Η  εκδρομή.
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά
Η ζωή του ανθρώπου είναι η ιστορία του…  Σελίδες με γέλιο και με κλάμα, με αλήθειες και ψέματα… Λουστραρισμένες, χιλιοειπωμένες, σε κάθε εκδοχή τους λίγο διαφορετικές, κάποιες φορές  ίσως αγνώριστες…  Αν κοιτάξεις όμως λίγο πιο προσεκτικά σε κάθε μια απ’ αυτές θα ανακαλύψεις  ένα ατόφιο κομμάτι του αφηγητή τους.
Στα τέλη  της δεκαετίας του 70 βρίσκομαι στην Αθήνα, μόλις έχω τελειώσει το λύκειο.
Είχα ανακοινώσει από την αρχή της σχολικής χρονιάς ότι ήθελα να γίνω μαρκόνισα.
Ο πατέρας μου στην αρχή γέλασε γιατί είχε βγάλει κι αυτός στα 16 του ναυτικό φυλλάδιο αλλά δεν μπάρκαρε ποτέ, οπότε κάτι του θύμισε όλο αυτό, κάτι  που  ήταν σίγουρος ότι θα ξεφούσκωνε γρήγορα. Εγώ δεν γέλασα, συνέχισα να του τριβελίζω τ’ αυτιά   οπότε μου το ξέκοψε  ότι δεν επρόκειτο να μ’ αφήσει να κάνω κάτι τέτοιο κι εγώ του ξέκοψα πως δεν επρόκειτο να κάνω κάτι άλλο, ούτε επρόκειτο να δώσω  εξετάσεις για τα ΑΕΙ ή τα ΤΕΙ πράγμα που τον έκανε να χορεύει κλακέτες από τα νεύρα του για πολύ καιρό…
– «Θέλω χρόνο να βρω το δρόμο  μου»   είπα με στιλ για να μ’ αφήσουν στην ησυχία  μου…

Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιά κυκλοφορεί  «ο σταυρός του Νότου» του Μικρούτσικου. Ούτε  παραγγελία να τον είχα…  Τον αγοράζω και τον λειώνω στην κυριολεξία.  Τον ακούω εκατό φορές τη μέρα και για να τους τρελάνω παίζω ακόμα πιο πολλές φορές «το μαχαίρι» κι όταν φτάνει  ο Παπακωνσταντίνου στο στίχο « κι αφού κανέναν δεν μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου», το βάζω στα τέρματα. Στην ψυχολογική πίεση είμαι μανούλα…  Η μάνα μου κρύβει όλα τα μαχαίρια, τα πριόνια, τα σκοινιά ακόμα και τις γραβάτες και τις ζώνες του πατέρα μου φοβούμενη ότι η αυτοκτονία μου είναι στους άμεσους σχεδιασμούς  μου…
 Κλαίει όλη μέρα και το βράδυ τραγουδάει στον ύπνο της το «κouro siwo».  Με ξεματιάζει και   φέρνει τον παπά για ευχέλαιο.  Εγώ εκεί… Μπαρκαρισμένη στο «πειρατικό του κάπτεν Τζίμ»…  Πάει  στην Αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου και μου φέρνει κομματάκια αγιασμένο μήλο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Το αφήνω να κιτρινίζει απείραχτο και κλιμακώνω  την πίεση πετάγοντας άσχετα λόγια  στο πουθενά..
–   «Πάει  τη χάνω, της σάλεψε» μονολογούσε.
Ένα  απόγευμα  στέκεται ο πατέρας μου μπροστά στην πόρτα του δωματίου ,
– «Καπετάνιε», μου λέει  και μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Πάω κοντά και μου δίνει ένα χαρτί με μια διεύθυνση  κι ένα όνομα.
–   Θα πας εδώ και θα ζητήσεις αυτόν τον κύριο.  Θα πεις ότι σε στέλνει ο κύριοςΜαυράκης. Από βδομάδα πιάνεις δουλειά… Αυτό θα σε βοηθήσει « να βρεις το δρόμο σου».
