Το Πάσχα φεύγει και ήδη μπαίνουμε στη νέα τουριστική σαιζόν και το μόνο που μαθαίνουμε τόσο από κυβερνητικά χείλη όσο και από τα Μ. Μ. Επικοινωνίας είναι ότι η Ελλάδα πάει και φέτος για νέο ρεκόρ αφίξεων και τουριστών. Υπάρχουν όμως και οικονομικά στοιχεία (π.χ. τράπεζα Ελλάδος) για την εξέλιξη των δαπανών ανά ταξίδι, για την αύξηση των καταλυμάτων ανά κατηγορία, αλλά και για τον έλεγχο της τουριστικής καθόδου στη χώρα μας από λίγους και συγκεκριμένους tour operators της Ευρώπης και όχι μόνο.
Για να αντιληφθεί κάποιος και να συνειδητοποιήσει το πόσο επηρέασε ο τουρισμός την οικονομία, τον πολιτισμό και την καθημερινότητα της χώρας θα πρέπει να μελετήσει την ιστορία του ελληνικού τουρισμού η οποία έχει αποτυπωθεί και σε εκατοντάδες ελληνικές και ξένες ταινίες. Με τις ερμηνείες τους, διάσημοι ηθοποιοί – Έλληνες και ξένοι – έχουν προσφέρει μια αρκετά περιγραφική εικόνα του ελληνικού τουρισμού από τη βρεφική του ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή του. Μέσα από τις εικόνες του κινηματογραφικού φιλμ μπορεί να παρακολουθήσει κανείς το πέρασμα από την εποχή του σακιδίου στην εποχή των πολυεθνικών του τουρισμού.
Μέσω μια ιστορικής αναδρομής διαπιστώνεις και τις προσδοκίες από την έλευση των τουριστών, την επιχειρηματική διάρθρωση της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας και το δέλεαρ που προσέλκυε τους τουρίστες στην Ελλάδα, αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο τουρισμός από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τις μέρες μας όπου μια μερίδα ανθρώπων τον είδε ως πανάκεια για την ανάπτυξη ενώ μια άλλη μερίδα πίστευαν ότι η άκριτη υιοθέτηση του τουριστικού μοντέλου ελλοχεύει κινδύνους.
Αυτές τις ευκαιρίες και αυτούς του κινδύνους θα πρέπει να αναλύουμε συχνά και σε τοπικό επίπεδο αν θέλουμε η εξέλιξη της τουριστικής βιομηχανίας στο όμορφο και παρθένο τόπο μας να έχει θετικά αποτελέσματα για την ντόπια οικονομία των ανθρώπων του τουρισμού αλλά και των υπόλοιπων – επαγγελματιών, αγροτών, κ.λ.π. – που μπορούν και πρέπει να μπουν δυναμικά στο παιχνίδι.
«Σήμερα η τουριστική βιομηχανία μεγαλουργεί. Το «επιχειρείν της φιλοξενίας» πέρασε από την εποχή του σακιδίου και των «λαμπερών» μεγαλοαστών στην παγκοσμιοποίηση των… τσάρτερ και των πολυεθνικών και έχει αναδειχθεί σε «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας. Τα άλματα αυτά δεν στάθηκαν ικανά όμως να προσφέρουν πειστικές απαντήσεις τόσο στους επικριτές όσο και τους υμνητές της ανάπτυξης μέσω… τουρισμού», γράφει ο συντάκτης, Γιάννης Σιώτος στην ΕΦ.ΣΥΝ. ενώ τα στοιχεία που παραθέτει στο άρθρο του με τίτλο «Η τουριστική «ατμομηχανή», οι πολυεθνικές και τα… ανταλλάγματα» είναι αποκαλυπτικά και αξίζει να τα έχουμε υπόψη μας :

Τα ίδια ερωτήματα που είχαν τεθεί στον δημόσιο διάλογο της δεκαετίας του ’50 εξακολουθούν – σε θεωρητικό επίπεδο – να παραμένουν αναπάντητα, αν και στην πράξη η ίδια η ζωή έδωσε τη δική της απάντηση : η ελληνική τουριστική βιομηχανία είναι πλέον ένα κομμάτι μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, η οποία είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί με τους κανόνες που επιβάλλουν οι ισχυροί και τους οποίους είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν οι αδύναμοι αν θέλουν να παραμείνουν στην αγορά και να επιβιώσουν.
