Τα μανιασμένα ζώα είχαν μόλις σπάσει τις πόρτες των στάβλων. Πέρασαν μαζί με τα κίτρινα κύματα, συστρεφόμενα, καθώς τα έπαιρνε το ρεύμα. Τα πρόβατα παρασύρονταν σαν ξερόφυλλα κατά δεκάδες και στροβιλίζονταν στη μέση της δίνης. Οι αγελάδες και τα άλογα αντιστέκονταν, περπατούσαν, έπειτα έπαυαν να πατώνουν. Ιδίως το μεγάλο γκρι άλογό μας δεν ήθελε να πεθάνει. Σηκωνόταν στα πίσω του πόδια, τέντωνε το λαιμό, φρούμαζε με θόρυβο, σαν τη φυσούνα του σιδερά. Αλλά τα λυσσαλέα νερά το έπιασαν απ’ τα καπούλια και το είδαμε να τα παρατάει νικημένο».

Οταν ο Εμίλ Ζολά δημοσίευε τη νουβέλα του «Η πλημμύρα», το 1880, είχε υπόψη του τις τεράστιες ανθρώπινες απώλειες (εφτακόσιες) και τις εκτεταμένες καταστροφές που προκάλεσε η υπερχείλιση του ποταμού Γαρούνα στη δυτική Γαλλία, τον Ιούνιο του 1875, μια νύχτα ξαστεριάς μετά όμως από εξήντα μέρες βροχής.
Αφηγητής είναι ο εβδομηντάχρονος πάτερ φαμίλιας μιας ευτυχισμένης αγροτικής οικογένειας σε ένα χωριό κοντά στην Τουλούζη, που με πολλούς κόπους έχει φτάσει να έχει σχετική οικονομική άνεση και να μπορεί να κάνει σχέδια για το μέλλον. Η υπερχείλιση του Γαρούνα καταπίνει τελικά ολόκληρη τη δωδεκαμελή οικογένεια (αδέλφια, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα) με εξαίρεση τον ίδιο, που παραμένει τραγικός επιζών να του αρκεί πια «μια γωνιά για να πεθάνει».
Πρώτα ανεβαίνουν στον πρώτο όροφο που ευτυχώς έχει χτίσει για την κόρη, εκεί βλέπουν ανήμποροι τα ζώα να πνίγονται, εν τέλει αναγκάζονται να ανεβούν στη στέγη και παρά τις απεγνωσμένες τους προσπάθειες να ζήσουν, και μετά από πολλά παιχνίδια της μοίρας, τους παίρνει εν τέλει το νερό. Η περιγραφή του Ζολά είναι συγκλονιστική, καθώς καταφέρνει μέσα σε λιγότερο από εξήντα σελίδες να αποτυπώσει με ακρίβεια την έκταση της καταστροφής, να αναρωτηθεί για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση και για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, όπως και για το πάντα πρόσκαιρο της ευτυχίας και της γαλήνης.

Επίσης να τα περιγράψει όλα αυτά με σασπένς μοναδικό. Διαβάζοντας το κείμενο (και μάλιστα μεταφράζοντάς το, αφού ο υπογράφων είχε την τιμή να το μεταφράσει για λογαριασμό των εκδόσεων Ποικίλη Στοά) μόλις έξι-εφτά χρόνια πριν, τόσο ο υπογράφων όσο, πιθανότατα, και ο οποιοσδήποτε ανυποψίαστος αναγνώστης της εποχής μας δεν θα μπορούσε παρά να σκεφτεί ότι ο Ζολά υπερβάλλει, ότι έφτιαξε ένα θρίλερ καταστροφής πάνω σε βάση όχι και τόσο πιστευτή.
Πώς θα μπορούσε ένα ποτάμι να πνίξει ένα χωριό ολόκληρο; Χωρίς να προλάβει κανείς να φύγει; Να όμως που βλέπουμε τον Παλαμά ή την Πηνειάδα, εκατόν πενήντα χρόνια μετά, να βυθίζονται στο νερό ακριβώς όπως το χωριό Σεν Ζορύ που ήταν χτισμένο σε ένα λάκκωμα, στα ανάντη του Γαρούνα, πεντακόσια μέτρα από τις όχθες του. Και τώρα πιστεύεις μεν τις τρομερές περιγραφές του Ζολά, αλλά δεν μπορείς να πιστέψεις ότι κάτι τέτοιο μπόρεσε να επαναληφθεί στις μέρες μας, δίπλα μας.

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ. – Μανώλης Πιμπλής