Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ο θάνατος !
Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο το έβρισκε πέρα για πέρα σωστό κι αληθινό. Άμα το καταλάβεις νωρίς, μπορείς να ζήσεις δίχως περιττό άγχος τη ζωή σου αλλιώς σε παίρνει μπάλα και περνούν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, κυνηγώντας το όποιο μοντέλο επιτυχίας έχεις στο μυαλό σου ώσπου έρχεται μια μέρα που βλέπεις τον εαυτό σου και νομίζεις ότι δεν είσαι εσύ…

Εκείνη ήταν καιρός τώρα που έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη και την ξάφνιαζε. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα με τα βαθουλωμένα μάτια, ίδια πηγάδια που έπεσε μέσα το φως της ζωής; Πώς ξέβαψαν τα κόκκινα χείλη που υπόσχονταν μόνο χαμόγελα; Πού είναι τα κατάμαυρα γυαλιστερά μαλλιά, το λευκό δέρμα; Ποια σιλουέτα είναι αυτή που βλέπει μέσα στα τζάμια των μαγαζιών, όταν περπατά στον δρόμο, με τους πεσμένους ώμους;
Είναι καιρός που έχει αλλάξει νούμερο στα ρούχα και παρόλο αυτά πάλι δε χωράει μέσα τους. Τα μπράτσα γεμίζουν τα μανίκια, τα μπούτια ασφυκτιούν στο παντελόνι, οι ραφές ανοίγουν, σχεδόν ξηλώνονται. Το κουμπί στη μέση μετα βίας αντιστέκεται στην πίεση της μπακοκοιλιάς, ενώ το ενδεχόμενο εκσφενδονισμού του θα σήμαινε τύφλωση ακόμα και ακαριαίο θάνατο για κάποιον ανυποψίαστο διαβάτη.
Δεν της αρέσει η εικόνα… Που πήγε εκείνη η άλλη; Πού κρύφτηκε μέσα της; Τί την τρόμαξε, τι την συρρίκνωσε; Χάθηκε για πάντα;
«Γήρας» το λένε της λέει μια φωνή μέσα από τα σωθικά της… Κλείνει τ΄ αυτιά με τα χέρια της.

Ο λαός λένε είναι σοφός! «Καλά γεράματα» εύχεται… αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε τη βαθύτερη σημασία μέχρι που άρχισαν να σκουριάζουν οι αρθρώσεις της, να τρίζουν οι σπόνδυλοι, να αλλάζει το σχήμα του προσώπου, να αυλακώνεται όλο και πιο βαθιά… Στον αντίποδα της ευχής για «καλά γεράματα» έρχεται η κατάρα «Κακό ψόφο να ‘χεις», που σε ανατριχιάζει και μόνο που το ακούς, αφού ο εμπνευσμένος που το πρωτοείπε δεν αρκούνταν σε ένα απλό θάνατο αλλά τον ήθελε αργό, βασανιστικό με ιδιαιτερότητες.
Τώρα τα δάχτυλα πονούν, το μικρό του δεξιού χεριού κύρτωσε, τα γόνατα δεν λυγίζουν, ξέμεινε από αμορτισέρ… Όλο το σασί έχει σαπίσματα, ίσα που περνάει από ΚΤΕΟ κάθε χρόνο.
Είναι κάτι μέρες που την παίρνει από κάτω και θαρρεί πως στη γειτονιά τριγυρνάει ο αρχάγγελος… Κοιτάει από το παράθυρο… Μια μαύρη σκιά την τρομάζει… Έχει γούστο να’ ναι αυτός, να μπουκάρει και να την θερίσει με το δρεπάνι του… Όχι δεν τον φοβάται τον θάνατο… φοβάται τον δρόμο μέχρι να φτάσει σ΄ αυτόν…

Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι είχε πεθάνει, αλλά όχι εντελώς… Την έθαψαν, λέει, πιστεύοντας ότι ήταν νεκρή και μόλις την κουκούλωσαν με τα χώματα και έγινε σκοτάδι αυτή άρχισε να αναπνέει και να αντιλαμβάνεται ότι ζει κι όπως ήταν κλειστοφοβική έπαθε κρίση πανικού στην πραγματικότητα μες΄ στον ύπνο της από τον εφιάλτη… Άρχισε να ουρλιάζει μέσα στην νύχτα, να κλωτσοκοπανάει το στρώμα και τα σκεπάσματα, τραυμάτισε τον δόλιο τον άντρα της που φρικαρισμένος έπεσε κάτω από το κρεβάτι κι έκανε αμάν μέχρι να την συνεφέρει…
Την άλλη μέρα κάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. Δεσμεύτηκαν τα τρία παιδιά της και ο άντρας της ότι θα σεβαστούν την επιθυμία της για καύση. Της ήρθαν στο μυαλό σκηνές από ταινίες όπως εκείνες όταν βάζουν το νεκρό σώμα του Τριστάνου ή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου πάνω στη σχεδία και φλεγόμενη την ρίχνουν στη θάλασσα. Τα νερά παίρνουν το χρώμα των πύρινων αναλαμπών και ο καπνός ανεβάζει στον ουρανό το εξαϋλωμένο σώμα… Το βρήκε υπερβολικό να τους ζητήσει να φτιάξουν σχεδία… Άσε που είχε και περιβαντολλογικές ευαισθησίες…