Το αστροπελέκι με βρήκε απροετοίμαστη  και με τσουρούφλισε, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που με περίμενε…
Ντύθηκα, σενιαρίστηκα και πήγα κάπου στην Αιόλου σε ένα πολυώροφο κτήριο κοντά στην Αγία  Φωτεινή. Ήταν  μια βιοτεχνία κουρτινών. Με υποδέχτηκαν στο ισόγειο, στο πρατήριο. Είπα αυτά που μου είχε πει ο πατέρας μου να πω και στη συνέχεια ο κύριος με τον οποίο  μιλούσα κι ήταν ο ιδιοκτήτης, μου είπε να περάσω επάνω στον ημιώροφο, στο λογιστήριο  για να με κατατοπίσουν σχετικά με τη δουλειά. Ανέβηκα μια στενή ετοιμόρροπη σκάλα που σε χωρούσε  μόνο αν περπατούσες πλαγιαστά, με την πλάτη στον τοίχο  και σε κάθε σκαλοπάτι νόμιζες ότι θα χωθεί το παπούτσι σου μέσα στο ξύλο.  Μπροστά μου ένας στενόμακρος χώρος με τέσσερα αρχαία σαρακοφαγωμένα  γραφεία που πίσω τους στέκονταν ισάριθμες παλιές καρέκλες καφενείου, τα τρία εκ των οποίων ήταν κατειλημμένα, (το άδειο προοριζότανε για μένα). Απέναντι ένα μεγαλύτερο γραφείο όπου κάθονταν ένας γέρος που μάλλον είχε πεθάνει και δεν το είχε πάρει είδηση… Ήταν ο προϊστάμενος, ο κ. Ιωαννίδης. Μου είπε ότι θα ήμουν βοηθός λογιστού (νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά) και σε κάθε λέξη ένας βήχας τον έπνιγε κι έφτυνε σ’ ένα άσπρο μαντήλι και μου γύριζε τα συκώτια.
Η βδομάδα που θα ακολουθούσε θα επιβεβαίωνε το πιστεύω μου  πως καλύτερα θα ήταν να με έβαζε ο πατέρας μου σε ρωμαϊκή γαλέρα κωπηλάτη παρά που μ’ έριξε σ’ αυτό το κάτεργο. Για ένα ολόκληρο μήνα ο γέρος έβηχε κι έφτυνε από την μια μεριά, από  την άλλη  μου έδειχνε  λογιστικά ένας από τους «συναδέλφους» και πόναγε το μυαλό μου. Αφού είδε κι αποείδε ότι πιο πιθανό ήταν να ξεχάσει αυτά που ήξερε παρά να μου τα μάθει αποφάσισαν να μου αναθέσουν την αλληλογραφία, πράγμα που δέχτηκα με ανακούφιση. Από το πρωί που έμπαινα ως τη ώρα που έφευγα η ώρα ήταν ατέλειωτη.   Στο μακρόστενο μπουντρούμι  που είχε στο δάπεδο μια πολυκαιρισμένη βρώμικη πράσινη μοκέτα, ο χρόνος έσερνε  τα βήματα του όλο και πιο αργά ενώ το  λιγοστό φως που  έμπαινε μέσα από ένα παραθυράκι κελιού  έκανε τα  σωματίδια της σκόνης να χορεύουν στο μικρό  φωτεινό του δρόμο δημιουργούσαν ένα σκηνικό παραμυθιού με κακές μάγισσες  που στις σοφίτες  των πύργων τους κρατούσαν φυλακισμένα τα θύματα τους… Πνιγόμουνα… κάτι έπρεπε να κάνω…
Κάθε μέρα έπαιρνα το ίδιο λεωφορείο. Παρά τη νύστα και τη κακοκεφιά μου μετά την πρώτη βδομάδα   του μεγάλου σοκ, παρατήρησα  ότι το λεωφορείο ερχότανε  πάντα άδειο από το κέντρο, ανέβαινε ως το τέρμα, δυο στάσεις μετά τη δική μου κι από κει ξεκινούσε την αντίστροφη διαδρομή προς το κέντρο.  Στη στάση που περίμενα έφτανε πάντα άδειο προσφέροντας ευγενικά το σαλόνι του για μια παράταση ύπνου μέχρι τον προορισμό. Η άλλη παρατήρησή μου αφορούσε στα πρόσωπα που περιμένανε στη ιδία με μένα  στάση κι ήταν κι αυτά σταθερά κατά τις περισσότερες μέρες.  Τους είχα παρατηρήσει έναν – έναν, τους είχα δώσει χαρακτήρες, επαγγέλματα  ακόμη κι ονόματα για να τους τσεκάρω στο άτυπο απουσιολόγιο μου.