Με αργά αλλά μεθοδικά βήματα, από τον μεμονωμένο τουρίστα των προηγούμενων δεκαετιών βρεθήκαμε στις πολυεθνικές του τουρισμού, οι οποίες – όπως συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες που εμπλέκονται – επιβάλλουν κανόνες, διαμορφώνουν αγορές, καθιερώνουν πρότυπα και οδηγούν τόπους ολάκερους σε μια βίαιη μεταμόρφωση, προκειμένου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις τους.
Σήμερα, η αγωνία του Κυδωνιάτη που 61 χρόνια πριν, αναφερόμενος στους κυβερνήτες της εποχής, επισήμαινε ότι «…δεν αντιλαμβάνονται τι εθνικούς κινδύνους περικλείει…», η τουριστικοποίηση της οικονομίας ίσως είναι πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε.
Οι αριθμοί μιλούν : η γερμανική τουριστική αγορά, για παράδειγμα, η οποία τα τελευταία χρόνια στέλνει στην Ελλάδα σχεδόν 3,5 εκ. τουρίστες εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τους managers των πολυεθνικών. Μόνο δύο πολυεθνικές τουριστικές, η TUI και η All Tours, ελέγχουν περίπου το 20% των Γερμανών τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα το καλοκαίρι για διακοπές.
Με δεδομένο ότι η γερμανική τουριστική αγορά αντιπροσωπεύει το 12% του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα με δαπάνη περί τα 2,2 δισ. ευρώ, δεν χρειάζεται κανείς να είναι οικονομολόγος για τα κατανοήσει τι ισχύ έχουν οι δύο συγκεκριμένες πολυεθνικές στην ελληνική αγορά.
Και φυσικά ανάλογη είναι και η εικόνα με τους Βρετανούς, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 10% της τουριστικής αγοράς με δαπάνη περί τα 2 δισ. και τους Γάλλους οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 6,8% του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα με δαπάνη 1,2 δισ. Με απλά λόγια, το 2015, από τρεις χώρες προήλθε περίπου το 30% των τουριστών και των 38,2% των εισπράξεων!
Αυτή την εξάρτηση την αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς μιλώντας με στελέχη ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Τότε, διαπιστώνει πολύ σύντομα ότι έχουν συνειδητοποιήσει πως η επιβίωσή τους πλέον εξαρτάται – σχεδόν ολοκληρωτικά – από τις πολυεθνικές του τουρισμού, καθώς από αυτές προέρχεται πάνω από το 70% των τουριστών που φιλοξενούν.
Και ενώ στην Ελλάδα όλοι ασχολούνται με τα «ρεκόρ των επισκεπτών», ελάχιστοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με το… πορτοφόλι τους. Μάλιστα, οι ίδιοι οι αριθμοί που χρησιμοποιούν για να πείσουν την κοινή γνώμη, ότι ο τουρισμός σήμερα για την ελληνική οικονομία είναι ό,τι ήταν η οικοδομή από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τη δεκαετία του ’00, αποκαλύπτουν το μέγεθος του προβλήματος. Και το μείζον πρόβλημα είναι ότι κάθε χρόνος που περνά ο ελληνικός τουρισμός μετατρέπεται σε φτηνό σούπερ μάρκετ. Και σε αυτήν την πορεία καθοριστική ήταν η σημασία των μνημονίων.
