Τις κοιτούσα από το μπαλκόνι, ήταν νωρίς το απόγευμα. Μια γιαγιά κρατά ένα κοριτσάκι από το χέρι και περπατούν προς την παιδική χαρά. Το παίρνει αγκαλιά και το ανεβάζει στην κούνια. Του τραγουδάει… Είναι χαρούμενες κι οι δυο τους.
Κλείνω τα μάτια και βάζω στη θέση του παιδιού τον μικρό μου εαυτό όπως ήταν πολλά χρόνια πριν και στη θέση της γυναίκας την γιαγιά μου, Ερατώ.

Το μυαλό του ανθρώπου είναι παράξενο, είτε κουτό είτε έξυπνο, όταν παίρνει μια αφορμή από ένα άκουσμα, μια εικόνα, μια μυρωδιά, μπορεί να κάνει χίλιους δυο συσχετισμούς και σκέψεις… Μπορεί όμως και να ανατρέξει στα παλιά και να θυμηθεί ιστορίες, πρόσωπα που αγάπησε ή αντιπάθησε. Πολλές φορές με εντυπωσιακές λεπτομέρειες, ίσως περισσότερες από αυτές που νόμιζε ότι είχε κρατήσει τότε που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα. Θαρρείς κι ένας επεξεργαστής δούλευε όλα αυτά τα χρόνια, κρυφά, με επιμέλεια και αρχειοθετούσε.
Μου αρέσει που και που να γυρνώ το κεφάλι προς τα πίσω και να κοιτάζω το παρελθόν σαν να είναι το σκυλάκι μου που με ακολουθεί παντού. Έτσι με αφορμή την εικόνα του μικρού κοριτσιού και της γιαγιάς έκανα μια βόλτα προς τα πίσω. Όλα τα παιδάκια στη γειτονιά και στο σχολείο είχαν από δυο παππούδες και δυο γιαγιάδες. Εγώ είχα από τρείς αλλά δεν ένοιωθα καθόλου τυχερή γι αυτό. Στην αρχή δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτόν τον «πλούτο». Χάθηκε να έχω από τρία ποδήλατα, από τρείς κούκλες με μαύρα και τρεις με ξανθά μαλλιά, από τρία διαφορετικά είδη επιτραπέζια κι ότι άλλο είδος σε τριάδα επιθυμούσε η ψυχή μου; Σε τι θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι τόσοι παππούδες και γιαγιάδες; Εμένα μου έφτανε η γιαγιά Ερατώ.

Όταν μεγάλωσα λίγο ήρθε η εξήγηση στο μυστήριο. Η μαμά μου μια μέρα που έπαιζα με τις κούκλες κι έκανα πως ήταν μωρά μου σταμάτησε τις δουλειές της, με έπιασε από το χέρι και με κάθισε δίπλα της στον καναπέ. Η φωνή της ήταν διαφορετική… δεν έμοιαζε ούτε με την φωνή που μου διάβαζε τα παραμύθια, ούτε με την φωνή που με μάλωνε…
– Την αγαπάς πολύ την γιαγιά Ερατώ, έτσι δεν είναι Έρη; με ρώτησε.
– Ξέρεις η γιαγιά Ερατώ δεν είναι κανονική γιαγιά σου γιατί δεν είναι η αληθινή μαμά μου…
Σαν μια συννεφιά θυμάμαι να είχε σκεπάσει το δωμάτιο, δεν έβλεπα καθαρά το βλέμμα της μαμάς μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν στον κόσμο ψεύτικες μαμάδες και ψεύτικες γιαγιάδες. Μπορεί να υπάρχουν και μαγαζιά που να τις πουλάνε ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου.
-Η γιαγιά Ερατώ με πήρε όταν ήμουν πολύ μικρή από την γιαγιά Βασιλεία, γιατί δεν μπορούσε να κάνει δικό της παιδάκι, είπε η μητέρα μου.
