Βράδυ… η τηλεόραση έδειχνε ειδήσεις. Πόλεμοι, δολοφονίες, λιμοί και κατακλυσμοί ανάμεσα σε διαφημίσεις γιαουρτιών με χαμηλά λιπαρά και αποσμητικά.
Σεπτέμβρης κι από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ένα ίχνος νυχτερινής δροσιάς όταν οι δέκα χτύποι του ρολογιού της εκκλησίας ήχησαν θαρρείς μόνο και μόνο για να της στρέψουν την προσοχή σ’ αυτό το ίχνος της δροσιάς, να το προσέξει, να το αισθανθεί…
Έκλεισε την τηλεόραση και σχεδόν πέταξε το τηλεκοντρόλ στον καναπέ.
Ο άντρας της ούτε που πήρε χαμπάρι, συνέχισε να διαβάζει ότι διάβαζε…
Έσβησε το φως, έτσι για σπάσιμο κι εκείνος φώναξε σαν να τον τσίμπησε μύγα…
-Εεεε τι κάνεις…
-Τεστ να δω αν ζεις… του απάντησε. Πάω να ζεστάνω τα μακαρόνια… έλα!

Πάνω στο τραπεζομάντηλο με τα ηλιοτρόπια τα πιάτα τους…
– Μπορώ να έχω λίγο τυρί ακόμα; Ρώτησε εκείνος. Εκείνη σηκώθηκε με μια απότομη- αυτόματη κίνηση, απόρροια μιας τάσης που είχε να είναι πάντα σε εγρήγορση και να προλαβαίνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων, έπιασε το τυρί και τον τρίφτη και στάθηκε πάνω από το πιάτο του.
– Δώσε μου να το τρίψω, της είπε..
– Γιατί αποφάσισες να αδυνατίσεις αφαιρώντας δάχτυλα; Γέλασε σαρκαστικά.
– Δεν έχουμε τρίψει ποτέ τυρί εμείς…
– Το ξέρουμε, έφαγες όλη τη ζωή σου στα μαγειρειά… Ξέχασες την τελευταία φορά που πήγες να ανοίξεις το κουτάκι της μπύρας που σε τρέχαμε για ράμματα…Άσε δεν είσαι για τέτοια…Όταν μεγαλώσεις!!!
Τρώγανε κι ακούγονταν μόνο τα πιρούνια, λίγο πριν τελειώσουν του απευθύνθηκε

-Αύριο θα κάνω μελιτζάνες!
Κάτι πήγε να πει εκείνος αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του τον έκοψε…
-Μην πεις το «απαγορευμένο» του είπε και τον κοίταξε αγριεμένη. Εκείνος γούρλωσε λίγο τα αθώα του μάτια καθώς στραβοκατάπινε την τελευταία μπουκιά κι έσπευσε να πιεί νερό. Εκείνη συνέχισε..
– Δεν μπορούμε να πούμε ότι θα κάμουμε μελιτζάνες , πρέπει να είναι τηγανιτές σε μακρόστενες φέτες και με σάλτσα ντομάτας… Βαρέθηκα, θα τις κάνω σε κομμάτια με σκορδάκι και μαϊντανό…
-Μμμουυ… μούγκρισε εκείνος αποδοκιμάζοντας την απόφασή της.
-Μη μου το παίζεις τεθλιμμένη κορασίδα και δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Μήπως θέλεις να μαζέψεις το τραπέζι και να πλύνεις τα πιάτα; Από το 2013 που είχα πάθει την τενοντίτιδα νομίζω έχεις να το κάνεις… είπε και άρχισε να κοπανάει το χέρι στο τραπέζι και να γελάει με τον ίδιο της τον εαυτό.
Εκείνος δεν κρατήθηκε και την αγκάλιασε γελώντας. Γι’ αυτά τα χούγια της την αγαπούσε ακόμα και δεν μπορούσε χωρίς να τον κουρντίζει, χωρίς να νοιώθει ότι είναι το αγαπημένο παιχνίδι της.

