Βάδιζε αργά, μάλλον αφηρημένα στην οδό  Ωριμότητας περνώντας μπροστά από το κτήριο με το νούμερο 70. Τα τελευταία γράμματα στην ταμπέλα του δρόμου είχαν σβήσει από την πολυκαιρία αφήνοντας μια υποψία αμφιβολίας, μπορεί να ήταν και μια παράταση χρόνου…
Τα άσπρα  μαλλιά των φίλων και των γνωστών υπενθύμιζαν
  σε ανύποπτες στιγμές το πέρασμα  του χρόνου που τον είχε αφήσει να κυλάει αβίαστα, σαν τρύπια μπάλα μπροστά στα πόδια παιδιού που ενθουσιασμένο με το παιχνίδι την κλοτσάει να φτάσει μακριά, την ξαναμαζεύει και κάνει κόλπα και ντρίπλες και τακουνάκια. Παίζει τα μήλα και το εφτάπετρο και γελά, και τρέχει … κι η μπάλα όλο και ξεφουσκώνει…   
Το προηγούμενο απόγευμα ψάχνοντας  κάτι στα συρτάρια, ανάμεσα σε διάφορα μπλοκ, σε παλιές ατζέντες με ονόματα και διευθύνσεις ατόμων που από καιρό είχαν χαθεί, (μερικά από τα ονόματα δεν της θύμιζαν τίποτα, άλλοι είχαν φύγει για το αγύριστο ταξίδι), έπιασε ένα πακέτο με γράμματα δεμένα με μια κορδέλα. Πίσω από τον κόμπο  ένα χαρτάκι έγραφε:


«Τα γράμματα μας …. Αρχειοθετημένα έγγραφα της διπλωματίας ενός έρωτα!
Κουρνιασμένα πουλιά που θυμούνται μια – μια τις λέξεις  που κουβάλησαν στα φτερά τους κι όσο γερνούν, γύρω από την τελευταία τελεία μαζεύονται,  για τη φωτιά μιλώντας…»
 Χαμογέλασε… Πάνε πολλά χρόνια  που δεν τα είχε ανοίξει, της έφτανε που είχαν γραφεί τότε που έπρεπε, που οι λέξεις τους είχαν διαβαστεί  από τα λαίμαργα μάτια τους, που είχαν δοκιμάσει την λαχτάρα της αναμονής. Τότε που ένοιωθαν το κόκκινο του έρωτα κρυμμένο πίσω από το άσπρο επιστολόχαρτο και τον  φόβο του χωρισμού φυλακισμένο πίσω από το κολλημένο γραμματόσημο. Το  όνομα του και το όνομά της…  Δεν την αναγνώριζε πια την επιστολογράφο… Της ήταν μακρινή… Λίγο μυστηριακή, λίγο αμήχανη, θλιμμένη κάπως, φοβισμένη μην γράψει κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο και χαλάσει το διάλογο στο σενάριο  που είχε φτιάξει στο μυαλό της. Εκείνος ίδιος… Πολιτικοποιημένος, με αναλυτική σκέψη και ταυτόχρονα ποιητής (πως το κατάφερνε, δεν μπορούσε να το εξηγήσει), με ένα πάθος.., ίδια άσβεστη φωτιά για όλα, τα απλά και καθημερινά ως τα μεγάλα..Ήθελε τόσο πολύ ν’ αλλάξει τον κόσμο… Τον κόσμο μπορεί να μην μπόρεσε να τον αλλάξει όσο κι αν προσπάθησε αλλά εκείνη την είχε αλλάξει χωρίς καν να το προσπαθήσει… Χαμένη όπως ήταν στις σκέψεις της παραπάτησε κι έσφιξε το μπαστούνι στο χέρι της για να κρατηθεί. Όχι δεν ήθελε να διαβάζει τα παλιά γράμματα, δεν ήθελε να κοιτά τις παλιές φωτογραφίες ούτε τις παλιές βιντεοκασέτες που ο γιός τους είχε ψηφιοποιήσει. Πίστευε ότι οι θύμησες  πρέπει να μένουν και να συντηρούνται ζωντανές  στην καρδιά. Στα χέρια και στα μάτια φθείρονται. Είναι φτιαγμένα από καπνό κι από ιστό αράχνης, από μυστικά, από δειλινά και πρωινές δροσιές, από φιλιά κι αγγίγματα, από των βλεφάρων το πετάρισμα καθώς σίμωνε η σκιά η αγαπημένη.
Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο σπίτι. Έψαξε στην τσάντα να βρει τα κλειδιά της… Μάταια, τα είχε ξεχάσει… Χτύπησε το κουδούνι. Τίποτα… Το ξαναχτύπησε επίμονα αυτή τη φορά… Ήξερε ότι ήταν λίγο περήφανος στ’ αυτιά.  Άκουσε τα συρτά βήματα του να ζυγώνουν στην πόρτα και μόλις της άνοιξε με τις ριγέ πιτζάμες του κρατώντας στο χέρι έναν κεφτέ, είδε για άλλη μια φορά στα μπλε μάτια του τον ουρανό.