-Μπήκε μέσα στο σπίτι και σε έκλεψε δηλαδή;
-Όχι, με έδωσε η γιαγιά Βασιλεία να γίνω κόρη του παππού Στρατή και της γιαγιάς Ερατώς γιατί είχε άλλα πέντε παιδιά και δεν έφτανε το φαγητό για όλους…
-Και γιατί διάλεξε εσένα; Ήσουνα η πιο χοντρή κι έτρωγες παραπάνω από όλους;

Πέρασε πολύς καιρός με πολλές ερωτήσεις για να το ξεπεράσω αυτό το παράξενο πράγμα που είχε συμβεί στη μαμά μου και με έκανε να αγαπώ, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί ακόμα περισσότερο την γιαγιά Ερατώ, την «καλή» μου γιαγιά όπως την έλεγα για να την ξεχωρίζω. Από αυτή την εξάδα των γιαγιάδων και παππούδων, με το πέρασμα των χρόνων αποδείχτηκε πως οι γιαγιάδες είχαν το περισσότερο ενδιαφέρον. Ίσως γιατί οι γυναίκες είναι πιο σύνθετες προσωπικότητες και φτιάχνουν πιο ενδιαφέρουσες οικογενειακές ιστορίες… Αυτές ήταν οι δυο γιαγιάδες από την μεριά της μητέρας. Την γιαγιά Ερατώ την έβλεπα κάθε μέρα, ζούσα μέσα στην αγκαλιά της και κοιμόμουν με τα παραμύθια της. Την γιαγιά Βασιλεία δεν την ήξερα καν. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μου είχε δείξει μόνο η μητέρα με μια γυναίκα με σκούρα ρούχα και κατάμαυρα μαλλιά πλεγμένα σε δυο κοτσίδες.
Από την άλλη μεριά, η γιαγιά Βαγγελιώ ήταν η μητέρα του πατέρα μου. Από αυτήν δεν θυμάμαι πολλά πράγματα γιατί ο πατέρας μου έλεγε πως δεν τον αγαπούσε. Γι΄ αυτό είχε φύγει νωρίς από το σπίτι, μόλις ορφάνεψε από πατέρα. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και δεν επισκεπτόταν την γιαγιά Βαγγελιώ, ούτε εκείνη ερχόταν συχνά στο σπίτι. Την θυμάμαι να με φωνάζει και να μου δίνει μια πιατέλα με ένα φορμαρισμένο κέικ με γλάσο σοκολάτας, από την εξώπορτα της αυλής χωρίς να μπαίνει μέσα. Αυτό είχε γίνει τέσσερεις- πέντε φορές σε όλη την διάρκεια της παιδικής ηλικίας μου. Η γιαγιά Βαγγελιώ ήταν μια κοντούλα, πεντακάθαρη, κοκέτα γυναίκα που της άρεσαν τα λούσα, της άρεσε να γοητεύει. Τύλιγε πάντα τα μαλλιά της με ρόλεϊ, ήταν καλοχτενισμένη και μύριζε πούδρα και βιολέτα. Εξάντλησε το επιτρεπόμενο όριο γάμων, αποκτώντας τρεις συζύγους. Στον τρίτο γάμο ευτύχησα να είμαι ένα από τα παρανυφάκια της. Αυτή ήταν η μόνη ξεχωριστή κι απίστευτη εμπειρία που μου χάρισε αυτή η γιαγιά που δεν είχε καμιά θέση στην οικογενειακή μας ζωή.

Δεν θα ήμουν πάνω από οχτώ χρονών όταν μια ζεστή μέρα στις αρχές του καλοκαιριού η μητέρα μου έτρεχε με ένα γράμμα στα χέρια.
-Έρχεται η μάνα κι ο πατέρας μου από την Αμερική, επαναλάμβανε σαν να είχε κολλήσει η βελόνα στο δίσκο του πικάπ και κουνούσε το γράμμα μπροστά στα μάτια του πατέρα μου.
Εγώ δεν κατάλαβα πως και γιατί μέσα σε λίγες μέρες από την παράξενη κι απρόσμενη είδηση που αναστάτωσε τόσο πολύ την μητέρα μου, η γιαγιά Ερατώ μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε στο χωριό. Ούτε κατάλαβα γιατί η μητέρα μου δεν την εμπόδισε και γιατί έκλαιγε η γιαγιά όταν την αποχαιρετούσα με λυγμούς και μου έλεγε σιγανά «θα ξαναγυρίσω… θα δεις».
Η μητέρα καθάρισε με υπερβολικό ζήλο το σπίτι. Άλλαξε τα κρετόν καλύμματα στην τραπεζαρία και γυάλισε την επάργυρη φρουτιέρα που έμπαινε στη μέση του τραπεζιού. Αγόρασε μια χρυσαφί κορνίζα για την ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη γυναίκα με τις κοτσίδες και την ακούμπησε πάνω στη σιφονιέρα, να φαίνεται.
