Το διάβασα από περιέργεια λόγω του τίτλου του – «Σσσς, σιωπή…» της Αρχοντίας Κάτσουρα, στην ΕΦ.ΣΥΝ –  μου άρεσε και το αναδημοσιεύω για αγαπημένα μου πρόσωπα και καλούς φίλους.
«Πέρασα υπέροχα» ήταν η απάντηση όταν οι φίλοι του τον ρώτησαν πώς ήταν η συναυλία. Είχε πάει μόνος.
Τον κοίταξαν με δυσπιστία, δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς ένας άνθρωπος σαν εκείνον μπορούσε να διασκεδάσει χωρίς παρέα, να περάσει έτσι «υπέροχα» σε μια συναυλία.
Ίσως να μην έχει πραγματικά κοντινούς φίλους, σκέφτηκαν κάποιοι. Ίσως να είναι λίγο ιδιότροπος ή μοναχικός, άλλοι. Σίγουρα κάτι περίεργο συμβαίνει, διαπίστωναν οι πιο μακρινοί.
Συνήθιζε να κάνει πράγματα μόνος του. Πήγαινε σινεμά συχνά χωρίς παρέα. Στις διακοπές με τους φίλους το καλοκαίρι τού άρεσε πότε πότε να κάνει μακρινές βόλτες, να βγάζει φωτογραφίες όταν οι άλλοι κοιμούνταν ή έπιναν μπίρες στα θορυβώδη παραθαλάσσια καφέ. Έτρωγε μόνος έξω, αν και μπορούσε να έχει παρέα, καθόταν χωρίς παρέα στα καφέ και διάβαζε.
Αλλά και όταν ήταν μαζί με φίλους, συχνά, ενώ άκουγε ό,τι έλεγαν, το μυαλό του άνοιγε ένα μικρό κουτί και τον πήγαινε αλλού : εκεί που θα ήθελε να βρίσκεται, σε εκείνα που σκεφτόταν να κάνει, σε στιγμές ευτυχίας ενός μέλλοντος που περίμενε, σε κάτι που αθόρυβα τον έκαιγε, αλλά δεν τολμούσε να ομολογήσει ούτε στον εαυτό του.
Αλλά ακόμα και όταν ήταν ερωτευμένος – και αυτό το βίωνε ώς τα βάθη της καρδιάς και του μυαλού του – είχε στιγμές που έριχνε την αόρατη κουρτίνα της μοναξιάς γύρω του.

Όταν για πρώτη φορά έφυγε μόνος του ταξίδι στο εξωτερικό, οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι ήθελε να κρύψει κάποιο «αισθηματάκι». Ότι είπε ψέματα για να μην τον ζαλίζουν με ερωτήσεις, πώς, ποια, πού, πότε…
Όταν γύρισε, όλες οι ερωτήσεις γίνονταν σε πληθυντικό αριθμό και οι απαντήσεις δίνονταν σε ενικό.
        Πώς σας φάνηκε η πόλη;
        Την περπάτησα σχεδόν όλη. Χάλασα δυο ζευγάρια παπούτσια, αλλά άξιζε τον κόπο.
Στο τέλος αναγκάστηκαν να τον πιστέψουν…
Παρά την «ιδιομορφία» του αυτή, οι φίλοι του τον αγαπούσαν, ίσως και να τον θαύμαζαν. Έβλεπαν απέναντί τους κάποιον που ήταν πραγματικά ενημερωμένος, δημιουργικός, αποτελεσματικός, μέσα σε όλα, που παρήγε έργο, που δεν φοβόταν να πέσει με αποφασιστικότητα στα δύσκολα, που ήταν εκεί όταν τον χρειάζονταν, που σπάνια παραπονιόταν.
Στις παρέες και τα γλέντια ήταν εκεί, τραγουδούσε μαζί τους, μοιραζόταν φαγητό και κρασί και γέλαγε με την καρδιά του σε αστεία ή πειράγματα. Έκανε μερικά και ο ίδιος.
Αλλά δεν τον καταλάβαιναν : κυρίως όταν αποφάσιζε να απομακρυνθεί, να φύγει από ένα γλέντι που ακόμα κρατούσε, όταν φαινόταν ότι επιζητούσε τη μοναξιά.
Οι άλλοι συνέχιζαν ακάθεκτοι έως το τέρμα, έως τη στιγμή που δεν χωρούσε άλλο, με μια άπληστη λαχτάρα για παρέα, για φωνές, μουσικές και θορυβώδεις συζητήσεις. Εκείνος πού πήγαινε;
Μια μέρα μια φίλη του, από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που τον ήξεραν καλά, δεν άντεξε – τον ρώτησε:
        Γιατί σου αρέσει να χάνεσαι; Πού πηγαίνεις όταν μόνο το σώμα σου είναι εδώ;.
        Γιατί αγαπώ τη σιωπή», της απάντησε. «Γιατί μέσα από τη σιωπή αγαπώ τον κόσμο, έμαθα να τον κατανοώ.
Τον κοίταξε με κάπως απορημένο βλέμμα. Δεν τον καταλάβαινε απόλυτα.
Εκείνος της χαμογέλασε:
        Η σιωπή είναι αυτό που μου επιτρέπει να ζω στον κόσμο. Είναι η δύναμη που εξουδετερώνει τον θόρυβο της ζωής όταν αυτός ξεπερνάει το μέτρο.
Η φίλη του τού έσφιξε το χέρι. Είχε αγαπήσει κάποτε κάποιον που χωρίς μια λέξη, μόνο με ένα ζεστό βλέμμα, την είχε παρηγορήσει από τον πόνο.
Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν του χάρισε ένα βιβλίο με ποιήματα του Νερούδα, τα «100 ερωτικά σονέτα».
Στην πρώτη σελίδα, κάτω δεξιά, είχε σημειώσει με μικρά, ολοστρόγγυλα γράμματα:

Ευχαριστώ…