Είτε νωρίς έφτανα στη στάση είτε αργά πάντα εύρισκα εκεί τον  Αδόλφο. Ένα τύπο γύρω στα πενήντα, πεντακάθαρο με σκούρο παντελόνι  κάπως τριμμένο, λευκό πουκάμισο και μια  γκρίζα ζακέτα κουμπωμένη μέχρι πάνω που άφηνε να φαίνεται από το  βε της  το πουκάμισο και ο στενός κόμπος της σκούρας γραβάτας του. Ήταν κοντοκουρεμένος – σχεδόν ξυρισμένος – στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ενώ τα μπροστινά μαλλιά ήτανε μακρύτερα, περασμένα με ζελέ, με μια χωρίστρα απόλυτης ακρίβειας στο πλάι . Ένα μαύρο  περιποιημένο μουστάκι καταλάμβανε την περιοχή που οριοθετούνταν από τα δυό ρουθούνια, ενώ τα μάτια του ήταν σαν δυο  μαύρες ελιές τόσο γυαλιστερές που νόμιζες που κολυμπούσαν μέσα σε δυο πιατάκια με λάδι. Το κλειστό  στόμα του έμοιαζε να χαμογελάει χωρίς να αφήνει να καταλάβεις το νόημα αυτού του χαμόγελου. Φορούσε την ίδια πάντα μαύρη καμπαρντίνα που είχε ένα ζωνάκι ραμμένο  λίγο πιο πάνω  από την μέση , όπου σταματούσε μια  μαύρη παραλληλόγραμμη αγγράφα. Κρατούσε  κάτω από τη μασχάλη του έναν παλιομοδίτικο χαρτοφύλακα με φερμουάρ και μύριζε φτηνό άφτερ σέιβ που σίγουρα θα είχε αγοράσει από το σούπερ μάρκετ σε προσφορά μαζί με τον αφρό ξυρίσματος. Πιθανόν να ήταν  ένας συντηρητικός  δικηγόρος, ένας χασοδίκης που ψωμοζούσε παίρνοντας  άθλιες υποθέσεις που δεν καταδέχονταν οι άλλοι ή έκανε διεκπεραιώσεις σε κάποιο δικηγορικό γραφείο. Ήταν γεροντοπαλίκαρο και ζούσε σε μια παρακμιακή γκαρσονιέρα.
Πιο πέρα η  Ρόζα με τα κόκκινα σγουρά μαλλιά ήτανε μεταξύ 22 και 24. Φορούσε πάντα τζίν παντελόνι και μπλούζες με εντυπωσιακά σχέδια, πάντα φαρδιές με μεγάλους ξεχειλωτούς γιακάδες.  Το δέρμα της  ήταν   πιτσιλισμένο από μικρές φακίδες, τα μάτια πράσινα , κοιτούσαν ίσια, ερευνητικά, χωρίς να ανοιγοκλείνουν… διάβαζαν. Φορούσε χοντρά δερμάτινα μποτάκια, μακρύ μπουφάν με κασκόλ γυρισμένο δυο φορές γύρω από το λαιμό και στον ώμο είχε πάντα ένα μεγάλο σάκο γεμάτο με έντυπα κι εφημερίδες. Ήταν  πωλήτρια κάπου στο κέντρο, οργανωμένη σε αριστερό κόμμα, μέλος του συνδικάτου εμποροϋπαλλήλων, δεν δίσταζε να τα βάλει με το αφεντικό της  και τα βράδια έβγαινε για αφισοκόλληση.  Στεκόταν όσο μπορούσε  πιο μακριά και με την πλάτη στον  Αδόλφο.
Δίπλα της στεκόταν  συνήθως  ο αδύνατος νεαρός που κάπνιζε και βημάτιζε νευρικά, μια μικρή απόσταση, πέρα – δώθε πίσω από το παγκάκι της στάσης. Ήταν φανερό ότι τη γούσταρε… Όταν ερχότανε έψαχνε  να τη βρει με τα μάτια του κόκκινα από τον καπνό του τσιγάρου του που τον παράσερνε  ο αέρας προς το μέρος τους. Φορούσε  κακόγουστο μπουφάν με έντονες στάμπες κι αθλητικά παπούτσια. Σίγουρα ήταν οπαδός μεγάλης ομάδας και τις Κυριακές πήγαινε  στο γήπεδο. Άκουγε  εμπορικά τραγούδια και την έβρισκε  με τους φίλους του πίνοντας μπύρες και  ουίσκι και κάνοντας φτηνό χιούμορ. Δούλευε πορτιέρης σε ξενοδοχείο, με μπλε στολή με κόκκινη ρίγα, κορδόνια γύρω  στους ώμους, φτηνές επωμίδες  κι ένα καπέλο με πλατύ  γείσο.
