Ο φασισμός υπήρξε πάντα αντικομουνιστικός και, όπως λέει ο Εντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), η εμβέλεια του κοινωνικού του λόγου ήταν περιορισμένη. «Σήμερα όμως η Ακροδεξιά μπορεί να ξετυλίγει την κριτική της προς τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη χωρίς τον φόβο ότι θα συσκοτίσει το ιδεολογικό της προφίλ. Εκεί όπου ο αντιφιλελευθερισμός της Αριστεράς είναι ισχυρός και παίρνει μια αντικαπιταλιστική απόχρωση, όπως συνέβη στην Ελλάδα μέχρι το καλοκαίρι του 2015, η Ακροδεξιά είναι νεοφασιστική (Χρυσή Αυγή): ο κοινωνικός της λόγος επισκιάζεται πλήρως από τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Αν το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία κατορθώνει να πείθει τους ψηφοφόρους στο πεδίο αυτό, είναι επειδή η Αριστερά είναι ανίκανη να προσφέρει μια εναλλακτική».
Στη συνέχεια προχωρά σε έναν αφορισμό που είναι όμως πολύ πραγματικός: «Τα κόμματα εξουσίας, είτε αριστερά είτε δεξιά, δεν στρατολογούν πλέον διανοούμενους, αλλά επικοινωνιολόγους».

Όλα πλέον παίζονται στο πεδίο της επικοινωνίας και όχι στο προγραμματικό ή πολιτικό επίπεδο. Οι προεκλογικές εκστρατείες αναλώνονται στο σύνθημα, στην ατάκα και στο εύπεπτο. Οι image makers έχουν την τιμητική τους και χωρίς αυτούς οι πολιτικοί αρχηγοί δεν κάνουν ούτε βήμα. Αυτοί αναλαμβάνουν να λειάνουν τις γωνίες, να στρογγυλέψουν τον λόγο και γενικώς να σερβίρουν τη «σούπα» στους ψηφοφόρους. Η πολιτική γίνεται επικοινωνία και οι πολιτικοί αντιμετωπίζονται σαν ένα οποιοδήποτε διαφημιστικό προϊόν, τα προτερήματα του οποίου πρέπει να επαινεθούν και τα μειονεκτήματα να αποσιωπηθούν.
Στη σημερινή της μορφή η τηλεόραση, λέει ο Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ, «δεν εξυπηρετεί την επικοινωνία, αλλά την παρεμπόδισή της. Δεν επιτρέπει καμία αλληλεπίδραση μεταξύ πομπού και δέκτη, αλλά μάλλον μειώνει την κυκλοφορία των πληροφοριών στο ελάχιστο δυνατό». Το τηλεοπτικό προϊόν στον τομέα της ενημέρωσης είναι υποθηκευμένο ευθύς εξαρχής, στον βαθμό που υπάρχει υπερσυγκέντρωση των τηλεοπτικών καναλιών σε ελάχιστα χέρια επιχειρηματιών, οι οποίοι με τη σειρά τους συναλλάσσονται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο με τις κυβερνήσεις, άλλοτε προσφέροντας εκδούλευση και άλλοτε εκβιάζοντας.
Η Αριστερά με τη σειρά της είτε έχει υιοθετήσει τη λογική της «κυβερνησιμότητας», είτε θεωρεί ότι κατέχει μίαν εξ αποκαλύψεως αλήθεια, προς την οποία θα προστρέξουν μαγεμένα τα πλήθη. Το «κόμμα εξουσίας» και η «σέχτα» του περιθωρίου είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, λειτουργώντας απωθητικά προς τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η οποία τελικά για διάφορους λόγους προτιμά το πρωτότυπο και ρέπει προς τη δημαγωγία, τον λαϊκισμό και την πολιτική απάτη.

Εάν τα αριστερά κόμματα δεν μπορέσουν να σκιαγραφήσουν μια εναλλακτική στον καπιταλισμό και στη νεοφιλελεύθερη και ατομικιστική μορφή του, δεν θα έχουν καμία τύχη. Η συλλογικότητα, η συνεργατικότητα και η αλληλεγγύη πρέπει να δένονται σε ένα ενιαίο σχήμα που θα αποτελεί προβολή του παρόντος στο μέλλον. Τώρα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» που να λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο αύριο.
Διαφορετικά, η κόλαση που μας ετοιμάζει ο αρπακτικός καπιταλισμός θα γίνει πραγματικότητα, είτε με την εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη σε βάθος χρόνου, είτε με την επερχόμενη κλιματική αλλαγή, τα σημάδια της οποίας βλέπουμε όλο και συχνότερα ήδη από τώρα. Η Αριστερά πρέπει να θυμηθεί τις καλύτερες θεωρητικές της παραδόσεις και να επεξεργαστεί συλλογικά ένα όραμα που θα εμπνεύσει τους πολίτες. Αλλιώς η κερδοσκοπία, η απληστία και η αρπαγή θα μας οδηγήσουν στη συλλογική καταστροφή και στον όλεθρο.

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ.-Τάσος Τσακίρογλου