Τον κοίταξε και πέρασε το χέρι της στα μαλλιά του.
-Βαριέμαι, αλήθεια σου λέω.. Νοιώθω σαν να έχω μια τρύπα μέσα μου κι απ΄ αυτήν περνάνε οι μέρες, χάνονται ίδιες κι επαναλαμβανόμενες. Χάνω την ένταση των συναισθημάτων μου, τις αποχρώσεις τους, τον ενθουσιασμό μου για τη ζωή, χάνω το ενδιαφέρον μου για να κάνω πράγματα…Θέλω κάτι να κάνω και δεν ξέρω τι….
-Κι εγώ θέλω να κάνω κάτι, και ξέρω τι, αλλά δεν μ΄ αφήνεις της αντιγύρισε… δεν είναι τίποτα, της ηλικίας είναι… θα το συνηθίσεις…
– Σου έβαλα στη λίστα σου μια ταινία που είδα χτες στο Netflix και μου άρεσε… Δες την κι αύριο θα σου κάνω ερωτήσεις… (γέλασε). Εγώ θα μείνω να διαβάσω λίγο…
Τέλειωσε με την κουζίνα και πήγε στην ντουλάπα να πάρει μια παλιά μακό φαρδιά μπλούζα ξεβαμμένη και χαχόλικη που φορούσε στον ύπνο. Σταμάτησε μπροστά στις ανοιγμένες πόρτες της κοιτώντας τις κρεμάστρες με τα ρούχα. Τα πιο πολλά ήταν πολυφορεμένα. Τις θύμιζαν όμως τόσα πολλά… Αγαπημένα τζιν φορεμένα σε εκδρομές και βόλτες, μπλούζες με στάμπες και λογότυπα περασμένων εποχών που είχαν στις γερασμένες ίνες τους ίχνη της νιότης, κάτι αμπιγέ φορέματα της συμφοράς που της έφερναν την δυσφορία βαρετών κοινωνικών εκδηλώσεων και πιο κει τα πουκάμισά του κρεμασμένα κατά χρώμα και οι γραβάτες, σχεδόν άχρηστες πιά… Πήρε την μπλούζα κι έκλεισε σαν να έκλεινε και τις σκέψεις της μέσα στη ντουλάπα. Ύστερα κλείνει τα παράθυρα μυρίζοντας τη νύχτα…

Σεπτέμβρης… υπάρχει πιο όμορφος μήνας; Τον περιμένει πάντα με τόση αδημονία μετά από τα ζεστά καλοκαίρια που πια δεν αντέχει…
Να ήτανε λέει παιδί και να είχε αύριο σχολείο… Να έπαιρνε την τσάντα και να πήγαινε να πάρει τη φιλενάδα της τη Ματίνα από το σπίτι της. Εκείνη θα ήταν όπως πάντα αργοπορημένη, θα είχε ξυπνήσει τελευταία στιγμή και θα καθόταν μπροστά από το μπολ με το ζεστό κακάο και θα έτριβε μέσα ψωμί… Πάντα οι παπάρες της έφερναν αηδία. Μια αναγούλα της ήρθε και μόνο που θυμήθηκε την μυρωδιά της κλειστής κάμαρας με τις ανθρώπινες οσμές ανακατεμένες με την γλυκερή μυρωδιά του κακάο… αλλά και μια ζέστη απλώθηκε στην καρδιά της καθώς μέσα της ζωντάνευαν τα μπλε μάτια της παιδικής φίλης.
Πήρε το βιβλίο της και το άνοιξε εκεί που ήταν ο σελιδοδείκτης. Τέσσερεις φορές διάβασε την ίδια σελίδα και το μυαλό της ήταν αλλού… το έκλεισε και το άφησε στην άκρη.
Ο Σεπτέμβρης έχει την μελαγχολία μιας απώλειας όπως την νοιώθει ο καθένας αλλά συνάμα έχει μια ηρεμία, κάτι σαν έναν καθησυχασμό, μια υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά…

Έχει τις συννεφιές του τόσες όσες χρειάζεται για να αφήνουν μια χαραμάδα για να περνάει μια αχτίδα φως… έχει τις γκρίζες αποχρώσεις του, όπως ακριβώς και η ζωή…
Αλλά έχει και τα υπέροχα γήινα χρώματά του, τα πεσμένα φύλλα που θυμίζουν πως κάποτε όλα τελειώνουν για να αρχίσουν ξανά από την αρχή, αλλιώς, διαφορετικά και απαράλλαχτα… Έτσι ώστε πάντα να έχεις κάτι να περιμένεις….
Σε λίγο θα άνθιζαν τα χρυσάνθεμα…