Τον  λέω Καρυοθραύστη. Ήρεμος, τοποθετούσε  τα παραπανίσια του κιλά πάνω στο παγκάκι, ο κυρ- Θόδωρος. Καθότανε   με ανοιχτό τα πόδια και έπαιζε  με το κομπολόι του. Ήταν ροδαλός  και καραφλός σαν μωρό, τα χέρια του κατακόκκινα, σκληραγωγημένα δεν τα έβαζε  ποτέ στις τσέπες. Ήρθε από την επαρχία  15 χρονών στην Αθήνα, έπιασε δουλειά  στην κρεαταγορά και δούλευε χασάπης σε μεγάλο σούπερ μάρκετ ταΐζοντας  πέντε στόματα.
Τελευταία, πάντα στο παρά ένα έφτανε η Κίτσα. Στρουμπουλή  με εφαρμοστή φούστα, κατακόκκινα βαμμένα νύχια και χείλη και κατάξανθα  βαμμένα μαλλιά. Φοράει τιγρέ  ρούχα, μπότες με έντονα μεταλλικά  στοιχεία  και βαρύ άρωμα .Ο άντρας της δουλεύει νυχτοκάματο ταξί κι  αυτή είναι καθαρίστρια  σε οίκο ευγηρίας. Είναι  γύρω στα 45 και δεν έχει παιδιά. Της αρέσει να πηγαίνει στα μπουζούκια.
Μ αυτούς τους τύπους λοιπόν ξεκινούσε η κάθε μέρα μου.  Βρισκόμασταν στην κοινή στάση και χωριζόμαστε σε διαφορετικές ως να σπρώξουμε τη βδομάδα και  να έρθει το Σαββατοκύριακο. Εκείνο το  Σαββατοκύριακο το είχα περάσει μια χαρά… Είχα πάει σινεμά  το Σάββατο και την Κυριακή για καφέ στην Κηφισιά.  Ήταν απόγευμα  Κυριακής και με έζωναν τα φίδια  μπροστά στον ερχομό της Δευτέρας. Δεν ήθελα να πάω στη δουλειά!!!  Ούτε και κανένας από αυτούς που είναι στη στάση κάθε πρωί μαζί μου πίστευα ότι επιθυμούσε να πάει… Το έβλεπα στα μάτια  τους… το καταλάβαινα…
Το πήρα απόφαση, θα καθάριζα εγώ για όλους! Αυτοί ήταν  χέστες, τους είχα κόψει από την πρώτη στιγμή…
Ήθελα να κάνω κάτι ξεχωριστό. Μια υπερπαραγωγή, κάτι που θα έμενε αξέχαστο. Όλα μου ήρθανε στο μυαλότόσο αβίαστα, σαν φυσιολογικά, σαν ένα παιχνίδι  που εμπνέεσαι κάποια ανύποπτη στιγμή, πάνω που  όλη η παρέα έχει σκυλοβαρεθεί και σε ενθουσιάζει η ιδέα της υλοποίησης του. Πήγα και πήρα τη φαρδιά ζώνη της μάνας μου, αυτή με τις λάμες, που φορούσε για τη δισκοπάθεια. Αγόρασα καμιά δεκαριά πλάκες πράσινο σαπούνι, τις έντυσα με αλουμινόχαρτο και τις ψευτοέβαψα  με μαρκαδόρο. Στη συνέχεια τις κόλλησα με φαρδιά ταινία στο εσωτερικό της ζώνης αφήνοντας να  φαίνεται το ένα τρίτο τους. Πήγα και πήρα χρωματιστά καλώδια απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι ηλεκτρολόγοι και τα  κόλλησα στις πλάτες των σαπουνιών  κάνοντας στις προεξοχές ενώσεις μεταξύ τους, με μονωτική ταινία, κάτι σαν συνδεσμολογία. Βρήκα ένα παλιοπαιχνίδι, κάτι σαν ασύρματο κι αφού το «πείραξα» λίγο το έκανα να μοιάζει με πυροκροτητή. Ψαχούλεψα κρυφά τα πράγματα του αδελφού μου και βρήκα την απομίμηση από  ένα όπλο  Clock  σαρανταπεντάρη, απ’ αυτά που  έπαιρναν πλαστικές μπίλιες αντί για σφαίρες κι επιπλέον διέθετε φακό. Έβαλα όλο το υλικό μου σε μια τσάντα και την ακούμπησα στην καρέκλα δίπλα στα ρούχα μου. Έπεσα και κοιμήθηκα σαν πουλί!