Όταν σταμάτησε το ταξί μπροστά στην πόρτα μας όλοι στη γειτονιά, κρυφά και φανερά, κοίταζαν με περιέργεια. Η μητέρα μου αγκάλιασε κλαίγοντας το ζευγάρι των ηλικιωμένων που δεν έδειχναν να συμμερίζονταν την συγκίνηση της και βιάστηκαν να την απομακρύνουν χτυπώντας την στην πλάτη. Εγώ κοίταζα από απόσταση την καινούρια «γιαγιά» που δεν έμοιαζε καθόλου με την γυναίκα της φωτογραφίας. Μετά από ένα σπρώξιμο της μητέρας μου, που δεν είχαν στεγνώσει ακόμα τα δάκρυά της, πλησίασα για να την φιλήσω, χωρίς καθόλου να το θέλω αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Αυτό έλεγε το «σχέδιο υποδοχής» της μητέρας. Εκείνη δεν έσκυψε για να την φτάσω και με κτύπησε δυο φορές το μάγουλο με το κρύο της χέρι τάχα ότι με χάιδεψε. Πιο πολύ έμοιαζαν με σφαλιάρες τα αγγίγματά της.
Ο άντρας δίπλα της, ένας ροδοκόκκινος στρουμπουλός με καραφλίτσα, παρά τα χρυσά δαχτυλίδια και το φανταχτερό ρολόι του, στεκόταν δίπλα της με συστολή υποτακτικού και ίδρωνε μέσα στο υπερβολικά εμπριμέ για την ηλικία του πουκάμισο που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο κόκκινος. Κάτι μου έλεγε ότι αυτός ήταν ακίνδυνος αλλά η γριά… Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ πως θα την φωνάζω γιαγιά… (σαν την καλή μου γιαγιά Ερατώ…αδύνατον!).
Ήταν τόσο ψηλή και ξερακιανή που ο άντρας δίπλα της φάνταζε σαν νάνος. Όταν έβγαλε το ψάθινο καπέλο της με την μπλε κορδέλα, που ήταν ίδιο χρώμα με το παντελόνι της, δεν υπήρχαν κοτσίδες στο μικρό κρανίο της παρά λίγα αραιά μαλλιά τραβηγμένα με τόση δύναμη πίσω που τέντωναν το δέρμα του και αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά της. Τα γκρίζα μαλλιά της μαζεύονταν λίγο πιο πάνω από τον αυχένα σε έναν καχεκτικό κότσο μεγέθους καρυδιού. Τα μάτια της μικρά, βαθουλωμένα στις κόχες στριφογυρνούσαν τους βολβούς τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Η μύτη υπερβολικά μικρή και πλακουτσωτή με δυο δυσανάλογα σε μέγεθος ορθάνοιχτα ρουθούνια μου θύμιζαν τις βαλβίδες που έχουν τα σωσίβια. Η «γιαγιά» Βασιλεία ξεφούσκωνε σε κάθε εκπνοή. Τα πεταχτά μήλα του προσώπου της έδιναν ακόμα πιο σκληρή όψη. Δεν μου άρεσε αυτή η γυναίκα, με έκανε να νοιώθω κρύο μέσα στην κάμαρα. Δεν είχα καμιά αμφιβολία…Ήταν μια μάγισσα!

Πέρασαν κάποιες μέρες που η μητέρα έκανε ότι μπορούσε για να τους ευχαριστήσει. Ο «παππούς» χτύπαγε προσοχή σε κάθε διαταγή της «μάγισσας» που την έλεγε «Μπέσι». Αυτή ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη με τίποτα και μόνο γκρίνιαζε και διέταζε. Ένα απόγευμα εκεί που έπιναν τον καφέ τους οι μεγάλοι πως μου ήρθε και στάθηκα μπρος στη «μάγισσα» και τη ρώτησα απλά:
-Γιατί έδωσες τη μαμά μου στη γιαγιά Ερατώ ; Δεν την αγαπούσες;
Η μητέρα μου κόντεψε να πάθει συγκοπή. Άστραψε και βρόντηξε η «μάγισσα»! Χίλια ραβδιά υψώθηκαν και ανακάτεψαν κατάρες και ξόρκια που ένοιωσα να πέφτουν πάνω στο κεφάλι μου την ώρα που ο πατέρας μου με έπαιρνε από το δωμάτιο χωρίς να με μαλώσει. Ένας πόλεμος είχε αρχίσει… Από τότε καλή κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα της για μένα. Γλωσσού με ανέβαζε, τεμπέλα με κατέβαζε, ότι ζημιά γινόταν στο σπίτι μου την φόρτωνε, ότι θέλημα υπήρχε σε μένα το ανέθετε κι επιπλέον έβαζε τον «παππού» να μου βάζει ασκήσεις αριθμητικής στον ελεύθερο χρόνο μου. Αυτό ήταν το πιο σαδιστικό από όλα όσα μου έκανε. Η μητέρα μου, δεν καταλάβαινε το δράμα μου. Έμοιαζε να είναι πιο πολύ με το μέρος της «μάγισσας» παρά να με συμπονά… Η τελευταία μου σκέψη πριν κοιμηθώ το βράδυ ήταν ότι το πρωί θα έχει μεταμορφωθεί κι εκείνη σε «μάγισσα» ίδια με την μάνα της και θα με ψήσουν στον φούρνο σαν τον Χένσελ στο παραμύθι. Μόνο ο πατέρας έδειχνε να μην του αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι.