Από τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος προκύπτει ότι η μέση δαπάνη ανά ταξίδι έχει μειωθεί σε μόλις εννέα χρόνια κατά 30,4%. Δηλαδή από 739 ευρώ, που ήταν η δαπάνη ανά ταξίδι το 2008, εννέα χρόνια μετά, το 2016, μειώθηκε στα 514 ευρώ.
Με απλά λόγια, κάθε τουρίστας που έρχεται στην Ελλάδα δαπανά πλέον – σε τρέχουσες τιμές – 225 ευρώ λιγότερα. Από το 2008 μέχρι το 2010 η μείωση ήταν περίπου 13% (από τα 739 ευρώ έπεσε στα 640 ευρώ) και από το 2011 μέχρι το 2016 συνεχίστηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,25%.
Και έτσι φτάσαμε στο 2016 που η δαπάνη ανά ταξίδι βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Αναλυτικά, τη χρονιά που πέρασε οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν μείωση κατά 6,4% σε σύγκριση με το 2015 και διαμορφώθηκαν στα 13.220 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, οι εισπράξεις από τη Γερμανία μειώθηκαν κατά 4,1% και διαμορφώθηκαν στα 2.152 εκατ. ευρώ και οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν κατά 25,1% και διαμορφώθηκαν στα 894 εκατ. ευρώ. Οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης μειώθηκαν κατά 2,9% και διαμορφώθηκαν στα 1.961 εκατ. ευρώ. Από τις χώρες εκτός της Ε.Ε.-28, αύξηση κατά 3,4% παρουσίασαν οι εισπράξεις από τη Ρωσία, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 436 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 22,8% και διαμορφώθηκαν στα 728 εκατ. ευρώ.
Η επίσημη ερμηνεία γι’ αυτήν την πτώση, σύμφωνα με την οποία η συνεχής μείωση της δαπάνης οφείλεται στη μείωση των ημερών των διακοπών, αποτελεί μια έμμεση – αλλά σαφή –επιβεβαίωση του βαθμού εξάρτησης του ελληνικού τουρισμού από τις πολυεθνικές του τουρισμού, οι οποίες μπορούν και επιβάλλουν τους όρους τους σε όλα : τις τιμές, τη διάρκεια και το είδος των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών, π.χ. τα περίφημα «βραχιολάκια».
Και φυσικά για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις τους, το εύκολο θύμα είναι το κόστος εργασίας. Αδιάψευστος μάρτυς, οι στατιστικές (κόστος εργασίας ανά ώρα εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και ημερομισθίων, των εργοδοτικών εισφορών και των φόρων).
Στη μνημονιακή Ελλάδα την περίοδο 2010-2015 μειώθηκε κατά 11% σε αντίθεση με την Ισπανία, όπου στο ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε κατά 24%. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το περιβάλλον υπερπροσφοράς που έχει διαμορφωθεί, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάθε χρόνος που περνά ο βαθμός εξάρτησης του ελληνικού τουρισμού από τις πολυεθνικές θα αυξάνεται. Μόνο τυχαίο άλλωστε δεν είναι το γεγονός ότι το 2008 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 9.385 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, από τις οποίες 230 πέντε αστέρων και 1.102 τεσσάρων και μέχρι το 2016 αυξήθηκαν σε 9.730 από τις οποίες οι 444 ήταν πεντάστερες και οι 1.412 τεσσάρων αστέρων.