Το πρωινό φως της Δευτέρας με βρήκε ορεξάτη. Πήρα πρωινό, ζώστηκα τη ζώνη με τα γιαλαντζί εκρηκτικά, πήρα και τον σικέ πυροκροτητή και τον έχωσα στην τσέπη μου
μαζί με το πιστόλι. Έκλεισα  το φερμουάρ του μπουφάν, παρά το γεγονός ότι είχε αλκυονίδες μέρες και χτύπαγε 18 και 20 βαθμούς.  Αυτό δεν  με εμπόδισε  να πάρω και την ομπρέλα  του πατέρα  μου δίχως να με πάρουν χαμπάρι. Έφτασα στη στάση και τσεκάρισα  τις παρουσίες. Όλοι ήτανε εκεί εκτός από την Κίτσα, αλλά δεν ανησυχούσα, είχαμε ακόμα τρία λεπτά μέχρι τις 8 παρά είκοσι που θα ερχότανε το λεωφορείο. Στην ώρα του ήρθε το λεωφορείο μαζί και η  Κίτσα. Κατά περίεργο τρόπο  το λεωφορείο έφερε από το τέρμα τρεις άντρες επιβάτες, δημιουργώντας μου πρόσκαιρα μια σύγχυση που γρήγορα ξεπέρασα.  Μπήκαμε όλοι και καθίσαμε στις θέσεις.  Εγώ σκίστηκα να καθίσω πίσω από το κάθισμα του οδηγού. Μόλις το λεωφορείο  βγήκε από το στενό  δρόμο κι ανέπτυξε ταχύτητα βούτηξα την ομπρέλα και με την μαγκούρα της άρπαξα  τον οδηγό από τον λαιμό.
–     Αλλαγή πορείας, Νίκι Λάουντα του είπα  κι είδα τα έκπληκτα μάτια του στον καθρέφτη.
Κάτι πήγε να σαλέψει, αλλά εγώ δεν μάσαγα, τράβηξα λίγο την ομπρέλα και γούρλωσε.
         Σήμερα δεν έχει δουλεία… Σήμερα έχει εκδρομή… φώναξα και κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου γιατί ο οδηγός είχε γίνει μελιτζανής με τη  λαβή της ομπρέλας  στο λαιμό κι είχε αφήσει το όχημα στην τύχη του. Του χαλάρωσα την ξύλινη γραβάτα και πήρε να επανέρχεται.
Κάνα δυο κουνήθηκαν να μου κάνουνε ντου αλλά άνοιξα το μπουφάν και με μια τσιφτετελοειδή κίνηση τους έδειξα την πραμάτεια που είχα στη ζώνη μου… Βγάζω και το κουμπούρι και το κουνάω επιδεικτικά και παγώνουνε. Στην πραγματικότητα σ’ αυτό το σημείο θα έπρεπε να με πλακώνουνε στο ξύλο και εξουδετερωμένη  να με πετάξουν έξω.  Όμως δεν έγινε έτσι… Ίσως γιατί ήμουνα πολύ τρομακτική και άκρως πειστική!
– Μη με κοιτάτε σαν χάνοι τους είπα. Εγώ είμαι τρελή, γυαλίζει το μάτι μου, φώναξα άγρια  και τράβηξα το κάτω βλέφαρο  του δεξιού ματιού, σε μια επίδειξη τρέλας, μέχρι που φάνηκε ασπράδι.
– Μπροστά σου εσύ Νίκι Λάουντα, πρόσταξα τον οδηγό.  Πάμε παραλία, γουστάρουμε θάλασσα! Όσο για σας τους υπόλοιπους μην διανοηθείτε να κάνετε καμιά αποκοτιά γιατί θα γίνουμε μπάρμπεκιου. Και μη νομίζετε ότι είμαι μόνη εντός του οχήματος (αυτό το καθαρευουσιάνικο το είπα για να δείξω μόρφωση, να παραπλανήσω, να θολώσω τα νερά)… Τρεις ακόμα είναι δικοί μου… συνέχισα με πιο χοντρή μπλόφα (οι τρεις άγνωστοι θα νόμιζαν ότι είχα συνεργούς ανάμεσα στους πέντε σταθερούς, ενώ οι πέντε  θα πίστευαν ότι οι καινούριοι τρεις ήταν δικοί μου).