Η ζέστη ανέβαινε καθώς περνούσαν οι μέρες και μαζί της ανέβαινε κι ο δείκτης γκρίνιας της «μάγισσας».
-Θα πάμε λίγες μέρες στη θάλασσα! Ανακοίνωσε πανηγυρικά η μητέρα.
Ήταν μια λύση για να απαλλάξει για λίγες μέρες τον πατέρα μου από την κουραστική παρουσία τους που όλο έλεγε ότι δεν τους αντέχει. Η μητέρα, του έλεγε να κάνει υπομονή για χάρη της. Τους είχα ακούσει να μιλάνε ψιθυριστά το βράδυ στην κρεβατοκάμαρα … Ο πατέρας λογάριαζε πως θα τους γέμιζαν δολάρια από φιλότιμο και τύψεις που είχαν αδικήσει την μητέρα. Αυτοί όχι μόνο δεν ξεπούγκιζαν δολάριο αλλά κόντευαν να τους φάνε ότι είχαν και δεν είχαν.

Το σπιτάκι που είχαν φτιάξει οι γονείς ήταν ένα αυθαίρετο λίγο έξω από την Αθήνα. Δυο μικρά δωμάτια, ένα μεγάλο μπαλκόνι κι ένα ξεχωριστό κουζινάκι. Για ρεύμα και νερό ούτε συζήτηση. Τα βόλευαν με λάμπες και με τις υδροφόρες. Θα μέναμε μια βδομάδα. Τους παραχώρησαν το ένα δωμάτιο. Ο πατέρας μου θα ερχόταν με το μηχανάκι μόνο την Κυριακή που δεν θα δούλευε. Υποχρεώθηκε η μητέρα σε έναν γείτονα που είχε μια σακαράκα αυτοκίνητο να πηγαίνει τη «μάγισσα» και τον υπηρέτη της στην παραλία και να κατεβαίνουμε κι εμείς με τα πόδια.
Καυτός ο ήλιος. Η αλμύρα της θάλασσας κάθισε πάνω στο ντελικάτο, γαλακτερό δέρμα της «μάγισσας» που ήθελε ηλιοθεραπεία και πριν το καταλάβει πήρε το χρώμα του παντζαριού ενώ φλεγόταν σαν κολασμένη στα καζάνια με το κατράμι. Ένας μικρός δαίμονας άρχισε να χοροπηδάει και να γελάει μέσα στο μυαλό μου βλέποντάς την. Κάθε τόσο με πρόσταζε να την πασαλείβω με γιαούρτι για να της παίρνει την κάψα. Το έκανα σιγοτραγουδώντας. Με αποκαλούσε τέρας και αναίσθητη κι εγώ το διασκέδαζα. Τότε άρχισαν να παίρνω μια ιδέα για το μοντέλο ανθρώπου στο οποίο επρόκειτο να εξελιχθώ αλλά δεν με προβλημάτισε καθόλου.
