Όταν ήμουνα μικρή, ο πατέρας μου, μου απαγόρευε να χρησιμοποιώ την λέξη «γουστάρω »  γιατί  έλεγε ότι ήταν μάγκικη και άρα ανάρμοστη για κοπέλα.

Χρειάστηκε να περάσουν κάποιες δεκαετίες, να  μην είμαι πια κοπέλα, για να καταλάβω ότι αυτή ήταν μια λέξη κλειδί, τόσο σημαντική ώστε μπορούσες να  χτίσεις πάνω της τη ζωή σου!  Όταν όμως μεγαλώνεις σε περιβάλλον που σου αποκλείει τη χρήση της λέξης, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσεις ζόρια και στη δημιουργία των συνθηκών και των καταστάσεων που θα σε οδηγήσουν στο να εκφράσεις με αυτή, τη συγκεκριμένη, το συναίσθημα.

Μέχρι τα δεκαπέντε μου μπορώ να πω ότι δεν είχα καταλάβει αν μου άρεσε η ζωή μου με τους δικούς μου. Θα μου πεις δεν είσαι η πρώτη, ίσως οι περισσότεροι έφηβοι να νοιώθουν έτσι. Αγαπούσα τους γονείς μου, ήταν απλοί κα καθημερινοί άνθρωποι που την αγάπη τους την έδειχναν μέσα από τα χάδια τους και την προσφορά καταναλωτικών αγαθών, σε ένα βαθμό που χωρίς να είναι υπερβολικός, σίγουρα ήταν κάπως αλλόκοτος και τραβηγμένος για την κοινωνική τους τάξη. ‘Ήταν σαν να θέλανε να το παίξουνε «η αριστοκρατία της πλέμπας».

Ο πατέρας μου στα νιάτα του  κατά κοινή ομολογία του μουσικόφιλου  κοινού της γειτονιάς και  της ευρύτερης περιοχής , όπου επεκτείνονταν η επαγγελματική του δραστηριότητα ως υδραυλικού, είχε καλή φωνή. Τραγουδούσε περιφερόμενος και φορτωμένος , άλλοτε με τα μπουριά για τις σόμπες πετρελαίου κι άλλοτε με τις σωλήνες ύδρευσης και τον περίφημο «κουρμπαδόρο».Για όσους δεν γνωρίζουν και φαντάζομαι πως είναι πολλοί, (μην κοιτάς, εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχα την γνώση από μέσα), αυτός ήταν ένα εργαλείο  τελευταίας τεχνολογίας (τότε..) με τον οποίο αν θυμάμαι καλά έκαναν τις γωνίες στους σωλήνες και ήταν το μέγα καύχημά του! Γι ‘αυτό  όταν ξεψαρώσαμε εγώ κι ο μικρότερος αδελφός μου τον λέγαμε «ο χρυσός κουρμπαδόρος». Πάντα στις ..ιδιωτικές συζητήσεις μας βέβαια…

Πες, πες λοιπόν οι γείτονες « Γιαννάκη τι ωραία φωνή που έχεις», δεν ήθελε πολύ ο άνθρωπος την ψώνισε κρυφίως πλην σαφώς.. Την είχε δει λαϊκός βάρδος. Κάθε ριμαδοκυριακή που ήταν η μόνη μέρα που δεν είχαμε τότε σχολείο και λέγαμε θα ισιώσει το κόκαλό μας  και θα εκδικηθούμε το κακκιασμένο το ξυπνητήρι, εκείνος  ξύπναγε από τις εφτάμησι κι όπως (δυστυχώς) δεν είχε δουλειά, έλεγε στην μάνα μου και  έφερνε τους καφέδες τους στο κρεβάτι. Αφού λοιπόν έπινε το ζεστό ρόφημα και μαλάκωναν οι φωνητικές χορδές, άρχιζε το ρεπερτόριο.. Ξεκινούσε με Βούλα Πάλλα, παλιά αηδώ, που σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τραγουδούσε τα διασκευασμένα  πονεμένα τραγούδια των ινδικών ταινιών που ήταν της μόδας και διηγούνταν ιστορίες πονεμένες κατατρεγμένων και αδικημένων  ανθρώπων… .Μετά πέρναγε στο κατ εξοχήν  αντικείμενό του : Καζαντζίδης !!!  κι εκεί έδινε τα ρέστα του, με έμφαση στο στίχο, με λυγμούς και  κοκοράκια .. Και δώσ’ του η μάνα μου να φέρνει τα νερά απ’ την κουζίνα και να λέμε  τώρα τον χάνουμε, τώρα πνίγεται…Κι εκείνος να πιάνει το αμέσως επόμενο σουξέ σαν αχόρταγο τζουκ μποξ που αντί για δίφραγκα έτρωγε κουλουράκια και φόρτωνε…Κάποιες φορές μέσα στον απόλυτο ενθουσιασμό του και στο τσακίρ κέφι μας καλούσε στο διπλό κρεβάτι , σαν να λέμε  τιμητική θέση – πρώτο τραπέζι πίστα =   να μοιραστούμε τη χαρά του και το πολιτιστικό αγαθό.

Μέχρι τα δεκατρία μου, μέσα απ΄ αυτό το ρεπερτόριο, είχα  δουλέψει και είχα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης   στα χωράφια της Ινδίας,  όπως επίσης  είχα κακοποιηθεί  κι είχα φτάσει στην απόλυτη εξαθλίωση.. στη συνέχεια είχα πάει ως γκασταρμπάιτερ από Βέλγιο και Γερμανία μέχρι την  μακρινή την Αυστραλία και από πάνω μου είχανε φάει και τα βαρέα και ανθυγιεινά!

‘Ώσπου  ήρθε η αποφράδα μέρα…Μια ανοιξιάτικη Κυριακή, γύρω στα δεκατρία θα ήμουνα, που άκουγα το λυγμό του να έρχεται και να φεύγει, ενώ ένοιωθα  τα κόκαλά μου να με πονάνε και τις αμυγδαλές μου να έχουν το μέγεθος καρυδιού. Το σάλιο μου με δυσκολία κατέβαινε και κουκουλωνόμουνα με το μαξιλάρι μήπως και μειώσω την ηχορύπανση…Του κάκου…Πάνω στην  Μαντουμπάλα άρχισε το προσκλητήριο…Έκανα πως δεν άκουγα, επέμενε…φώναζε…ελάτε να τραγουδήσετε με τον μπαμπά…Ώσπου δεν άντεξα…..και για πρώτη φορά στη ζωή  μου  με πυτζάμα, τσίμπλα στο μάτι και αεροδυναμικό μαλλί του είπα  το πρώτο μου ιστορικό ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ !!  Δεν ξέρω αν είχα και πυρετό εκείνη την μέρα αλλά τα  μάτια του πατέρα μου συνήθως τα έβλεπα  μελιά.. Εκείνη την Κυριακή, την συγκεκριμένη στιγμή ήταν άσπρα,  γουρλωτά κι έμοιαζαν πολύ με τα σφιχτά αυγά που μας έφερνε η μάνα μου στις εκδρομές…Μάλλον κάτι τον είχε ενοχλήσει….