Τώρα τελευταία είχε κάτι επιπλέον ενοχλήσεις… Γκούγκλαρε τα συμπτώματα και της έβγαλε το ίντερνετ τουλάχιστον πέντε διαφορετικές παθήσεις. Αποφάσισε να πάει να δει τί παίζει. Η Όλγα, η γιατρός που τα τελευταία χρόνια την παρακολουθεί την υποδέχτηκε χαμογελαστή. Με ουδέτερη φωνή της περιέγραψε τα συμπτώματα, πέταξε και ‘κανα – δυο επιστημονικά από αυτά που είχε διαβάσει στο ίντερνετ (όπως κάνουν οι ψαγμένοι).
Η Όλγα την κοίταξε με το ήρεμο πρόσωπό της να φωτίζεται από την πεντακάθαρη λευκή ιατρική μπλούζα. Το σταράτο δέρμα του προσώπου της, διάφανο σαν περγαμηνή, νόμιζες πως θα σκιστεί στην παραμικρή σύσπαση των μυών, στην πιο μικρή ρυτίδα.
Την περιεργάστηκε κοιτάζοντάς την κάπως πιο βαθιά, ίσως να είχε και κάτι περιπαιχτικό στο βλέμμα ή να της φάνηκε. Της είπε πως πρέπει να αποκτήσει μυϊκή μάζα με σωματική άσκηση χωρίς να πάρει καμία απάντηση από την άλλη πλευρά που η μόνη άσκηση που συνήθιζε να κάνει ήταν το να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Της εξήγησε διάφορα για τα συμπτώματα της, της συνέστησε κάποιες προληπτικές εξετάσεις, της μίλησε για θεραπείες και δραστικές ουσίες με πολυσύνθετες ονομασίες.
Εκείνη έκανε ότι τα καταλάβαινε όλα (στο κεφάλι της όμως ανακατεύονταν οι λέξεις όπως όταν κάνει ο φαρμακοποιός στο βάζο του ένα μείγμα αλοιφών) το ύφος της ήταν τόσο πειστικό όμως σαν να ήταν συνάδελφοι που παρακολουθούσαν ένα ιατρικό συνέδριο κι ανταλλάσσανε απόψεις. Πήρε παραπεμπτικά και συνταγές για κάτι άλλα φάρμακα, που θα εμπλούτιζαν την συλλογή της και κατευθύνθηκε προς το φαρμακείο.
Στο γυρισμό κι ενώ είχε κάνει και κάποιες άλλες δουλειές ξαναπέρασε από το ιατρείο και βρήκε την Όλγα στην κουπαστή της τσιμεντένιας σκάλας, κάτω από την σκιά των δέντρων, με το κουτάκι από το αναψυκτικό της για τασάκι, να κάνει το διάλλειμά της καπνίζοντας. Την χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι και γέλασε αυθόρμητα με την αναντιστοιχία θεωρίας και πράξης. Γιατί ποιος δεν είδε γιατρό και μάλιστα πνευμονολόγο να καπνίζει, οδοντίατρο με χάλια δόντια, διατροφολόγο παχύσαρκο και πολλές άλλες τέτοιες αντιθέσεις… Αλλά αυτά είναι τα ωραία της ζωής.
Έτσι που την είδε να καπνίζει της φάνηκε πως ο καπνός του τσιγάρου έγινε σύννεφο σε καλοκαιρινό ουρανό. Η λευκή της μπλούζα γίνηκε άσπρο πανί στο βαρκάκι του αγαπημένου της κι ανοίχτηκαν σε έναν ήρεμο κολπίσκο του Παγασητικού…

Η Όλγα σαν κάτι να έκλεψε από αυτή τη σκέψη ακούμπησε το κεφάλι πίσω στον τοίχο, τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο της και φυσώντας τον καπνό ονειροπόλησε.
Γυρίζοντας στο σπίτι έπιασε να σιγοτραγουδά τους στίχους που είχε γράψει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τότε που έπαιζε τη ζωή της στα χαρτιά…«Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα… Πόσο δίκιο είχε …

Είχε μεσημεριάσει … Έβαλε τραπέζι και στη μέση τοποθέτησε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παρτίδα που δεν ξέρεις την τελική της έκβαση αν δεν παίξεις και το τελευταίο σου χαρτί.