Το Σάββατο είχε καλυτερέψει το θέμα των εγκαυμάτων από τον ήλιο και είχε κατακάτσει λίγο κι η γκρίνια της γριάς. Είχε βραδιάσει και καθόμασταν στο μπαλκόνι, οι μεγάλοι έλεγαν τα δικά τους κι εγώ έπαιζα. Ήρθαν μετά ο κυρ- Βασίλης με την κυρά – Μαρία κι έφεραν μαζί και την κόρη τους, το Χαρικλάκι και πολύ χάρηκα που θα παίζαμε. Ήρθε κι η Τουλίτσα με τον Παράσχο κι η κυρά-Κορίνα. Της «μάγισσας δεν της άρεσε που είχαν μαζευτεί χίλιοι δυο αλλά όλοι οι άλλοι έμοιαζαν να διασκεδάζουν και κουβέντιαζαν ζωηρά. Πώς γύρισε η κουβέντα κι άρχισαν να μιλάνε για παράξενες ιστορίες, φαντάσματα και τέτοια. Εγώ και το Χαρικλάκι αφήσαμε το παιχνίδι και ζαρώσαμε κοντά στις μανάδες μας.
Σκοτάδι γύρω κι ερημιά, ούτε κολόνες με φως, ούτε τίποτα…Τα σπίτια ένα δω κι ένα εκεί … Πήρε το λόγο κι η « μάγισσα» κι άρχισε να διηγείται μια ιστορία που άκουγε από τη μάνα της στο χωριό, προτού φύγει για την Αμερική. Η φωνή της σιγανή, σερνότανε συριστικά σαν φιδι μέσα στις λέξεις κι ίσα – ίσα που ακουγότανε όταν άρχισε να αφηγείται :
«Ήτανε λέει ένα ζευγάρι, η γυναίκα καλόβολη κι εργατική, αλλά ο άντρας σκληρός κι ανεπρόκοπος… ένα χαμένο κορμί! Τεμπέλης και μπεκρής, την έβαζε και δούλευε ολημερίς κι από πάνω την χτυπούσε και την άφηνε νηστική. Συνέχεια μάλωναν κι αυτός πήγαινε όλο στο καπηλειό και τα έπινε ώσπου μια νύχτα με βαρυχειμωνιά γλίστρησε πάνω στο παγωμένο χιόνι και πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα κι έμεινε στον τόπο. Κείνη την ώρα μια μαύρη γάτα πέρασε τρεις φορές πάνω από το κορμί του. Όλοι στο χωριό το ξέρανε πως άμα περάσει μαύρη γάτα τρεις φορές πάνω από πεθαμένο αυτός βρικολακιάζει…
Ένα ουρλιαχτό σκύλου ακούστηκε από μακριά που έβαλε μια άνω τελεία στην αφήγηση. Όλοι έκαναν μια κίνηση να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον κι η γριά κατάπιε το σάλιο της και κοίταξε τριγύρω σαν αρπαχτικό. Έφτιαξε τα μαξιλάρια στο μικρό ράντζο που την είχε αράξει ενώ όλοι οι άλλοι κάθονταν όπου λάχει, εκτός από τον παππού-μπάτλερ που καθόταν δίπλα της σε μια πολυθρόνα, έτοιμος να εκτελέσει οποιαδήποτε εντολή. Συνέχισε…
«Τον έθαψαν τον κακορίζικο κι από την τρίτη μέρα και μετά κάθε βράδυ έβγαινε από τον τάφο, πήγαινε στο σπίτι, ζήταγε από την γυναίκα του να του βάζει κρασί να πίνει, κοιμότανε μαζί της, της έδινε ένα χέρι ξύλο και πριν να φέξει γύρναγε κι έμπαινε στον τάφο του. Οι χωριανοί την βλέπανε τη γυναίκα να λιώνει και νομίζανε ότι είναι από τη στενοχώρια της για τον αχαΐρευτο. Οι μέρες περνούσαν και ο βρικόλακας όλο και περισσότερο κρασί ζητούσε κι όσο δεν είχε η γυναίκα παράδες για να αγοράσει τόσο την χτυπούσε. Δεν άντεξε η δόλια , μια και δυο πάει στην άκρη του χωριού, στην γριά Διαμάντω που κατείχε τα μαγικά και τα δαιμονικά και της τα λέει χαρτί και καλαμάρι».

Ο γκιώνης έσκουξε και οι πευκοβελόνες αργοσάλεψαν. Ο αέρας παρόλο που είχε περάσει η ώρα ήταν ζεστός κι έμοιαζε με την βαριά ανάσα του βρικόλακα μετά το μεθύσι του. Κάποιοι κατουριόντουσαν αλλά κανένας δεν σηκωνότανε από τη θέση του. Η ιστορία πήρε ξανά το δρόμο της μέσα από τα λεπτά, αφυδατωμένα χείλη της γριάς που την έλεγε με μια ευχαρίστηση σαν να μιλούσε για ένα αγαπημένο της πρόσωπο :
«Η Διαμάντω σκέφτηκε ολονυχτίς και την άλλη μέρα πετάχτηκε μπροστά στη γυναίκα που δούλευε στο χωράφι, σαν να είχε πέσει από τον ουρανό.
