Η μπετονιέρα γυρνούσε και το δεκάχρονο αγόρι, έριχνε εναλλάξ νερό και τσιμέντο∙ άμμο και ασβέστη έβαλε από την αρχή. Το στειλιάρι από το φτυάρι ήταν μεγάλο για το μπόι του, αλλά προτιμούσε να βοηθάει τον πάπα, παρά την μάμα στην κουζίνα. «Άλλαξα το νερό και καθάρισα τις πέτρες πριν στεγνώσει το τσιμέντο, πάπα!», άκουσε καθαρά, το αγόρι να λέει. Κόκκινα τα μάγουλα από τον ήλιο και την έξαψη. Κτίζανε τότες, το σπιτάκι στην αυλή για εκείνον και τους φίλους του.

Εξήντα χρονών σήμερα, κάθισε στο κέντρο του σαλονιού, στα σκοτεινά κοντά στο τζάκι, στην μπρεζιέρα-κάθισμα κατ’ εξοχήν ανδρός. Κατάπιε με δυο γουλιές νερό, το χάπι για την πίεση. Έβγαλε τις παντόφλες και απώθησε μαλακά τα πόδια του, να ξεκουραστούν στο υποπόδιο. Τράβηξε επάνω του, την πλεκτή κουβέρτα από τα χέρια της μάμας του. Η γυναίκα του, ανέβηκε επάνω να κοιμίσει τα εγγόνια τους. Γίνηκαν κιόλας τέσσερα, με το τελευταίο που ήταν αγόρι και πήρε και τ’ όνομά του. Οι φλόγες, προβολέας κατόπτευσης, τον κρατούσαν συντροφιά, μέχρι να κατέβει εκείνη. Προβάλλονταν στο μισοσκόταδο, εδώ στο κέντρο του σαλονιού, στο κέντρο της σκηνής, οι σκιές από χαρούμενα αγόρια με κοντά παντελόνια, να καθαρίζουν μανταρίνια και να τα μοιράζονται. Η ματιά του έξω από το παράθυρο, αναζητούσε μάταια τους μπαξέδες και τις μυρωδιές των εσπεριδοειδών. Αναθυμάται στην εφηβεία, με πρόσχημα τις ζουμερές φετούλες από τα μανταρίνια, που τότες τις λέγανε φιλάκια, να ρωτούσαν τα κορίτσια, «θέλεις να σου δώσω ένα φιλάκι;».

«Εεεόπ, εεεόπ, τράβα το σχοινί, να ανέβει ο κουβάς με τη λάσπη», να σου, ακούει πάλι. Η Σιέλ περίεργη δεν σταματούσε να νιαουρίζει και να πηδά γύρω-γύρω. «Να της φτιάξουμε ένα μπαλκόνι, να κάθεται να περιμένει τον κεραμιδόγατό της πάπα, αγαπάει!», λέει πάλι το αγόρι.
Έβαλε ξύλα στη φωτιά και ανέβηκε με ένα φλιτζάνι ζεστό γάλα για την μεγάλη εγγόνα του. Πρόσεχε πάντα στο τελευταίο σκαλί, να πατάει απαλά. Έτριζε φρικτά, εάν πατούσες με όλο σου το βάρος και φοβόνταν μη ξυπνήσει ο μικρός συνονόματός του. Έπρεπε να βρει χρόνο, να το φτιάξει επιτέλους!

Άφησε το φλιτζάνι, άδειο στον νεροχύτη της κουζίνας και κάθισε ξανά στην μπρεζιέρα του.
«Στου Μανώλη την ταβέρνα
έπεσε μια τουφεκιά
και ανοίξαν τα βαρέλια
και χυθήκαν τα κρασιά».
«Τραγούδα και συ Σιέλ, κάνε μας το χατίρι, πιες το γάλα σου και ύστερα θα σου δώσω και κρασί!».

Ο γιός του ο Νεύτωνας – έτσι τον έλεγε γιατί σπούδασε μαθηματικός και φυσικός – θα έρχονταν το Σαββατοκύριακο μόνος του∙ είχε πρόσφατα χωρίσει με τη γυναίκα του. Έπρεπε να του τηλεφωνήσει αύριο το πρωί, να φέρει μαζί του 8αρια καρφιά, ξυλόστοκο, μα και αρμόστοκο. Να μερεμετίσουν όλοι μαζί με τα εγγόνια, τα σταλάγματα στο σπιτάκι της αυλής. Έστεκε ακόμα ορθό, μα έμπαζε η σκεπή νερό.
«Ξέρεις πάπα, είδαμε την Σιέλ με άλλο γάτο να σουλατσάρει στους μπαχτσέδες».

Θυμάται πως η απάντηση ήταν ότι, έτσι κάνουν τα θηλυκά, αλλά δεν θυμάται εάν εκείνος μιλούσε μόνο για τις γάτες, ή και για τους ανθρώπους.