Το πατρικό σπίτι του Μιχάλη μετά τον θάνατο των γονιών του έμενε ακατοίκητο. Καλοστεκούμενο, δίπατο, έμενε βουβό, με κλειστά τα παράθυρά του, καταμεσής του μεγάλου οικοπέδου με τις τριανταφυλλιές στον κήπο του να επιμένουν να ανθίζουν σε πείσμα της μοναξιάς, χωρίς κανένας να κόβει τα μοσχοβολιστά λουλούδια τους.
Ο Μιχάλης είχε σκοπό να το φτιάξει αλλά ανήκε από μισό στην αδελφή του και στον ίδιο και ποτέ δεν κατάφερε να την πείσει να το μοιράσουνε με ένα δίκαιο τρόπο κι έτσι δεν μπορούσε να προχωρήσει τα σχέδια του. Ωστόσο όποτε έβρισκε χρόνο ερχόταν από την πόλη για να καθαρίσει το οικόπεδο από τα χορτάρια γιατί ένοιωθε πως ήταν προσβολή για την μνήμη των γονιών του να το βλέπει ο κόσμος παρατημένο και ξεχασμένο από τα παιδιά τους. Σιγά -σιγά οριοθέτησε ένα κομμάτι κι έβαλε μπαξέ, περιποιήθηκε τα λίγα οπωροφόρα δέντρα κι έτσι βρήκε ένα ακόμα κίνητρο για να επισκέπτεται συχνότερα το χωριό του που το αγαπούσε παρόλο που από χρόνια έμενε στην πόλη.

Πήρε σκαπτικό μηχάνημα, κι ότι άλλα εργαλεία χρειαζότανε και μετά από λίγο καιρό περηφανευότανε για τις σοδιές του. Μπρόκολα και κουνουπίδια, μεγάλα λάχανα, ραπανάκια και παντζάρια, μελιτζάνες, πιπεριές, ντομάτες, αγγουράκια γέμιζαν τα καλάθια του… Έπαιρνε ο ίδιος για το σπίτι, έστελνε με το ΚΤΕΛ στα παιδιά του στην Αθήνα και πάλι περίσσευαν κι έδινε και σ΄ όποιον σταματούσε να του πει μια καλημέρα περνώντας από τον δρόμο, βλέποντάς τον να ασχολείται.
Παρόλο που του είχαν ανοίξει μια φορά την αποθήκη και του είχαν πάρει τα περισσότερα εργαλεία του, αυτός αγόρασε καινούρια και συνέχισε με τον ίδιο ζήλο κι αγάπη. Ούτε όταν κάηκε η αποθήκη του από κάτι κλαδιά που είχε βάλει να κάψει και δεν είχαν σβήσει καλά κι όταν φύσηξε το βράδυ ο αέρας πήραν να φουντώνουν και παραλίγο η φωτιά να κάψει και το σπίτι, ο Μιχάλης δεν τα παράτησε. Έφερε φορτωτή και μάζεψε τα αποκαΐδια και φτου κι από την αρχή.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ τον πήρε τηλέφωνο ο παλιός του φίλος ο Ζάχος και του είπε ότι μέσα από τις γρίλιες φαινόταν φως… Είχε έρθει κάποιος συγγενής ή ήταν κλέφτες;
Το άλλο πρωί κατέφθασε ο Μιχάλης ανήσυχος. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη αλλά κλειστή, από το σπίτι δεν έλειπε τίποτα. Όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα είδε το κρεββάτι ξέστρωτο, τα σεντόνια ανακατωμένα σαν κάποιος να είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, δυο κουτάκια μπύρας άδεια στο κομοδίνο και μια συσκευασία από τσιγαρόχαρτα πεταμένη στην άκρη. Χαμογέλασε στην ιδέα ότι το έρημο σπίτι χρησιμοποιήθηκε σαν ερωτική φωλιά από κάποιο άστεγο ζευγάρι το περασμένο βράδυ αλλά το χαμόγελό του έσβησε όταν κοίταξε στον τοίχο την φωτογραφία των γέρων του και του φάνηκε πως η μάνα του είχε κατεβασμένα τα μάτια από ντροπή.

Πήρε τηλέφωνο τον Ζάχο και του εξιστόρησε τα συμβάντα.
-Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησε εκείνος.
-Τίποτα… Παιδιά είναι.. θέλουν να χαρούνε τον έρωτα.. Βρήκανε λάσκα την πόρτα μπήκανε, δεν έκαναν καμιά ζημιά.. Τους άφησα πάνω στο κομοδίνο ένα σημείωμα κι ένα δεκάευρω.. Τους έγραψα «οι μπύρες κερασμένες, αλλά την άλλη φορά σε άλλο κρεβάτι». Δε θέλω ρε Ζάχο στο κρεβάτι της μάνας μου και να τους βλέπει από τη φωτογραφία …

Μετά από μια βδομάδα ξαναπήρε ο Ζάχος τηλέφωνο.
-Έλα Μιχάλη, είδα πάλι φως… τα πιτσουνάκια πήγανε πάλι!
Την άλλη μέρα ο Μιχάλης ήταν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν κλειστή αλλά ξεκλείδωτη. Η κρεβατοκάμαρα των γέρων του ήταν ένα αχούρι. Σεντόνια και ένα μαξιλάρι πεταμένα στο πάτωμα. Στάχτες και γόπες στο πάτωμα και λαδωμένα χαρτιά από πυτόγυρα γεμάτα μυρμήγκια πάνω στο κομοδίνο. Κουτάκια μπύρας από δω κι από κει.

Με ένα πικρό χαμόγελο απογοήτευσης άρχισε να συμμαζεύει. Η μάνα από την φωτογραφία κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Πήρε τηλέφωνο τον κλειδαρά κι άλλαξε την κλειδαριά της πόρτας. Πήρε κι ένα χοντρό λουκέτο για την εξώπορτα. Την ώρα που κλείδωνε σαν να του φάνηκε ότι ένα πούπουλο από τα λευκά φτερά του έρωτα που έδιωχνε πιάστηκε στην πόρτα. Ένας έρωτας αλήτης, ανοικοκύρευτος θα έμενε άστεγος «διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις…»