-Άκου τι θα κάνεις καψερή, της είπε. Θα του δώκεις να πιει κρασί, πολύ κρασί… Θα σου φέρω κι εγώ…θα του βάλω μέσα ένα μαντζούνι… Να του δώκεις το δικό μου κρασί αφού τελειώσει το δικό σου… Να τον αφήσεις να φύγει και μετά από λίγο προτού ξημερώσει θα σε περιμένω στο νεκροταφείο. Να έχεις βράσει ένα γκιούμι λάδι, θα έχω κι εγώ. Όποιον και να συναντήσεις μη μιλήσεις… Έτσι κι έκανε η γυναίκα …Ήπιε, ήπιε ο βρικόλακας, ήπιε και το κρασί της Διαμάντως, έγειρε μετά δίπλα στην κακορίζικη κι έφυγε πριν να σβήσουνε τα άστρα. Πάει μετά τη γυναίκα του με το βραστό λάδι, βρίσκει τη Διαμάντω στο νεκροταφείο απέξω να κρατάει κι αυτή ένα ακόμα γκιούμι και νυχοπατώντας πάνε μπροστά στον τάφο …».
Ενώ αφηγούνταν, τα χέρια της «μάγισσας» κινούνταν αργά με τα σκελετωμένα μακριά δάχτυλα κυρτωμένα σαν δυο τεράστιες αράχνες που έπλεκαν τον ιστό της ιστορία της μαζί με τον ιστό της νύχτας.
«Στέκονται, συνέχισε, μπροστά στον τάφο κι η Διαμάντω άναψε ένα λιβανιστήρι με κάτι βότανα που βρόμαγαν κι έσκαζαν σαν μικρά βαρελότα. Άνοιξε μια τρύπα με ένα μαχαίρι στον τάφο κι έχυσαν μέσα το καυτό λάδι… Την άλλη μέρα πήγαν κι άνοιξαν τον τάφο και έφριξαν σαν βρήκαν…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της όταν ακούστηκε βροντερή κι απότομη φωνή :

-Ακόμα δεν κοιμηθήκατε εσείς;
Επηρεασμένοι όλοι από την ιστορία ούτε που κοίταξαν από που ερχότανε η φωνή…Σηκώθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν να φύγουν πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο κι όλοι μαζί πάνω στο ράντζο της «μάγισσας». Εγώ, καθώς ήμουν μικρή έμεινα τελευταία κι άκουγα μόνο το κλάμα από το Χαρικλάκι που δεν το έβλεπα πουθενά… Οι μεγαλύτεροι με είχαν προσπεράσει μέσα στον πανικό τους. Τότε ένοιωσα δυο χέρια σαν τεράστιες τανάλιες να με πιάνουν κι όπως με σήκωσαν ψηλά ήρθα απέναντι από το αγαπημένο πρόσωπο του πατέρα μου που κοίταζε παραξενεμένος. Για να μας κάνει έκπληξη είχε έρθει Σάββατο ενώ τον περιμέναμε Κυριακή κι είχε «σβήσει» το μηχανάκι λίγο πιο κάτω για να μην τον πάρουμε είδηση.
Την άλλη μέρα ο πατέρας μου κάλεσε με εντολή της «μάγισσας» ένα ταξί για να φύγουν και να συνεχίσουν τις διακοπές τους. Ποτέ δεν έμαθε κανείς τί βρήκαν όταν άνοιξαν τον τάφο του βρικόλακα. Η ξερακιανή Μπέσι πήρε το μυστήριο μαζί της στην Αμερική.

Η ιστορία αυτή ήταν η μόνη ανάμνηση που κράτησα από την γυναίκα που δεν ένοιωσα ποτέ σαν γιαγιά μου. Λίγες μέρες αργότερα η γιαγιά Ερατώ γύρισε κοντά μας. Μαζί της γύρισε η χαρά στο σπιτικό μας και δεν έκανα ποτέ ξανά την σκέψη πως η μητέρα μου θα γινόταν «μάγισσα».