«Κάθε βράδυ που κοιμάσαι χαλνάω τον κόσμο», κυριάρχησε ένας ψίθυρος.
Εκείνη τη στιγμή έκλεισα τα μάτια μου και είδα το αστέρι του αγίου Ιγνατίου.
-«…όλα για τη δόξα του Θεού», θυμήθηκα τα λόγια του.
«…ο χρόνος παραμένει ο ίδιος και απαράλλακτος δράστης» , συνέχισε ο ψίθυρος, «ορμά επάνω μας και μας χαρακώνει τον συγχωρούμε σα φίλοι κολλητοί. Είναι ένας δολοφόνος, κυκλοφορεί ανενόχλητος ανάμεσά μας και κανείς δεν το ομολογεί. Τρώει πίνει μαζί μας, φλερτάρει τα παιδιά μας. Αυτός ο κόσμος μοιάζει με ανοιχτή πληγή. Όλοι βαδίζουμε πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι. Είμαστε μια εκκρεμότητα του χρόνου, βαδίζουμε στο τέλος μιας σκοτεινής εποχής. Είμαστε ο στολισμός της γης μέχρι που μας ξέχασε αυτός από ψηλά. Η κόλαση είναι άδεια κι όλοι οι διαόλοι βρίσκονται εδώ.»

Ο παλαιός μου κόσμος με στοιχειώνει και σκιάζει την αλήθεια μέσα μου. Πρώτη φυλακή της νυκτός . Πόσες φορές, παιδί είχα διαβάσει το “ Ich fuchte micht nicht “ του H. M. Lohnan κι έτσι δε φοβόμουν. Στη φαντασία ένας ψίθυρος ονείρου καταλαμβάνει χώρο. Ζητά να φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο από το μηδέν. Όλα είναι ίδια και απαράλλακτα, ο άνεμος σφυρίζει απειλητικά. Κάνει κύκλους γύρω από τη ζωή μας. Η ζωή μας γεμάτη μυστικά . Τα μυστικά κατατρώγουν το φαΐ μας . Οι ζωές μας δεμένες με κλωστές κόκκινες σαν αίμα. Δεμένες και οι πράξεις μας σε κόμπους που κανείς δε μπορεί να λύσει. Κάποιες κόβονται απ’ το χρόνο σαν από λεπίδα. Υπάρχουν κι αυτές που δεν κόπηκαν, κάποιοι αόρατοι δεσμοί που τις επόμενες μέρες και νύχτες μας τραβάνε κάπου μακριά, μας ξυπνάνε τρομαγμένους παρ’ όλο που γνωρίζουμε ότι τίποτα δε χάνεται κι όλα παραμένουν.

«Νύχτα το σκοτάδι σου
ειν’ το βασίλειό σου
νύχτα δίχως οράματα
χωρίς καμιά μαντεία
ο ήλιος εσκοτείνιασε
κι έπεσε στους προφήτες
νύχτα δεινά εσκόρπισες
θηρία περιφέρεις
κλέφτες τρυπώνεις άφοβα
στα σπίτια αθώου κόσμου…»