Η Ρόζα κάτι σαν να έγνεψε στον Καρυοθραύστη  κι εκείνος έσκυψε κάτω στο κάθισμα.Παίρνω χρόνο εγώ και τους λέω:
         Για να τα πάμε καλά  πορτοφόλια, κλειδιά, χωριστά  στην τσάντα μου (είχα προνοήσει ΚΑΙ ΓΙ΄ ΑΥΤΟ, είχα πάρει σακ βουαγιάζ) και τα πανωφόρια πίσω στα τελευταία καθίσματα. Τα μάζεψε ένας κάτω από την άγρυπνη επιτήρησή μου  και ξαναέκατσε κάτω.
Κόντευε δέκα η ώρα και φτάσαμε σε μια παραλία που δεν θυμάμαι αν ήτανε το Πόρτο Ράφτη, η Ραφήνα  ή ότι άλλο.  Ο  Αδόλφος ήτανε κίτρινος σαν το λεμόνι, η Κίτσα μυξόκλαιγε, ο κυρ- Θόδωρας  επικαλούνταν σωματική ανάγκη και ήμουν σίγουρη ότι έλεγε αλήθεια γιατί βρώμαγε σαν κλούβιο αβγό κι εγώ ήθελα οπωσδήποτε καφέ να κρατήσει σε εγρήγορση το νευρικό μου σύστημα. Η Ρόζα  με κοίταζε άγρια, προκλητικά και με διαόλιζε. Έδωσα τόπο στην οργή γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
–   Λάουντα, πιάσε στην καφετέρια είπα.
–    Ρε σεις  δε θέλω τίποτα από σας παρά μόνο να γουστάρετε, να γελάτε. Τι είναι η ζωή; Μια εκδρομή…
–    Τελείωνε κορίτσι …Φώναξε  κατακόκκινος ο κυρ- Θόδωρας κι έκανε ν’ ανοίξει την ζώνη.Άνοιξε τις πόρτες ο οδηγός και μπουκάρανε ένας – ένας προς τα έξω, ενώ εγώ εξακολουθούσα κατά διαστήματα να τους θυμίζω με τα μάτια και με μορφασμούς το οπλοστάσιο μου. Αυτοί πιάσανε όλοι μαζί ένα τραπέζι (εκτός απ’ τον κυρ – Θόδωρα που έφυγε βολίδα για την τουαλέτα και ήρθε μετά) και παραγγέλνανε καφέδες.
Κάπου ένοιωσα σαν να μη με θέλανε κι αυτό ήταν αδικία γιατί ότι έκανα δεν το έκανα μόνο για μένα. Πήγα με τον  εσπρέσο μου  και παλουκώθηκα κοντά τους με το έτσι θέλω και χωρίς να τους δείχνω πια τα κουμπούρια  μου άρχισα να τους χαλαρώνω με γενικές κουβέντες κι ο καθένας έλεγε σιγά – σιγά τα δικά του. Άλλαζαν τσιγάρα ο Καρυοθραύστης με την Κίτσα  ενώ ξαφνικά διαπίστωσα ότι οι τρεις άγνωστοι Καμπαλέρος  είχανε γίνει καπνός, αλλά δεν μου κάηκε καρφί γιατί από την πρώτη στιγμή δεν τους γούσταρα…  Ήταν τελείως ξενέρωτοι γι’ αυτό και δεν ασχολήθηκα μαζί τους.
Ζήτησα συγγνώμη από τον οδηγό – Λάουντα, εξηγώντας  του  ότι πρέπει να καταλαβαίνει κι αυτός  τις ανάγκες κάθε περίστασης. Έπαιξα  ένα τάβλι μαζί του στα πέντε και μου τα πήρε όλα διπλά. Στο διπλανό τραπέζι ο Κυρ- Θόδωρας έπαιξε με τη  Ρόζα μια ξερή. Άνοιξα το σακ – βουαγιάζ  για να πληρώσουμε τους καφέδες και διαπίστωσα ότι είχα τα πορτοφόλια από τους τρεις Καμπαλέρος.  Κοινή συναινέσει αποφασίσαμε να τους τιμωρήσουμε για την προδοσία τους πληρώνοντας τους καφέδες από τα δικά τους λεφτά και σαν λάρτζ τύποι που ήμασταν αφήσαμε και πουρμπουάρ.
Ο ήλιος ήτανε  στην καλύτερη ώρα του.
         Πάμε στην παραλία, είπα  βάζοντας το χέρι στην τσέπη του μπουφάν ώστε να φανεί  το σχήμα του σιδερικού και να καταλάβουνε ότι δεν ξεχνιέμαι και η κατάσταση παραμένει σταθερή κι ελεγχόμενη.