Και η μέγγενη σφίγγει ακόμα περισσότερο, καθώς το επόμενο βήμα των πολυεθνικών είναι τα ίδια τα ξενοδοχεία. Στόχος των ισχυρών ξένων tour operators είναι να ελέγξουν όσο περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες μπορούν για να εκμεταλλευτούν τον ανερχόμενο τουρισμό στην Ελλάδα. Mέχρι στιγμής πάντως, τις δύο πρώτες θέσεις με βάση τις ξενοδοχειακές μονάδες που ελέγχουν, κατέχουν δύο γερμανικοί όμιλοι, ο TUI και ο Thomas Cook. Ενδεικτική περίπτωση είναι ο όμιλος ΤUI, που εστιάζει στην ενίσχυση των ξενοδοχειακών του αλυσίδων. Τα επόμενα χρόνια θα αυξήσει σημαντικά τον διεθνή αριθμό των ξενοδοχείων που λειτουργούν με τις επωνυμίες RIU, Robinson, TUI Blue και TUI Magic Life, καθώς και αυτών που λειτουργούν ως Concept hotels με τις επωνυμίες Sensatori, Sensimar και Family Life. Η TUI καταλαμβάνει την πρώτη θέση ελέγχοντας 6.108 δωμάτια. Δεύτερος σε παρουσία στην ελληνική αγορά είναι ο Thomas Cook, έχοντας υπό τον έλεγχό του συνολικά 2.899 δωμάτια. Εκτός από τους δύο μεγάλους tour operators και οι επίσης γερμανικοί DER, Touristik, FTI και Altours έχουν αναγγείλει τη επέκταση των αλυσίδων που ελέγχουν.
Και φυσικά, το μακρύ χέρι των πολυεθνικών προσπαθεί να αρπάξει και το μέλλον, ελέγχοντας και τις εναλλακτικές τουριστικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα τον αγροτουρισμό. Πριν από λίγους μήνες έγινε γνωστό ότι η TUI μέσω του ιδρύματος TUI Care Foundation θα υλοποιήσει την ανάπτυξη ενός πιλοτικού αγροτουριστικού πρότζεκτ στην Κρήτη.
Το Ίδρυμα της TUI στηρίζει 30 τοπικά προγράμματα σε 25 χώρες. Κεντρικός στόχος τους, λένε, είναι η ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας με βιώσιμο τρόπο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σταδιακά και ανάλογα με την εξέλιξη του ενδιαφέροντος δεν θα ακολουθήσει ανάλογες πρακτικές με εκείνες που εφάρμοσε στον τομέα των ξενοδοχείων, όπου έχει αναλάβει τη διαχείριση πολλών με τα οποία συνεργάζονταν.
Η ευαισθησία στο πολιτικό περιβάλλον : Οι ειδικοί του τουρισμού χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ως «ευάλωτη». Η πορεία του δεν εξαρτάται μόνο από τον ήλιο, τη θάλασσα και τις τιμές των τουριστικών πακέτων, αλλά και από μια σειρά παραγόντων. Το εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον, η τρομοκρατία, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις μπορεί να καθορίσουν την πορεία μιας τουριστικής σεζόν και κατ’ επέκταση την ίδια της την οικονομία.
Η Τουρκία και η Αίγυπτος είναι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα. Οι ρωσικές κυρώσεις και τα τρομοκρατικά χτυπήματα έχουν πλήξει καίρια τα τελευταία χρόνια την τουρκική τουριστική βιομηχανία, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων. Ανάλογες ήταν οι επιπτώσεις στον τουρισμό από τα τρομοκρατικά χτυπήματα των ισλαμιστών στην Αίγυπτο.
Η ζήτηση συρρικνώθηκε, τα έσοδα μειώθηκαν και το πλήγμα που δέχτηκε η ήδη χειμαζόμενη αιγυπτιακή οικονομία ήταν τόσο μεγάλο, ώστε την ανάγκασε να ζητήσει την «αρωγή» του ΔΝΤ. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όσο μεγαλώνει ο βαθμός εξάρτησης από τα έσοδα που προέρχονται από τον τουρισμό τόσο πιο πολύ «δένονται» τα χέρια των πολιτικών.

Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των δανειστών Ελλάδα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα ευρώ των τουριστών που έρχονται με τα τσάρτερ των πολυεθνικών του τουρισμού. Και το εύλογο ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει να πει το ΟΧΙ στην απαίτηση να μετατραπεί η χώρα σε τουριστικό προορισμό με προδιαγραφές Ταϊλάνδης, αν ο βαθμός εξάρτησής της από τα… τσάρτερ μεγαλώσει ακόμα περισσότερο.