Αράξαμε, όλοι βγάλανε τα μπουφάν, τα στρώσανε στην άμμο και ξαπλωμένοι  έμοιαζαν να λαγοκοιμούνται. Μόνο εγώ έμενα μπουμπουλωμένη με το μπουφάν κι ο ιδρώτας έκανε μικρά ρυάκια στο μέτωπο που κατέβαιναν προς το λαιμό. Έκανα περιπολία και μετά έκατσα κι άναψα ένα τσιγάρο από το πακέτο με τα Winston που κάπνιζα τότε και ατενίζοντας το απέραντο μπλε  χανόμουνα στα μπάρκα τα μεγάλα, τα αταξίδευτα.  Κάτι γυαλάκια στραφτάλισαν στις κόχες των ματιών μου  κι  ο αναστεναγμός έγινε καπνός που ανέβηκε από το φουγάρο της ψυχής να ενωθεί με το σύννεφο. Κατάλαβα ότι ήταν θέμα χρόνου να με πάρει από κάτω και να γκανιάσω στο κλάμα, οδηγώντας μες την απόλυτη ξευτίλα. Σηκώθηκα βιαστικά, βάδισα γύρω από τους ομήρους μου με μυστήριο ύφος και  χτυπώντας τα χέρια παλαμάκια  είπα :
–   Σηκωθείτε, θέλω να  φτιάξετε από  ένα έργο στην άμμο. Όποιος φτιάξει το καλλίτερο παίρνει για βραβείο την ελευθερία του. Όλοι δυσανασχέτησαν, ένα σούσουρο ακούστηκε, μέσα  του ξεχώρισα κάνα δυο βρισιές  και μετά πέσανε στα γόνατα  και όρχησαν να δουλεύουν. Σε μισή ώρα ήταν έτοιμοι. Έριξα μια επισταμένη μάτια στα έργα σαν κριτικός τέχνης. Ο Καρυοθραύστης  με τραβούσε από το μανίκι και μου έδειχνε μια ακαταλαβίστικη μπούρδα που είχε φτιάξει  και υποτίθεται  πως ήτανε η Μέδουσα επιμένοντας  πως έπρεπε να του δώσω το βραβείο. Εγώ του έλεγα ότι μ’ αυτό όχι βραβείο αλλά ούτε  διάκριση δεν θα έπαιρνε κι αυτός  άρχισε να με πρεσάρει λέγοντας ότι δεν ξέρω από μοντέρνα τέχνη. Εγώ τότε απασφάλησα  κι άρχισα να πηδάω πάνω στο έργο του, να κλωτσάω δεξιά κι αριστερά την άμμο ώσπου δεν έμεινε τίποτα από τη Μέδουσα ενώ κατά τη διάρκεια του πολεμικού  χορού, μου έπεσε ο πυροκροτητής. Μόλις τον είδαν οι άλλοι πέσανε μπρούμυτα  πάνω στη  άμμο με τα χέρια πλεγμένα πίσω από το κεφάλι. Εγώ έσκυψα  και τον πήρα από κάτω με άνεση και ψυχραιμία  με την ασφάλεια που μου έδινε η γνώση των υλικών μου. Φυσώντας από πάνω του την άμμο τους ζήτησα να σηκωθούν χωρίς καμιά ανησυχία αφού δεν έτρεχε τίποτα. Το εργαλείο είχε ασφάλεια  που την είχα τραβήξει και γι’ αυτό δεν ενεργοποιήθηκε…
Με επισημότητα είπα πως  ως πρόεδρος και κριτική επιτροπή που ήμουνα, αφού είχα δει τα άθλια έργα όλων, είχα αποφασίσει να δώσω το βραβείο της  αμμογλυπτικής  στον Αδόλφο που είχε φτιάξει  μια ζαβή γοργόνα με έμφαση στο στήθος. Του είπα ότι μπορούσε να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Αυτός  μας κοίταξε όλους σαστισμένος κι έκπληκτος  και μετά απευθυνόμενος σε μένα είπε πως θα προτιμούσε να μείνει και να αφήσω ελεύθερο κάποιον άλλο.
Εγώ που ήμουνα τσαντισμένη με τον Καρυοθραύστη και δεν γούσταρα να τον έχω πια στην παρέα, του είπα να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να φύγει. Αυτός πήρε το πορτοφόλι του και το μπουφάν, με κοίταξε με βλέμμα δηλητήριο και φεύγοντας χωρίς να χαιρετήσει κανένα πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του τινάζοντας την μακριά με τα δυό του δάκτυλα. Τον βλέπαμε να ξεμακραίνει κι εγώ προσπαθούσα να μαντέψω τις σκέψειςόσων έμεναν μελετώντας τις εκφράσεις των προσώπων  τους. Δεν κατάλαβα τίποτα….
Είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Οι δραστηριότητες και η ένταση των στιγμών μου είχε φέρει μια λιγούρα  και το στομάχι μου κελαηδούσε φάλτσα.
         Τι λέτε, δεν πάμε να ρίξουμε καμιά μάσα; Ρώτησα δημοκρατικά  και όλοι συμφώνησαν.
Περάσαμε στην απέναντι μεριά του δρόμου σαν γκρουπ τουριστών  που με μένα ξεναγό κοιτούσαν τα αξιοθέατα. Λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω η ταβέρνα «ο Ποσειδών» μας υποδεχότανε με το γερασμένο γκαρσόνι της. Δεν υπήρχε ψυχή ούτε μέσα ούτε έξω αλλά εγώ τους υπέδειξα να καθίσουμε μέσα  για λόγους ασφάλειας. Στρωθήκαμε και παραγγείλαμε  μπακαλιάρο σκορδαλιά, καλαμαράκια παντζάρια και κρασί χύμα. Ο κυρ – Θόδωρας  με λίγη ντροπαλοσύνη  είπε ότι δεν τρώει χορταρικά γιατί είχε «αντεροκολίτιδα» και ότι θα έπαιρνε επιπλέον μια μπριζόλα για να καλύψει το κενό της σαλάτας. Όλοι πνίξαμε ένα γέλιο που εκείνος το ερμήνευσε σα χαμόγελο συμπαράστασης στο πρόβλημα του, πράγμα που μας έβγαλε από την αμηχανία. Αφού φάγαμε μέχρι σκασμού και η κανάτα με το κρασί ανανεώθηκε δυο τρεις φορές εγώ με το κλειστό μπουφάν, τη σκορδαλιά και το αλκοόλ είχα γίνει φλαμπέ.  Εντοπίσανε εν τω μεταξύ ένα παλιό τζουκ – μπόξ, μου ζήτησαν κέρματα κι όρχησαν να βάζουν δίσκους. Εγώ εκείνη την εποχή άκουγα έντεχνο, κάτι Πίνγκ Φλόυντ, Τζέθρο Τάλ και τέτοια αλλά δεν μου άρεσε να το παίζω σνόμπ και να τους τη σπάω κι έτσι βρέθηκα να χορεύω μαζί τους το αρμενάκι και άλλα συναφή. Πάνω στα μερακλώματα ο κυρ – Θόδωρας ήθελε ντε και καλά να χορέψει την Παπαλάμπραινα. Πήρα μια πετσέτα να τον κρατήσω να σύρει το χορό κι όταν όρχησε τις φούρλες και τις φιγούρες, για να δώσω λίγη χαρά στο ανθρωπάκι έβγαλα την κουμπούρα μου κι έριξα δυο μπαλοθιές. Οι μπίλιες έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση κι έσπασαν μια λάμπα.
Ξαφνικά ακούμε ήχο σειρήνας. Κολλάω τη μούρη μου στη τζαμαρία και βλέπω ένα περιπολικό  με αναμμένο το φανό έξω από τον Ποσειδώνα. Ένας αστυνομικός κατευθυνότανε προς την είσοδο του μαγαζιού.
– Παραδώσου! Βγες με τα χέρια ψηλά φώναζε ο αστυνόμος Σαΐνης με μια ντουντούκα και καταλάβαινα πως κάπου δω θα τέλειωνε το πανηγύρι.
– Μου την έφερε το κωλόπαιδο ο Καρυοθραύστης γρύλισα κι όλοι κατάλαβαν από το «κωλόπαιδο» σε ποιόν αναφερόμουνα κι έριξαν μια ομοβροντία από κατάρες. Πάνω σ’ αυτή τη σκέψη μπουκάρανε δυο μπάτσοι από την πίσω πόρτα και πιάνοντας με από τις μασχάλες με πήγανε καροτσάκι στο περιπολικό.
– Αφήστε βρε το κοριτσάκι, δεν έκανε τίποτα … φώναζε ο κυρ- Θόδωρας  αλλά κανείς δεν τον άκουγε…
Από τότε είμαι έξω με αναστολή… Όπως όλοι μας σ’ αυτό το ταξίδι της ζωής,  μέχρι την τελική δίκη και τον οριστικό μας εγκλεισμό… Γι’ αυτό όσο περισσότερες εκδρομές κάνουμε τόσο το καλλίτερο!